Η κοινωνική βάση της γερμανικής Αναγέννησης
Δεν χρειαζόταν να κατακτήσει η Γερμανία το Κύπελλο Συνομοσπονδιών για να κατανοήσει κανείς το επίπεδο που υπάρχει πλέον σε όλα τα κλιμάκια των εθνικών της ομάδων. Για την ακρίβεια, η κατάκτηση του Euro U-21 από την ομάδα του Κουντς απέναντι στην πανίσχυρη Ισπανία σημειολογικά έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο.
Έχουν γραφτεί πολλά για τον τρόπο που η Γερμανία κατάφερε να αναγεννήσει το ποδόσφαιρό της, να κάνει τους συλλόγους συμμάχους της εθνικής, να θέσει τις προϋποθέσεις αδειοδότησης που υποχρέωσαν όλες τις ομάδες να δημιουργήσουν σύγχρονα προπονητικά κέντρα και ακαδημίες, να επενδύσει δεκάδες εκατομμύρια κάθε χρόνο σε υποδομές και ταλέντα. Παράλληλα, να θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμα Extended Talent Promotion Programme, διάδοχο του Talent Promotion Programme, το οποίο έκανε τον Γιοργκ Ντάνιελ, επικεφαλής του πρότζεκτ, να δηλώνει πως: «Αν το ταλέντο του αιώνα τύχει να γεννηθεί σε ένα μικρό χωριό πίσω από τα βουνά, θα τον βρούμε». Ο Μίροσλαβ Κλόζε έπαιζε ερασιτεχνικά μέχρι τα 21 του, χωρίς να τον έχει ανακαλύψει κανείς. Αυτό δεν έπρεπε να ξανασυμβεί. Οι ενέργειες της Γερμανικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και η νέα οργάνωση ολόκληρου του ποδοσφαιρικού οικοδομήματος έπαιξαν σίγουρα σημαντικό ρόλο. Ήταν όμως ο σημαντικότερος;
Ο Φρανκ Βόρμουτ, πρώην βοηθός του Λεβ στη Φενέρμπαχτσε ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε την εκπαίδευση των προπονητών στη χώρα, έχοντας την ευθύνη και της ομάδας Κ-20. Πριν από τέσσερα χρόνια ο Ούλι Χέσε, για τις ανάγκες μια εκτενούς έρευνας που δημοσιεύτηκε στο εξαιρετικό περιοδικό Blizzard, τον ρώτησε ποιος ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την αναγέννηση του γερμανικού ποδοσφαίρου. «Η κοινωνική αλλαγή», απάντησε εκείνος. Και τον παρέπεμψε να ρίξει μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία της Ντόρτμουντ, αφού ο βίος της μοιάζει παράλληλος με την εθνική ποδοσφαίρου. Μια ομάδα που βρέθηκε από την κορυφή της Ευρώπης ένα βήμα από τη χρεοκοπία, αρνούμενη την αλλαγή. Που επένδυσε εκατομμύρια στην τεχνολογία, αλλά πριν αρνιόταν πεισματικά να δημιουργήσει νέο προπονητικό κέντρο και χρειάστηκε τελεσίγραφο από την Ομοσπονδία, που θα της έκοβε την άδεια, ώστε τελευταία και καταϊδρωμένη να φτιάξει το δικό της στρατηγείο, εκεί που βρισκόταν μια παλιά αγγλική στρατιωτική βάση. Επικαλέστηκαν ακόμα και φόβο για θαμμένες νάρκες, προκειμένου να αναβάλουν την κατασκευή του!
Η Μπορούσια προτιμούσε να δαπανά τα χρήματά της σε πολυδιαφημισμένες μεταγραφές και όχι σε υποδομές. Δεν έβρισκε το λόγο. Μέχρι που έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Τρία χρόνια μετά την εντολή της Ομοσπονδίας για υποχρεωτική ύπαρξη ακαδημίας και οκτώ μετά από εκείνην για μίνιμουμ συνθήκες προπονητικού κέντρου, αποφάσισε να συμβιβαστεί. Ο Ματίας Ζάμερ αργότερα θα αποκάλυπτε ότι ο χώρος προπόνησης ήταν τόσο ανεπαρκής, που δεν μπορούσαν να δουλέψουν σωστά τα κόρνερ. Ο Έντουιν Μπόεκαμπ, ο οποίος δούλευε στα τμήματα υποδομής της Ντόρτμουντ, θυμάται κρύο νερό στα ντους, γήπεδα να κλείνουν το χειμώνα και προπονήσεις αναγκαστικά με αυτοσχεδιασμό. Τι συμβαίνει τώρα; «Αυτά τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο μέσα στις ομάδες τους, κάνουν πάνω από 30 ώρες μαθήματα την εβδομάδα. Νομίζω ότι αυτό είναι τ σημείο όπου η Γερμανία πέτυχε μια τεράστια νίκη σε σχέση με τις άλλες χώρες. Ξέρουμε ότι τα περισσότερα παιδιά δεν θα καταλήξουν να παίξουν επαγγελματικά και πρέπει να τα αναθρέψουμε και να τα προετοιμάσουμε για τον πραγματικό κόσμο εκτός ποδοσφαίρου», τονίζει ένας νυν προπονητής σε μικρές ηλικίες.
Ο Βόρμουτ σημείωσε και κάτι ακόμα, σχετικό με τα παιδιά. Μέχρι και τη δεκαετία του '80, το ποδόσφαιρο ήταν βασικός προορισμός για κάθε παιδί που είχε ροπή προς τον αθλητισμό. Από τις αρχές των 90ς όμως και κυρίως χάρη στην έκρηξη του τένις με τις επιτυχίες των Μπόρις Μπέκερ και Στέφι Γκραφ, αυτό έπαψε πια να είναι αυτονόητο. Σε συνδυασμό με την επικρατούσα τότε γερμανική αντίληψη που ήθελε τους ποδοσφαιριστές πρωτίστως μηχανές και επικέντρωνε τις προπονήσεις στα παιδιά σε ατελείωτο τρέξιμο και ασκήσεις φυσικής κατάστασης, έκανε άλλα αθλήματα περισσότερο ελκυστικά. Το ποδόσφαιρο έπρεπε να γίνει ξανά «μόδα», ελκυστικό και δημιουργικό, να σπάσει την ψύχρα. Έπρεπε να αλλάξει η αντίληψη από τη βάση προς τα πάνω, όπου η Ομοσπονδία βρέθηκε με μια γερασμένη εθνική, χωρίς ιδιαίτερες ελπίδες και σε αντίθεση με τους συλλόγους, δεν μπορούσε να αγοράσει ποδοσφαιριστές.
Υπάρχει μια ακόμα πολιτισμική διάσταση, την οποία σημειώνει ο Χέσε στην έρευνά του. Στο Μουντιάλ του 2002 η Τουρκία κατέκτησε την τρίτη θέση, έχοντας σε πρωταγωνιστικό ρόλο τρεις παίκτες γεννημένους στην Γερμανία. Τον Μπαστούρκ, τον Ουμίτ Νταβαλά και τον Ιλχάν Μανσίζ. Πλέον, οι μετανάστες τρίτης και τέταρτης γενιάς έχουν ενταχθεί απόλυτα στο ποδοσφαιρικό σύστημα της νέας τους χώρας και είναι κάτι που κάνουν επιλογή. «Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που εξηγούν γιατί οι Γερμανο-Τούρκοι ποδοσφαιριστές αποφασίζουν να εκπροσωπήσουν την Γερμανία. Ένας σημαντικός είναι ότι τους παρέχεται καλύτερες σχολικές παροχές αν γίνουν διεθνείς με τις μικρές ομάδες της Γερμανίας. Φυσικά και η DFB έχει καταβάλει πολλές προσπάθειες για να γίνει πιο ελκυστική. Είναι και το ότι πλέον νιώθουν περισσότερο Γερμανοί παρά Τούρκοι», έλεγε ο Μπαστούρκ.
Πέραν των χρημάτων, των εγκαταστάσεων, της συμμαχίας των ομάδων με την Ομοσπονδία και των κανόνων αδειοδότησης που λάξευσε τα συστήματα υποδομής των συλλόγων, η «επανάσταση» χρειαζόταν αλλαγή στη νοοτροπία και ως προς το ποδόσφαιρο αυτό καθευαυτό. Όταν ο Μπγιορν Άντερσον εντάχθηκε στα τμήματα υποδομής της Μπάγερν το 1995 άκουγε τους πάντες να του λένε ότι οι Γερμανοί δεν μπορούν να παίξουν 4-4-2, γιατί απλά δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα χωρίς λίμπερο.
«Δεν κατάλαβα ποτέ τα δυνατά σημεία της τετράδας σε ευθεία στην άμυνα, μέχρι να γίνω βοηθός του Γιοακίμ Λεβ στη Φενέρμπαχτσε το 1998», παραδεχόταν με ειλικρίνεια ο Βόρμουτ προσθέτοντας: «Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν νέοι, προοδευτικοί και σύγχρονοι προπονητές στη Γερμανία στη δεκαετία του '90. Πολλοί προπονητές σε ερασιτεχνικό επίπεδο είχαν πραγματικά καλές ιδέες. Και μπορούσες να καταλάβεις επίσης την κοινωνική αλλαγή, στην οποία αναφέρθηκα νωρίτερα. Παλιότερα, οι παίκτες έκαναν μόνο ό,τι τους έλεγαν. Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας έρχονταν και ρωτούσαν γιατί κάνουμε αυτό έτσι και το άλλο αλλιώς, γιατί παίζουμε με αυτόν τον τρόπο και όχι με τον άλλον. Ήθελαν πληροφορίες. Αναζητούσαν γνώση».
Το 1998, ο Ραλφ Ράνγκνικ βγήκε σε τηλεοπτικό σόου προσπαθώντας να εξηγήσει το πως μια διάταξη με τετράδα στην άμυνα, μπορεί να ευνοήσει το εντατικό πρέσινγκ που ήθελε να παίζουν οι ομάδες του, μαρκάροντας χώρο αντί για παίκτες. Μίλησε για το ρόλο του σύγχρονου αμυντικού χαφ και τον τρόπο που ολόκληρη η 11άδα κινείται σαν να είναι ένα προς την κατεύθυνση της μπάλας. Η διάλεξή του σχολιάστηκε τις επόμενες μέρες, σύμφωνα με τον Χέσε, περιπαιχτικά από τα ΜΜΕ και αρκετούς ανθρώπους του ποδοσφαίρου. Του έβγαλαν το ειρωνικό παρατσούκλι καθηγητής. Λίγα χρόνια μετά ο άνθρωπος αυτός θα εκτόξευε την Χόφενχαϊμ και θα βρισκόταν πίσω από την (προφανώς μόνο ποδοσφαιρικά μιλώντας) έκρηξη της RB Λειψίας.
Υπήρχαν και υψηλότερα προπονητές με σύγχρονο τρόπο σκέψης, όπως ο Φίνκε στη Φράιμπουργκ και ο Φρανκ, τεχνικός του Κλοπ στη Μάιντς. Ήταν όμως μειοψηφία, δεν έβγαιναν μπροστά γιατί θα γνώριζαν και εκείνοι τον χλευασμό. Επίσης δεν τους εμπιστεύονταν στην top κατηγορία. Το σινιάλο για αλλαγή δόθηκε μετά την πρόσληψη του Κλίνσμαν στην Εθνική. Στο δεύτερo παιχνίδι του στον πάγκο της ομάδας, πέταξε το λίμπερο και παρέταξε μια 11άδα με μέσο όρο ηλικίας τα 22 απέναντι στη Βραζιλία. Το ματς ήρθε 1-1. Η τάση συνεχίστηκε και μετά την επιτυχία του 2006. Ακολούθησε τον ίδιο δρόμο και ο διάδοχός του, ο Λεβ. Σε όλα τα στρώματα κατάλαβαν πλέον ότι η αλλαγή, εκτός από επιβεβλημένη, ήταν και όμορφη. Παρήγαγε ωραίο ποδόσφαιρο, έβγαζε φρεσκάδα και προοπτική. Κατανόησαν ότι η εκμετάλλευση νεαρότερων σε ηλικία και αντιλήψεις ατόμων σε όλες τις θέσεις δεν ήταν ρίσκο, αλλά το μέλλον. Ήταν κάτι που το ζητούσε και ο κόσμος τόσο από την εθνική του, όσο και από τις ομάδες του. Άπαντες άρχισαν να εισάγουν στοιχεία, να δέχονται τακτικούς νεοτερισμούς που επέτρεψαν την επιστροφή σε σχήματα με τρεις αμυντικούς, να βάζουν όλο και περισσότερο την τεχνολογία. Πλέον, οι σχολές των προπονητών είναι απόλυτα προσιτές και ένα στοιχείο της UEFA δείχνει τη διάδοσή τους: Οι τεχνικοί με δίπλωμα UEFA B στη Γερμανία είναι 28.400. Στην Αγγλία 1759.
Η κοινωνία του ποδοσφαίρου αγκάλιασε τα παιδιά μεταναστών. Έμαθε να προσφέρει κίνητρα και σωστή δουλειά στα πιτσιρίκια από τα πρώτες τους δειλές ντρίμπλες με τη μπάλα. Έκανε την προπόνησή τους ευκολότερη και πολυδιάστατη, δημιούργησε πρότυπα νεαρών παικτών και προπονητών, έμαθε να μην κοροϊδεύει εκείνους που μιλάνε διαφορετικά από ό,τι έχουν μάθει οι ίδιοι, όπως έκανε με τον Ράνγκνικ. Και παράλληλα, δεν σταμάτησε ποτέ να έχει τον κόσμο στο επίκεντρο. Δεν έγινε το παιχνίδι των πλουσίων, που για ένα εισιτήριο διαρκείας έπρεπε να μαζεύουν χρήματα για ένα χρόνο, ούτε των υπερφίαλων μεγιστάνων που ήθελαν μια ομάδα για να παίζουν. Διατήρησε το χαρακτήρα του, αλλάζοντας τη συνολική προσέγγιση και διατηρώντας την επιμονή για δουλειά και τη μεθοδικότητα. Οι υποδομές και το σκάουτινγκ αλλάζουν ευκολότερα από τη νοοτροπία...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.