Συγκλονίζει ο πατέρας της Καρολάιν: «Θα τίναζα το κεφάλι του Μπάμπη στον αέρα αν ήξερα τότε ότι ήταν ο δολοφόνος της κόρης μου»
Ο Ντέιβιντ Κράουτς, πατέρας της δολοφονημένης Καρολάιν από τον καθ' ομολογίαν δολοφόνο σύζυγό της, Μπάμπη Αναγνωστόπουλο στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά, μίλησε στη Daily Mail για τα όσα βιώνει από τη μέρα του άγριου εγκλήματος.
Ο πατέρας της Καρολάιν μίλησε για τα παιδικά χρόνια της κόρης του, τη γνωριμία με τον 33χρονο πιλότο, το σοκ από τη φρικτή δολοφονία της και το μεγάλωμα της μικρής Λυδίας.
Για την καθημερινότητα με τη μικρή Λυδία: «Η παρηγοριά που μας προσφέρει η παρουσία της Λυδίας στο σπίτι, είναι ένας παράγοντας μετριασμού σε όλη αυτή την τραγική υπόθεση. Όμως, δεν είμαι νέος και όλοι μας είμαστε θνητοί. Έχω μια βαθιά ανησυχία ότι μπορεί να μην μπορώ να φροντίσω τη Λυδία εκείνα τα χρόνια που θα χρειαστεί τη μεγαλύτερη υποστήριξη. Ο μοναδικός μου στόχος τώρα, είναι να δώσω την καλύτερη ζωή στο παιδί της υπέροχης κόρης μου».
Για το πως διαχειρίζονται τη θλίψη τους αυτός και η σύζυγός του Σούζαν: «Για τη Σούζαν, οι σκέψεις για τη δολοφονία της Καρολάιν είναι πολύ επώδυνες. Σε αντίθεση με εμένα, φαίνεται να έχει κλείσει το μυαλό της σε όλα και τώρα επικεντρώνεται πλήρως στην ανατροφή της Λυδίας. Δεν διαβάζει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ούτε ακούει τις ειδήσεις. Τα έχει αποκλείσει όλα».
Για τους γονείς του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου: «Έχουμε καλή σχέση με τους γονείς του Μπάμπη, ιδιαίτερα με τη μητέρα του. Τηλεφωνεί σχεδόν κάθε μέρα και ρωτάει για τη Λυδία και, φυσικά, είναι αρκετά ελεύθερη να την επισκεφθεί όποτε το επιλέξει. Ωστόσο, την γνωρίζουν στο νησί και τα συναισθήματα όλων είναι ακόμη έντονα και ανάμεικτα. Δεν φταίει, αλλά φαίνεται να κουβαλά τις αμαρτίες του γιου της».
Για τη στιγμή που έμαθαν ότι δολοφονήθηκε η Καρολάιν: «Είχαμε μόλις τελειώσει το πρωινό μας, όταν άρχισαν να μας χτυπούν τη δυνατά τη μπροστινή πόρτα του σπιτιού. Πολλοί από τους Έλληνες φίλους μας είχαν έρθει και ήταν πολύ λυπημένοι. Στην αρχή ήταν δύσκολο να καταλάβουμε τι μας έλεγαν, αλλά τελικά τα κατανοήσαμε. Ήταν σαν ένα παγωμένο χέρι να είχε φτάσει στο στήθος μου και να άρπαξε ην καρδιά μου. Έκτοτε ήμουν σχεδόν παράλυτος. Η Σούζαν κανόνισε αμέσως να πάει στην Αθήνα και εγώ έμεινα εδώ με τον αδερφό της. Θυμάμαι ακόμη έναν τεράστιο άντρα να κάθεται απέναντί μου, να τρέχουν δάκρυα από το πρόσωπό του και να λέει "Μπάσταρδοι, μπάσταρδοι". Τότε νομίζαμε πως η Καρολάιν δολοφονήθηκε από ληστές.
Δεν θέλω να υποθέσω τι κίνητρο είχε, αυτό πρέπει να καθορίσει η αστυνομία. Θέλω μόνο δικαιοσύνη για την όμορφη κόρη μου που σκοτώθηκε με μια δειλή πράξη. Ο Μπάμπης ήξερε ότι δεν μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Ήταν νεαρή, δυνατή και είχε γνώσεις kickbox, οπότε αποφάσισε να βγάλει την κάρτα μνήμης από το εσωτερικό σύστημα CCTV και να την πνίξει στον ύπνο της. Φαντάζομαι ότι θα έχει πολλές στιγμές να εξηγήσει πώς την σκότωσε στους άλλους δολοφόνους με τους οποίους κρατείται στις φυλακές Κορυδαλλού, που φημολογείται ότι είναι από τις χειρότερες φυλακές στην Ευρώπη».
Για τα παιδιά χρόνια της Καρολάιν: «Έμαθε να κολυμπάει σε ηλικία τριών ετών στο Αιγαίο και προκρίθηκε ως δύτης. Έτρεχε σαν τον άνεμο, έλαβε μέρος σε αγώνες δρόμου 10 χιλιομέτρων και ξεπέρασε τα περισσότερα αγόρια. Ήταν άφοβη, τολμηρή, ασταμάτητη. Γνώριζε άπταιστα ελληνικά, γαλλικά και τη γλώσσα της μαμάς της. Μιλούσε, επίσης, τέλεια αγγλικά. Αν και ήμουν 58 χρονών όταν γεννήθηκε, δεν ένιωσα ποτέ αυτή την ηλικία. Πάντα ένιωθα ότι ήμουν στα 40 μου».
Για την γνωριμία με τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο: «Τον περισσότερο χρόνο της τον περνούσε στο διάβασμα για τις Πανελλήνιες. Ήταν έκπληξη όταν είπε πως ήθελε να πάει διακοπές στην Πορτογαλία. Οι δυο τους παντρεύτηκαν με μια μικρή τελετή, χωρίς να μας το πει. Εντυπωσιάστηκα αρκετά, όπως και η Σούζαν με τον Μπάμπη. Φαινόταν ήσυχος, ντροπαλός και με αυτοπεποίθηση. Χαρακτηριστικά που απαντώνται συνήθως στους Έλληνες άντρες. Και παρόλο που ήταν 13 χρόνια μεγαλύτερος από την Κάρολαιν, δεν φαινόταν ιδιαίτερα η διαφορά τους».
Για τη συμπεριφορά του Μπάμπη μετά την δολοφονία: «Ο Μπάμπης δεν συνόδευσε το σώμα της Καρολάιν πίσω στην Αλόννησο για την κηδεία. Αντ' αυτού, ένας συνάδελφός του πιλότος τον έφερε στο νησί. Σπάνια έχω δει ένα τόσο θλιμμένο άτομο, όπως ήταν εκείνη την ημέρα. Στεκόταν στην εκκλησία κρατώντας τη Λυδία, ήταν μια εικόνα δυστυχίας. Παρά τον πόνο μου, ένιωσα συμπάθεια γι' αυτόν. Όταν του μίλησα αργότερα, ένιωσα ότι γι' αυτόν ήταν μια μεγάλη τραγωδία από την οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να ανακάμψει. Τι καλός ηθοποιός αποδείχθηκε.
Την επόμενη φορά που τον είδα βρισκόμασταν στο μνημόσυνο. Μου χάρισε μια τεράστια φωτογραφία της Καρολάιν από τον γάμο τους στην Πορτογαλία. Ήξερε ότι ήταν η αγαπημένη μου φωτογραφία. Ήταν ακόμα πολύ αναστατωμένος, τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό του όταν μιλούσε για την Κάρολαιν», δήλωσε για τη μέρα που οι αστυνομικοί τον μετέφεραν από την Αλόννησο στην Αθήνα.
Και συνέχισε: «Όταν βγήκαμε από το εκκλησάκι, περίμεναν δύο ξένοι. Η Σούζαν ξέσπασε σε κλάματα και ο Μπάμπης την αγκάλιασε για να την παρηγορήσει. Τότε ένας από τους ξένους βγήκε μπροστά και χτύπησε τον Μπάμπη στον ώμο, ήταν αστυνομικός. Πιστεύω ότι εκείνη τη στιγμή ο Μπάμπης συνειδητοποίησε ότι το παιχνίδι τελείωσε. Είχα δηλώσει πως θα του είχα τινάξει το κεφάλι στον αέρα και θα αναλάμβανα τις συνέπειες, αν ήξερα τότε ότι ήταν ο δολοφόνος της κόρης μου. Ακόμη αισθάνομαι το ίδιο. Είναι κάποιες φορές που καταλαβαίνεις αυτούς που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους».
Για το σπίτι και το συμβόλαιο: «Η Σούζαν πούλησε κάποια γη που είχε κληρονομήσει από τους γονείς της στις Φιλιππίνες και εγώ εκκαθάρισα ορισμένες επενδύσεις που κατείχα. Στο τέλος Ιανουαρίου, ο καθένας μας μετέφερε 30.000 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό της Καρολάιν στην Αθήνα. Το οικόπεδο αγοράστηκε και με μεγάλη μας έκπληξη μετά το θάνατο της Καρολάιν, διαπιστώσαμε ότι η γη είχε καταχωρηθεί μόνο στο όνομα του Μπάμπη. Προς το παρόν, κάνουμε νομικές ενέργειες ώστε να καταχωριστεί αυτή η γη στο όνομα της Λυδίας».
Για το μέλλον: «Τόσο η Σούζαν όσο και εγώ θα περάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας διασφαλίζοντας ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη και θα διασφαλίσουμε ότι η μικρή Λυδία θα έχει όλα τα πλεονεκτήματα που μπορούμε να της προσφέρουμε και ότι οι αναμνήσεις της μητέρας της θα ζουν για πάντα».