Ο «κακός» του ελληνικού σινεμά, Σπύρος Καλογήρου, σάλταρε στην κατοχή και έκλεβε τους Γερμανούς (pics)
Το γέλιο του, το μούτρο του, οι ρόλοι του… Όλα συνετέλεσαν στο να τον φοβούνται τα παιδιά της γειτονιάς του εκεί στη Κυψέλη. Ο ίδιος όμως, την ίδια ώρα έγραψε στίχους ρομαντικούς στην επί 50 χρόνια γυναίκα του Ευαγγελία Σαμιωτάκη… Ο λόγος, για τον Σπύρου Καλογήρου, ο οποίος σαν σήμερα, το 2009 έφυγε από τη ζωή.
Γνωστή μούρη του κινηματογράφου και του θεάτρου, είχε πάντα κομβικούς ρόλους, συνήθως του κακού και του… αντιπαθητικού, αλλά αναμφισβήτητα ήταν μεγάλη και αναγνωρίσιμη μορφή, παίζοντας σε πάνω από 80 ταινίες. Και να φανταστεί κανείς πως τον ήταν από… το χέρι για να γίνει καλλιτέχνης και δη ηθοποιός. Κυριολεκτικά.
Ήταν ο σκηνοθέτης του ραδιοφωνικού σταθμού των Ενόπλων Δυνάμεων, ο οποίος κάτι διέκρινε στη φωνή του. Όταν άκουσε «άσε με ήσυχο. Έχω τη δουλειά μου, βγάζω το μεροκάματό μου», εννοώντας τη δουλειά στο φωτογραφείο που διατηρούσε με τον αδελφό του, ο σκηνοθέτης τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στη σχολή του Ελληνικού Ωδείου.
Έχει παίξει σε ταινίες που έχουν γράψει ιστορία, με τους κορυφαίους ηθοποιούς που έχουν περάσει ποτέ από την Ελλάδα. Γούσταρε όμως και την διήγηση… Όπως αυτή στην Αντίπαρο το 1960, στο διάλειμμα των γυρισμάτων της ταινίας «Μανταλένα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Ο Θανάσης Βέγγος μίλησε για την εξορία στην Μακρόνησο, ο Καλογήρου για την Κατοχή και ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος τον κατέγραφε…
«Στην κατοχή έπρεπε να τα πουλάς και να τα αγοράζεις όλα. Να τον ξεγελάσεις, να τον κλέψεις, να τον φέρεις βόλτα τον Γερμανό» έλεγε ο Καλογήρου στους συνδαιτυμόνες του, που υποστήριζε ότι στην κατοχή υπήρξε σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων, ένα τσογλανάκι στα 13, 14 του χρόνια.
«Αυτό πέρναγε ρε, εκείνη την εποχή. Μπορούσες, το ’λεγε η καρδιά σου να τον δουλέψεις, να τον ξεγελάσεις, να τον κλέψεις, να τον φέρεις βόλτα τον Γερμανό; Ε, αυτό ήταν. Ήσουν αντιστασιακός» έλεγε.
Ο Βέγγος τον ρώτησε με έκπληξη: «Και δε σε πιάσανε ρε ποτέ;» και ο Καλογήρου του απάντησε: «Και τι ήμουνα εγώ ρε, να κάτσω να με πιάσουνε; Κότα; Εγώ ήμουνα αητός, μωρέ, γεράκι ήμουνα».
Που ξεκίνησε η φαντασία και σταμάτησε η αλήθεια, ποτέ κανείς δεν έμαθε…