Η ιστορία της Λίζα ΜακΒέι που άντεξε 26 ώρες στα χέρια του βιαστή της και έγινε ταινία στο Netflix (vids)
Στις 3 Νοεμβρίου 1984 η Λίζα ΜακΒέι, μια 17χρονη από την Τάμπα της Φλόρινα έπεσε θύμα απαγωγής. Δράστης ήταν ο Μπόμπι Τζο Λονγκ, ο οποίος στη συνέχεια αποδείχθηκε ο κατά συρροήν δολοφόνος, που αναζητούσε η αστυνομία για δέκα φόνους γυναικών μέσα σε οκτώ μήνες.
Η Λίζα έμεινε 26 ώρες στα χέρια του απαγωγέα της, ο οποίος όλο αυτό το διάστημα την βίαζε ξανά και ξανά. Η ψυχή της ήταν ήδη ταλαιπωρημένη καθώς μεγάλωσε με την μητέρα της που ήταν εθισμένη στα ναρκωτικά και στα 14 αναγκάστηκε να μείνει με τη γιαγιά της στη Φλόριντα.
Κι εκεί όμως την περίμενε μια νέα κόλαση, με τον σύντροφο της γιαγιάς της να την κακοποιεί τόσο συναισθηματικά όσο και σωματικά. Μάλιστα, με όλη αυτή την κατάσταση που βίωνε, έφτασε ένα βήμα πριν την αυτοκτονία.
Δεν πρόλαβε όμως, καθώς μια μέρα που επέστρεφε από την δουλειά της με το ποδήλατο, έπεσε πάνω στον Λονγκ, ο οποίος υπό την απειλή όπλου την έβαλε στο αυτοκίνητό του. Και εκεί ξεκίνησε μια νέα κόλαση για την 17χρονη.
«Με κρατούσε 26 ώρες υπό την απειλή όπλου. Με βίαζε ξανά και ξανά. Έχασα το μέτρημα» έχει εξομολογηθεί συγκλονίζοντας. Φοβόταν πολύ ότι θα τη σκότωνε, ωστόσο, «ενώ σκεφτόμουν να βάλω εγώ τέλος στη ζωή μου, αποφάσισα ότι θα παλέψω για αυτή».
Όπως παραδέχτηκε, τα βιώματα κακοποίησης που είχε υποστεί από το οικογενειακό της περιβάλλον την βοήθησαν να αντέξει τα βασανιστήρια και να παραμείνει ψύχραιμη. Ρώτησε τον βιαστή της γιατί της το έκανε αυτό. Εκείνος της είπε ότι θέλει να «εκδικηθεί όλες τις γυναίκες» λόγω του διαζυγίου του. Εκείνη, ήρεμη, του απάντησε πως «είναι ατυχία το πώς γνωριστήκαμε, αλλά μπορώ να γίνω η σύντροφός σου. Μπορώ να σε φροντίζω και δεν θα μάθει κανείς τίποτα».
«Του μιλούσα ήρεμα, σαν να ήταν 4χρονο παιδί. Και έπιασε», είπε. Ο δράστης, σύμφωνα με όσα έχει διηγηθεί η Μακβέι, άλλαζε διάθεση από λεπτό σε λεπτό, καθώς εκεί που της φερόταν πιο «τρυφερά», κάνοντάς την μπάνιο και αγγίζοντάς την, ξαφνικά «γινόταν ξανά αυτό το επιθετικό τέρας».
Η 17χρονη προσπαθούσε να παρατηρεί τα πάντα συγκεντρώνοντας συνεχώς αποδείξεις ακόμη και με κλειστά μάτια, μετρώντας τα βήματα στο διαμέρισμά του. «Μία φορά έβαλε τα χέρια μου στο πρόσωπό του. Ουλές, ένα μικρό μουστάκι, μικρά αυτιά, κοντά μαλλιά, περιποιημένος, εύσωμος, αλλά όχι υπέρβαρος. Ένα μεγαλόσωμο παιδί», είχε περιγράψει στις Αρχές.
Έπειτα από 26 ώρες κατάφερε να τον πείσει να την αφήσει, λέγοντάς του ότι έπρεπε να φροντίσει τον άρρωστο πατέρα της, διότι αν δεν το έκανε θα πέθαινε. Ο Λόνγκ συμφώνησε να την αφήσει ελεύθερη και την πήγε σε ένα απομακρυσμένο σημείο κοντά σε αυτό που την είχε αρπάξει. Της είπε να μείνει με δεμένα μάτια και να βγάλει το πανί πέντε λεπτά μετά. Εκείνη κατάφερε να δει το μοντέλο του αυτοκινήτου του. Επίσης, στη διαδρομή ο Λογνκ είχε σταματήσει σε ΑΤΜ και εκείνη κατάφερε να σημειώσει τα ονόματα ενός κοντινού ξενοδοχείου και ενός καταστήματος. Με το που την άφησε ελεύθερη και έφυγε, η νεαρή πήγε στο αστυνομικό τμήμα και τους διηγήθηκε τα πάντα.
Τα στοιχεία της Λίζα βοήθησαν τις Αρχές να εντοπίσουν και να συλλάβουν τον 31χρονο δράστη, ο οποίος θεωρείται ότι είχε βιάσει πάνω από 50 γυναίκες πριν αρχίσει να τις δολοφονεί. Ο Λονγκ ομολόγησε δέκα δολοφονίες και καταδικάστηκε σε 99 έτη φυλάκισης και σε δύο θανατικές ποινές. Εκτελέστηκε το 2019 και εκεί βρισκόταν και η Λίζα. Σήμερα η Λίζα είναι 54 ετών και έχει γίνει αστυνομικός. «Είμαι ζωντανή και μαχήτρια. Δεν είμαι θύμα» λέει χαρακτηριστικά.
Πρόσφατα η ιστορία της έγινε ταινία με τον τίτλο «Believe Me: The Abduction of Lisa McVey» και είναι διαθέσιμη στο Neflix.