Ο Γιώργος Κωνσταντίνου δεν «τζόγαρε» στην κατοχή, αλλά εθίστηκε στην πραγματική ζωή!
- Το εξώγαμο
- Ο τορπιλισμός της Έλλης στην Τήνο
- Η σχιζοφρένεια της γιαγιάς
- Η «μπούκα» των Γερμανών στο σπίτι τους
- Σπούδασε ηλεκτρολόγος
- Ο εθισμός στον τζόγο
- Οι τοκογλύφοι
Μας πρόσφερε γέλιο άφθονο, ωραίες ατάκες και πολλοί από εμάς ίσως στο άκουσμά του να προσπαθούμε να εξηγήσουμε ακόμα το προφιτερόλ, να έχουμε στο μυαλό μας τον φοιτητάκο ή τον Αντωνάκη που πήρε τελικά το καπελάκι του και έφυγε. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου όμως- ο λόγος για τον οποίο φυσικά- δεν μεγάλωσε ούτε μέσα στα γέλια, ούτε στα γλυκά και τη θαλπωρή που πρόσφεραν οι ταινίες του.
Το εξώγαμο
Μια μέρα σαν τη σημερινή γεννήθηκε στην πλατεία Βάθης. Ναι, είχε «κακό» όνομα όπως και σήμερα: «Ανάμεσα σε καμιά εβδομηνταριά οίκους ανοχής και σε μια εκκλησία» είχε πει ο γιος του Τενόρου Μιχαήλ Κωνσταντίνου και της διάσημης ηθοποιού Νίτσας Φιλοσόφου. Δεν είχαν παντρευτεί όμως και αυτό ήταν το μεγάλο παράπονο της μάνας του: Ήταν εξώγαμο!
«Οι γονείς μου ήταν πρωταγωνιστές της οπερέτας. Στην Αλεξάνδρεια τους λάτρευε ο κόσμος, είχαν μεγάλη επιτυχία. Τον πατέρα μου δεν τον έζησα πολύ, εξαφανίστηκε, έφυγε! Ο πατέρας μου δεν είχε παντρευτεί την μητέρα μου και η μητέρα μου το έφερνε βαρέως ότι εγώ ήμουν ουσιαστικά ένα εξώγαμο παιδί. Όταν μεγαλώσαμε η μητέρα μου χρόνια μετά, ζήτησε να παντρευτούν. “Για να συνεχίσει να σε βοηθάει ο γιoς μου, θα παντρευτούμε" του είπε. Και παντρεύτηκαν εκείνη στα 60 και εκείνος στα 70 και μετά χώρισαν. Ο πατέρας μου ήταν τενόρος και η μητέρα μου πριμαντόνα».
Ο τορπιλισμός της Έλλης στην Τήνο
Με τους γονείς του να ταξιδεύουν συνεχώς, ο Γιώργος Κωνσταντίνου μεγάλωσε με τη γιαγιά του: «Μεγάλωσα με μια γιαγιά αγράμματη και υστερική, η μητέρα μου ήταν συνήθως απούσα, έτρεχε στην ελληνική επαρχία με τα μπουλούκια, πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια. Δεν μου αρέσει να αναθεματίζω για ανθρώπους που έχουν φύγει, δεν μου αρέσει να λέω τι τράβηξα και τι έπαθα, έστω κι αν πέρασα τραγικά».
Στα αυτιά του ηχούσαν οι σειρήνες του πολέμου. Στα μάτια του οι εικόνες των Ναζί να μπουκάρουν στο σπίτι τους γιατί τους είχαν «καρφώσει». Ο φόβος από τις εκρήξεις όμως γνώριμος. Ήταν βλέπετε μαζί με τη μητέρα του στην Τήνο, όταν το ιταλικό υποβρύχιο τορπίλισε την «Έλλη». Κρύφτηκε μαζί με τη μητέρα του σε μια ταβέρνα και στη συνέχεια με ένα γαϊδουράκι ανέβηκε στο βουνό. Από εκεί είδε κόσμο να κολυμπάει στη θάλασσα για να σωθεί.
Η σχιζοφρένεια της γιαγιάς
«Τότε δέσποζε η πείνα, η δυστυχία ήταν αφόρητη, όλα ήταν διαφορετικά, δεν συγκρίνεται με τώρα. Η ζωή ήταν ισοπεδωτική, δεν υπήρχαν τα προβλήματα των ναρκωτικών. Το 90% ήταν λαϊκός κόσμος, οι πλούσιοι ήταν εξαιρέσεις, ήταν ένα μαγγανοπήγαδο, όλα τα προβλήματα διογκώνονταν. Θα έλεγα ότι μεγάλωσα μέσα στη σχιζοφρένεια της γιαγιάς, σε μια πλατεία Βάθης υποβαθμισμένη από τους οίκους ανοχής. Δύσκολα θα υπάρξει απόλυτη ταύτιση με κάποια κατάσταση σήμερα, πάνε αυτά».
Αυτή η σχιζοφρένεια της γιαγιάς τους είχε σώσει όμως. Ο θείος του στην κατοχή πήγε αντάρτης στα βουνά. Μια γειτόνισσα είπε στη γιαγιά του πως αυτός την είχε αφήσει έγκυο και αυτή της είπε πως ήταν αδύνατον. Αφού είναι στα βουνά. Δεν πιστεύεις; Έλα να δεις τις σφαίρες που έχει αφήσει. Να και οι χειροβομβίδες.
Η «μπούκα» των Γερμανών στο σπίτι τους
Η γειτόνισσα τους κάρφωσε στους Γερμανούς και αυτοί μπούκαραν στο σπίτι τους. Βρήκαν τις σφαίρες. Όχι όμως και τις χειροβομβίδες. Τις είχε κρύψει (δύο ήταν) στα στήθη της. Οι Γερμανοί έσκουζαν, φώναζαν αλλά αυτός που ρωτούσε έκλεινε το μάτι σα να της έλεγε «ησύχασε και δεν θα πάθετε τίποτα». Ο λόγος; Όταν μεγάλωσε ο Κωνσταντίνου, έμαθε πως η αδερφή της μητέρας του, η θεία του εν ολίγοις, ήταν αστέρι στο βαριετέ της εποχής και είχε θαυμαστές πολλούς. Ανάμεσά τους και τον διερμηνέα.
Σπούδασε ηλεκτρολόγος
Τα δύσκολα χρόνια δεν πέρασαν πριν το ΄48. Μετά άρχισε ο κόσμος να βγαίνει κάπως. Τον Κωνσταντίνου τον είχαν στην κατοχή κλεισμένο μέσα. Προσπαθούσαν να βρουν φαγητό, να σταθούν στα πόδια τους. Όταν τελείωσε το σχολείο γράφτηκε στην σχολή Πάλμερ για να γίνει ηλεκτρολόγος, αλλά η μάνα του τον ώθησε στην υποκριτική και έτσι ξεκίνησε.
Έκανε επιτυχίες, δούλεψε στο πλευρό της Αλίκη Βουγιουκλάκη, άλλαξαν τα χρόνια, αλλά δεν γέλασε όσο θα ήθελε. Για την ακρίβεια τα βάσανα δεν τον άφησαν. Ή μάλλον τα επεδίωξε και ο ίδιος για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Ο εθισμός στον τζόγο
«Ο τζόγος, κατά τη φιλοσοφική μου άποψη, είναι έμφυτος. Από μικρά παιδιά λέμε "αυτό είναι δικό μου" και "ποιος θα κερδίσει κέρματα;". Είναι ένα σκαλοπάτι που οδηγεί στη κατηφόρα την μεγάλη. Αν μπλέξεις με αυτό, είναι ένας καταστροφικός εθισμός. Το λέει άλλωστε και το ρητό "πας παίζων, χάνει". Όποιος τζογάρει χάνει. Κάποια στιγμή που κέρδιζα ήταν μια παγίδα και αυτό...».
Αυτό έγινε γνωστό μέσα από την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Showtime». Εκεί για πρώτη φορά αναφέρθηκε στο πρόβλημά του με τον τζόγο και τον εθισμό του. Γράφει στο βιβλίο του: «Μου άρεσαν τα τυχερά παιχνίδια. Και, τελικά, μου έγινε ένα καταστροφικό πάθος που δεν μπόρεσα να ελέγξω. Δεν ήμουνα από τους τυχερούς παίκτες. Και ποιος είναι άλλωστε; Δεν πιστεύω ότι μένει κανείς τυχερός για πολύ. [...] Ωστόσο, εγώ παραήμουν άτυχος. Στα παιχνίδια της πόκας, από τα επτά άτομα που παίζαμε συνήθως εκείνος που έφευγε σχεδόν πάντα πρώτος από το τραπέζι ήμουν εγώ».
Οι τοκογλύφοι
Σε άλλο σημείο είχε παραθέσει: «Είχα κάνει μια θεατρική παράσταση που με κατέστρεψε. Αναγκάστηκα να χρεωθώ σε τοκογλύφους. Προσπάθησα να ρεφάρω με δύο επόμενες δουλειές, αλλά και αυτές ήταν καταστροφικές. Φαινόμουν τελειωμένος. Όμως, ήμουνα και πολύ νέος ακόμα για να πέσει ο τίτλος “Τέλος”.
Πιστεύω στον Θεό... Και πιστεύω ότι ο τζόγος, μαζί με το μίσος του πολέμου, είναι τα αγαπημένα, τα απόλυτα παιχνίδια του κακού»!