«Le God»: Ο χοντρός Θεός της μπάλας!
Το Σαουθάμπτον, όπως οι περισσότερες αγγλικές πόλεις, έχει γκρι χρώμα, αν και μπορεί να υπερηφανεύεται πως παραμένει σχετικά πιο φωτεινό από τον θαμπό Βορρά. Οι κάτοικοι του φημίζονται για την επαφή τους με τη θρησκεία και γι' αυτό έχουν λάβει και το παρατσούκλι οι Αγιοι, κάτι που συντροφεύει και την ποδοσφαιρική ομάδα τους. Καθώς κάποιος μπαίνει στην πόλη, σε κάθε είσοδο της συναντά τεράστιες επιγραφές με το εξής μήνυμα: «Καλώς ήρθατε στο Σαουθάμπτον. Βρίσκεστε στην πόλη του Θεού».
Μόνο που για πολλούς σε αυτό το νότιο τμήμα του Νησιού υπάρχει μία ιδιαιτερότητα. Για τους λάτρεις του ποδοσφαίρου, ο ένας και μοναδικός δικός τους Θεός έχει ονοματεπώνυμο: είναι ο Μάθιου Λε Τισιέ! Ο δικός τους Ματ είναι ό,τι πιο όμορφο, πιο συναρπαστικό έχουν δει ποτέ να χαϊδεύει το τόπι. Πρόκειται για τον «Μεσσία», εκείνον που έκανε το παλιό «Σεντ Μέρις» να γεμίζει μόνο και μόνο για χάρη του. Εκείνον που απαρνήθηκε τους πάντες και τα πάντα απλά και μόνο για να μπορεί να φορά τη φανέλα των Αγίων. Εκείνον που έκανε και και τους λιγοστούς άπιστους της πόλης να πιστέψουν ότι... Θεός υπάρχει. Και έτσι τον ονόμασαν «Le God».
Ο ίδιος λάτρεψε το μέρος, δίχως να έχει καν γεννηθεί εκεί. Με γαλλικές ρίζες (όπως μαρτυρά και και το επίθετο του) μεγάλωσε στο μικρό νησάκι του Γκέρνσεϊ στο Κανάλι της Μάγχης και μετακόμισε στο Σαουθάμπτον το 1986 σε ηλικία 18 ετών. Αν και ως πιτσιρικάς έκανε μαγικά με τη μπάλα, προκαλούσε και τον χλευασμό, καθότι είχε αρκετά παραπανίσια κιλά. Αυτά θα τον συνόδευαν σε όλη του την καριέρα. «Κάθε φορά που με φώναζαν “Le God” πραγματικά δεν ήξερα τι να απαντήσω. Φαντάζεστε ο Θεός να ακολουθούσε την δική μου διατροφή; Αυτή αποτελούνταν αποκλειστικά από μπύρα και χάμπουργκερ. Πολλές φορές πριν από κάποιο ματς έπινα τόσες πολλές μπύρες που δεν μπορούσα να κουνήσω τον κώλο μου. Και όταν ξεκινούσε το ματς όλο κατουριόμουν και νόμιζα ότι θα τα κάνω πάνω μου», αποκάλυψε στην αυτοβιογραφία του.
Βασικά το ρήμα “αποκάλυψε” είναι μάλλον παράταιρο, μιας και άπαντες γνώριζαν τις συνήθειες του. Και όμως δεν ενοχλούνταν, από τη στιγμή που έμπαινε στο γήπεδο και τρέλαινε φίλους και αντιπάλους με τα απίθανα που έκανε. Μεσοεπιθετικός με οργιώδη φαντασία, μπορούσε να κρατήσει τη μπάλα όπως και όσο ήθελε χωρίς να του την παίρνουν. Μοίραζε 40άρες με χειρουργική ακρίβεια και οργάνωνε μαεστρικά. Οταν δε ήταν να σκοράρει, το έκανε με τρελούς τρόπους. Το αγαπημένο του ήταν οι λόμπες και το να σημαδεύει τα παραθυράκια. Το να βάζει απλά γκολ του φαινόταν βαρετό. Ωστόσο, το κορυφαίο που έκανε ήταν άλλο. Αν και σε κάθε αγώνα ήταν πάντα ο πιο βαρύς και αργός παίκτης στο χορτάρι, μπορούσε να προσπεράσει με τη μπάλα 2-3-4-5 αντιπάλους μόνο και μόνο με τις μυθικές προσποιήσεις του.
Κάπως έτσι τον ύμνησαν πολλοί ξακουστοί παίκτες ανά τον κόσμο. «Για μένα ήταν φαινόμενο. Θυμάμαι που τον έβλεπα και τρελαινόμουν», έχει πει χαρακτηριστικά ο Τσάβι, με τον Λε Τισιέ να απαντάει σε αυτό πάντοτε με χιούμορ: «Οταν έμαθα ότι ήμουν ίνδαλμα του Τσάβι, έφτιαξα ένα μπλουζάκι που έγραφε “ο Τσάβι με θαυμάζει”. Το φορούσα και καμάρωνα». Φυσικά τον γούσταραν και οι αντίπαλοι προπονητές. Στα 16 χρόνια που διήρκεσε η καριέρα του (1986-'02), τον προσέγγισαν πολλές σπουδαίες ομάδες. Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Λίβερπουλ, Τσέλσι, Νότιγχαμ Φόρεστ, Αρσεναλ, Τότεναμ, Ατλέτικο Μαδρίτης, Γιουβέντους, Μίλαν και Λάτσιο ασχολήθηκαν κάποια στιγμή με την περίπτωση του, μα πιο κοντά απ' όλες βρέθηκε η πρώτη.
Το καλοκαίρι του 1992 ο Αλεξ Φέργκιουσον αναζητούσε το καινούργιο του Νο7. Πήρε το αυτοκίνητο, κατέβηκε στο Νότο και μίλησε προσωπικά με τον Λε Τισιέ. Σχεδόν τον είχε πείσει και αποχώρησε με αυτή την εντύπωση. Την επόμενη του τηλεφώνησε για να του πει ΟΧΙ, επειδή το μόνο που γούσταρε πραγματικά ήταν το να παίζει για τη Σαουθάμπτον. «Ηταν εύκολο για μένα να πάω στη Γιουνάιτεντ ή τη Λίβερπουλ. Θα νικούσα συνεχώς και θα έπαιρνα τίτλους. Εμένα όμως ποτέ δεν με ιντρίγκαρε κάτι τέτοιο. Ανέκαθεν προτιμούσα να να βρίσκομαι στην άκρη της αβύσσου, να παίζω με την πίεση και το άγχος της επιβίωσης, της σωτηρίας. Το να αγωνίζεσαι στις μεγαλύτερες ομάδες είναι αναμφίβολα κάτι πολύ σημαντικό. Δεν συγκρίνεται όμως με το να φοράς τη φανέλα της Σαουθάμπτον, να παίζεις εναντίον τους και να τις νικάς. Και εγώ αποφάσισα να αφιερωθώ σε αυτή την ικανοποίηση», εξήγησε μία φορά κι έναν καιρό ο ίδιος.
Βέβαια δεν του βγήκε άσχημα εδώ που τα λέμε εκείνο το ΟΧΙ του Φέργκιουσον, μια και μετά από αυτό στράφηκε προς τον Ερικ Καντονά, με την ιστορία να γράφεται υπέροχα για τη Γιουνάιτεντ από τα μαγικά πόδια του Γάλλου. Οσο για τον Λε Τισιέ ο θρυλικός πλέον κόουτς της Γιουνάιτεντ δεν κράτησε κακία, αλλά είχε μία κολακεία να πει: «Μπορούσε να πάρει μόνος του ένα ματς εάν και εφόσον είχε όρεξη. Μόλις του ερχόταν, διέλυε κάθε πλάνο, κάθε άμυνα. Ηταν τρομερός». Αυτό ακριβώς όμως ήταν το θέμα με τον Ματ: το πότε είχε όρεξη και το πότε έπινε μπύρες και βαριόταν. Εάν είχε υπάρξει αθλητικός και έκανε καλή ζωή, στην Αγγλία θα ψάχνανε τον δεύτερο καλύτερο τους.
Ο Λε Τισιέ υπήρξε ένα καθαρόαιμο, εκπληκτικό, αυθεντικό ταλέντο. Ακόμα και με αυτά τα χτυπητά ελαττώματα του, ξεχώρισε σε ένα τόσο γρήγορο πρωτάθλημα όπως η Premier League. Πάνω απ' όλα όμως λατρεύτηκε για την πίστη του: «Μπορείς ν' αλλάξεις γυναίκα, δουλειά, κατηγορία, σπίτι, ήρωες, ακόμα και μεταμόσχευση καρδιάς μπορείς να κάνεις. Εκείνο όμως που δεν γίνεται ποτέ ν' απαρνηθείς, είναι η φανέλα της αγαπημένης σου ομάδας». Αυτή την σπάνια ποδοσφαιρική πίστη που απαρνήθηκε το χρήμα και τη δόξα λοιπόν ήταν που εκείνος μετέφερε και τελικά την εισέπραττε στο πολλαπλάσιο σε αυτή την θρησκευτική πόλη του Νότου. Και κάπως έτσι έγινε ο δικός τους «Le God» και που όσα χρόνια και να περάσουν, δεν θα λησμονηθεί ποτέ ως ένας... ξεχασμένος ποδοσφαιρικός Θεός!
Follow me: @jorgekaraman
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.