Κι αν θέλεις να γίνεις Γιαννιώτης, ξέρεις πώς γίνεται και αν κάνεις;
“Αυτή η επιτυχία του Σπύρου μπορεί να φέρει πολλά παιδιά στο νερό, είτε στη θάλασσα είτε στην πισίνα”, ήταν μια από τις σκέψεις του προπονητή του Γιαννιώτη, του Νίκου Γέμελου κατά την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Ποιος από εμάς, τους αθλητικούς δημοσιογράφους, δεν το σκέφτηκε αυτό κατά την στιγμή της απονομής των μεταλλίων; Συμβαίνει διαχρονικά μια μεγάλη επιτυχία σε ένα αγώνισμα να λειτουργεί: να γοητεύει τους πιτσιρικάδες και τις πιτσιρίκες και να τους σπρώχνει να ανακαλύψουν ένα άθλημα ή ένα αγώνισμα που δεν είχαν δοκιμάσει ποτέ. “Να γίνω σαν τον Γιαννιώτη”. Ναι, να γίνεις, αλλά πώς στην Ελλάδα του 2016; Ποιος θα σου πει τα βασικά, για να σε κατατοπίσει, να σε προσανατολίσει, τόσο εσένα, τον πιτσιρικά, όσο και τους γονείς σου και να σου δώσει την ευκαιρία να δοκιμάσεις;
Η στάση των αθλητικών (και λοιπών) media απέναντι στα ερασιτεχνικά και όλα τα μη “εμπορικά” αθλήματα και αγωνίσματα είναι μια εξήγηση για το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών στρέφεται προς το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ. Κι αυτό είναι ένα θέμα μιας άλλης στιγμής. Σε αυτό το σημείωμα μιλώ για το δεύτερο μεγαλύτερο, κατά την αντίληψή μου, ελληνικό πρόβλημα – αιτία υπογεννητικότητας στον αθλητισμό: την έλλειψη αθλητικού προσανατολισμού.
Παρακολουθώντας τον τελικό των 100 μέτρων με εμπόδια των γυναικών έπιασα τον εαυτό μου να ξαφνιάζεται με το αμερικανικό βάθρο που στήθηκε για την απονομή, με το 3 στα 3 της Αμερικής, από της οποίας την ομάδα απουσίαζε η κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ. Ναι ναι, το ξέρω, είναι αμέτρητα τα κορίτσια που κάνουν στίβο στην Αμερική, πώς να συγκριθούμε; Ετσι είναι, οι Αμερικάνοι είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε καμιά 20αριά κορίτσια που είχαν κάνει χρόνους κάτω από τα 12.50 στα 100 μ. με εμπόδια. Δεν τις βγάζουν όμως “με το κιλό” μόνο επειδή τραβούν πολλά κορίτσια στον στίβο, αλλά και επειδή έχουν εδώ και δεκαετίες αναπτύξει την μέθοδο και το δίκτυο προκειμένου να εντοπίζουν το ταλέντο, να εξετάζουν τα σωματικά χαρακτηριστικά, τη ροπή, και να “σπρώχνουν” κάθε παιδί προς το άθλημα ή το αγώνισμα που ταιριάζει στα γνωρίσματά του.
Στην Ελλάδα του 2016 όχι απλώς δεν υπάρχει αθλητικός προσανατολισμός, αλλά παραμένει αδύνατο για ένα παιδί να γνωρίσει ένα άθλημα και να διαπιστώσει μέσα από τη συναναστροφή με ειδικούς και έναν πρώτο κύκλο εμπειρίας αν του ταιριάζει και αν έχει προοπτικές σε αυτό. Στην Αττική, και ειδικά γύρω από την Αθήνα, το πρόβλημα λύνεται, σε αρκετά αθλήματα, από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Εδώ και χρόνια στήνονται σχολές και ακαδημίες που δίνουν στο παιδί, εφόσον έχει να πληρώσει ο μπαμπάς, τη δυνατότητα να ανακαλύψει και να ασχοληθεί με “σπάνια” αθλήματα. Τι τύχη μπορεί να έχεις αν ζεις στην επαρχία και θέλεις να δώσεις στο παιδί σου την ευκαιρία να ασχοληθεί σοβαρά με τα – πλην ποδοσφαίρου/μπάσκετ/βόλεϊ- αθλήματα;
Τις προάλλες άκουγα έναν επαρχιώτη έφηβο, που έχει καταφέρει να κληθεί στην Εθνική ομάδα της ηλικίας του στο άθλημά του, να μου διηγείται τον προβληματισμό του. Δουλεύει σε έναν επαρχιακό, φτωχό σύλλογο, που δεν έχει χρήματα για να προσελκύσει έναν καλύτερο προπονητή, με συνέπεια να εμπιστεύεται τα παιδιά σε έναν παρωχημένο προπονητή, με τον οποίο ο πιτσιρικάς της ιστορίας μας έχει ήδη πιάσει ταβάνι. Και προσέξτε, ο συγκεκριμένος είναι ένας εκ των τυχερών, αφού συνέβη να ασχοληθεί μια ομάδα ανθρώπων στον τόπο του με αυτό το άθλημα, να φτιάξουν έναν σύλλογο και κάπως έτσι να δοθεί σε αυτό το παιδί η ευκαιρία να το ανακαλύψει. Πώς μπορεί να εξελιχθεί ο πιτσιρικάς, που αναζήτησε μάταια στην πόλη του έναν κάτοικο με γνώση και εμπειρία στο άθλημα προκειμένου να τον συμβουλευτεί για τα βασικά: πώς να βελτιώσει την τεχνική του, τι διατροφή ταιριάζει στο άθλημά του, πότε είναι η καταλληλότερη στιγμή για να επιδιώξει να αλλάξει πόλη προκειμένου να παίξει σε έναν υψηλότερου επιπέδου σύλλογο;
Στην Ελλάδα του 2016 συνήθως προσανατολίζεσαι αθλητικά είτε από τις επιρροές του οικογενειακού περιβάλλοντος είτε κατά τύχη. Κι αν έχεις την ατυχία να ζεις στην επαρχία και να θέλεις να ασχοληθείς με ένα μη διαδεδομένο άθλημα, πρέπει να πείσεις την οικογένειά σου να αλλάξει πόλη, ή να δοκιμάσει να ζήσει στην Αθήνα. Αν είσαι γονιός και θέλεις το παιδί σου να κάνει έναν κύκλο εμπειρίας σε διαφορετικά αθλήματα από την παιδική έως την προεφηβική ηλικία και δεν είσαι πλούσιος, βάζεις τα κλάματα. Διότι η ψηφιακή τεχνολογία δεν είναι ακόμη αρκετή για να υποκαταστήσει την εμπειρία της γνωριμίας με ένα άθλημα, ένα αγώνισμα. Τα Wii και όλοι αυτοί οι προσομοιωτές εικονικής πραγματικότητας μπορεί να λειτουργούν ενθαρρυντικά, αλλά δεν μπορούν να αποφασίσουν αν αρέσει στο παιδί σου ένα άθλημα, ούτε αν είναι αυτό που του ταιριάζει.
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ διοικητής αθλητισμού με τέτοιο όραμα. Στην εποχή των παχιών αγελάδων, το κρατικό χρήμα πήγαινε στα ταμεία των αθλητικών ομοσπονδιών χωρίς κανείς να ρωτά το γιατί και το πού ξοδεύονται. Το κρατικό χρήμα πήγαινε και στην εκπαίδευση για τον σχολικό αθλητικό προσανατολισμό, για να ταΐζει γυμναστές που πήγαιναν στο μάθημα με τζιν και έδιναν άδεια σε όσα κοριτσάκια δήλωναν ότι τους ήρθαν οι Ρώσοι. Γυμναστές που δεν είχαν ούτε γνώση ούτε εμπειρία για να προσανατολίσουν τους πιτσιρικάδες. Κάπως έτσι, σήμερα που το κρατικό χρήμα έχει εξαφανιστεί, ζούμε στην εποχή που ο αθλητισμός έχει γίνει είδος πολυτελείας, ειδικά αν πρόκειται για άθλημα που απαιτεί περισσότερα από λίγα μέτρα έδαφος και μια μπάλα (ένα μαγιό ανοιχτής θαλάσσης κοστίζει περισσότερα από 200 ευρώ). Αν θέλεις να επιχειρήσεις να γίνεις Γιαννιώτης, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα βρεις κανέναν για να σου πει πώς γίνεται, κανέναν για να σου πει αν κάνεις ή όχι, κανέναν για να σε βοηθήσει να προπονηθείς. Αν θέλεις να γίνεις Κορακάκη, θα πρέπει να ζητήσεις από κάποιον να σε πάρει μαζί στο κυνήγι, για να δεις αν το 'χεις. Αν θέλεις να γίνεις Πετρούνιας, πρέπει να δέσεις σε ένα δέντρο τους αυτοσχέδιους κρίκους σου, και ο θεός μαζί σου. Ο μέσος Ελληνας πιτσιρίκος που θέλει να κάνει κύκλο στα αθλήματα μοιάζει με τον Eddie "The Eagle" Edwards (αν δεν έχεις δει την ταινία Eddie the Eagle σου την προτείνω ανεπιφύλακτα), ο οποίος – στη Βρετανία του '70 – μετέτρεψε την αυλή του σε ολυμπιακή εγκατάσταση προκειμένου να βρει ένα άθλημα που να του κάνει. Ο Eddie Edwards βεβαίως τα κατάφερε να ανακαλύψει άθλημα και να φτάσει μέχρι τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά γι' αυτό έγινε θρύλος και έφτασε να γίνει ταινία. Η ταινία είναι κωμωδία. Βλέποντάς την όμως σίγουρα θα στεναχωρηθείς με τη σκέψη ότι η σημερινή Ελλάδα μοιάζει με το Τσέλτενχαμ του '70, για να μην πω ότι υστερεί κιόλας.
ΥΓ. Αναφέρομαι στον αθλητικό προσανατολισμό, που είναι ένα μεγάλο πρόβλημα του αθλητισμού στην Ελλάδα. Τι να πω όμως για την έλλειψη του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού, μια από τις βασικότερες εξηγήσεις για τους δεκάδες χιλιάδες εφήβους που χαραμίζονται επειδή δεν βρίσκουν στόχο για να εμπνευστούν και να παρακινηθούν;
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.