Αλμπέρ Καμύ: Ο νομπελίστας που εγκατέλειψε πρόωρα το ποδόσφαιρο λόγω φυματίωσης και «έφυγε» νωρίς σε τροχαίο (vids)
Ο Αλμπέρ Καμύ ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, ένας από τους πιο δημοφιλείς φιλόσοφους του 20ου αιώνα, και ένας από τους ιδρυτές του παραλογισμού, ο οποίος το 1957 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ήταν επίσης ιδρυτής του Theatre du Travail (1935), για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός.
Γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αλγερία από πατέρα Γάλλο χωρικό, μητέρα Ισπανίδα και μεγάλωσε μέσα στην ένδεια. Είχε έναν ακόμη μεγαλύτερο αδελφό. Ο πατέρας του, ο αλσατικής καταγωγής Λυσιέν, εργαζόταν για έναν έμπορο κρασιού σε ένα οινοπαραγωγικό κτήμα κοντά στο Μοντοβί (Mondovi) της Αλγερίας, όπου γεννήθηκε και ο Αλμπέρ.
Επιστρατεύθηκε όμως τον Σεπτέμβριο του 1914 και ο τραυματισμός του στη μάχη του Μάρνη τον οδήγησε στον θάνατο στις 17 Οκτωβρίου του 1914. Ο μικρός Αλμπέρ θα γνωρίσει τον πατέρα του μέσα από μια φωτογραφία και μια σημαντική οικογενειακή ιστορία: την περιγραφή της έντονης αποστροφής που έδειξε ο πατέρας του μπροστά στο θέαμα μιας εκτέλεσης.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η οικογένεια εγκαθίσταται στο Αλγέρι. Εκεί, ο νεαρός Αλμπέρ ασχολείται έντονα με τον αθλητισμό και συγκεκριμένα το ποδόσφαιρο, αγωνιζόμενος στην ομάδα του σχολείου του, ως τερματοφύλακας. Eνδιαφέρον στοιχείο είναι ο λόγος για τον οποίο διάλεξε τη θέση κάτω από τα γκολποστ: Η αυστηρή γιαγιά του, που ήλεγχε τα παπούτσια του μετά από κάθε αγώνα και απαιτούσε να βρίσκονται σε άριστη κατάσταση, πράγμα από δύσκολο έως ακατόρθωτο, εκτός αν είσαι τερματοφύλακας όπως έξυπνα σκέφτηκε ο νεαρός Αλμπέρ.
Tο 1937 όπως έγραψε και η εφημερίδα «L'Equipe», ο Καμύ πήρε μέρος σε αγώνα αντιπροσωπευτικής ομάδας του Αλγερίου εναντίον επαγγελματικού γαλλικού συλλόγου, στο Παρίσι, έχοντας συμπαίκτες τους μετέπειτα γνωστούς παίκτες Μπεν Μπουαλί και Ζα Σερόν. Στο Πανεπιστήμιο υπήρξε μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας Ρασίνγκ, ενώ δέχτηκε πρόταση να γίνει επαγγελματίας παίκτης από δυο τουλάχιστον συλλόγους, τις οποίες όμως απέρριψε, παρά την αντίθετη προτροπή της μητέρας του.
Το πάθος του για το ποδόσφαιρο είναι μεγάλο και αποτυπώνεται σε πολλά έργα του. Σε αυτά φανερώνει το απωθημένο που είχε να ακολουθήσει την καριέρα ποδοσφαιριστή. Ένιωθε τον ηρωισμό του τερματοφύλακα και αντιλαμβανόταν αξίες και κώδικες ηθικής μέσα από την άθληση. «Είναι ένα παιχνίδι που επιτρέπει καλύτερα από κάθε τι άλλο να καταλάβεις το χαρακτήρα των ανθρώπων», είχε πει, ενώ είχε μάθει ότι «η μπάλα δεν πάει ποτέ εκεί που την περιμένεις».
Κάποτε ένας στενός του φίλος τον ρώτησε τι θα προτιμούσε, το θέατρο ή το ποδόσφαιρο για να λάβει την αφοπλιστική απάντηση του συγγραφέα: «Ποδόσφαιρο, χωρίς ενδοιασμό». Η μοίρα όμως, του έπαιξε ένα περίεργο παιχνίδι. Στις 6 Ιουνίου 1932 μόλις στα 19 του χρόνια, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο, καθώς διαγνώστηκε με φυματίωση. Η αγάπη του για το ποδόσφαιρο όμως, δεν έπαψε να υφίσταται ποτέ. «Τα λίγα πράγματα που γνωρίζω για την ηθική, τα έμαθα σε ποδοσφαιρικά γήπεδα και θεατρικές σκηνές, αυτά είναι τα πραγματικά μου πανεπιστήμια», λέει μερικά χρόνια αργότερα.
Στο έργο του τα «Σημειωματάρια» φαίνεται ξεκάθαρα η απογοήτευσή του που εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο γράφοντας: «Πώς είναι οι Κυριακές ενός ποδοσφαιριστή που δε μπορεί να παίξει», «Πλήττει τις Κυριακές από τότε που του απαγορεύτηκαν οι ποδοσφαιρικοί αγώνες. Σέρνεται στους δρόμους, κλωτσάει τα χαλίκια προσπαθώντας να τα στείλει κατευθείαν στους υπονόμους».
Χαρακτηριστικό είναι και το απόσπασμα από την «Πανούκλα», όπου o αγωνιστικός χώρος έχει μετατραπεί σε χώρο υποδοχής των αρρώστων και ορισμένοι ποδοσφαιριστές βοηθούν τη δύσκολη κατάσταση, χωρίς να ξεχνούν τη δίψα τους να αγωνιστούν ξανά. Τα αποφθέγματά του γύρω από το ποδόσφαιρο είναι χαρακτηριστικά και μνημονεύονται συχνά από ανθρώπους που θέλουν να αντικρούσουν όλους εκείνους που θεωρούν το άθλημα ως «βάρβαρο» ή «σπορ των ημιμαθών».
Αρκετά χρόνια μετά, ο Καμύ προσπάθησε να ασχοληθεί και πάλι ενεργά με το ποδόσφαιρο. «Το 1940 προσπάθησα να ξαναπαίξω ποδόσφαιρο στη Γαλλία. Πριν από το τέλος του πρώτου ημιχρόνου, η γλώσσα μου κρεμόταν όπως εκείνων των σκυλιών των Καμπίλ που βλέπεις στις 2 το μεσημέρι στο Τίζι Ούζου», είχε δηλώσει εγκαταλείποντας μια για πάντα το αγαπημένο του πάθος. Τότε εμπέδωσε την πίστη του στο παράλογο που τον συνόδευε από την αρχή της ζωής του και του χάρισε ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957. «Το παράλογο της ύπαρξης είχε τρεις επιπτώσεις στη ζωή μου: την επανάστασή μου, την ελευθερία μου και το πάθος μου».
Η ζωή του ήταν σύντομη όπως και η ποδοσφαιρική του καριέρα. Στις 4 Ιανουαρίου 1960 βρήκε τραγικό θάνατο πριν προλάβει να συμπληρώσει τα 47 του, σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο Βιλμπλεβέν της Υόν, όταν ο οδηγός και συγγενής του στενού του φίλου Γκαλιμάρ παρεκκλίνει της πορείας του και ρίχνει το αυτοκίνητο μάρκας Facel-Vega σε ένα δέντρο. Οι εφημερίδες της εποχής κάνουν λόγο για υπερβολική ταχύτητα (130 χλμ/ω), αδιαθεσία του οδηγού ή σκάσιμο του ελαστικού, αλλά ο συγγραφέας Ρενέ Ετιάμπλ διαβεβαιώνει ότι μετά από επίμονες μελέτες είχε στα χέρια του αποδείξεις ότι η Facel-Vega ήταν ένα κινητό φέρετρο. Ωστόσο καμία εφημερίδα δεν δέχτηκε να τις δημοσιεύσει...