Ο Γιάννης Οικονομίδης στο Gazzetta! (vids)

Ο Γιάννης Οικονομίδης στο Gazzetta! (vids)
Το «Σπιρτόκουτο» γίνεται μιούζικαλ -από τον Νοέμβριο στη Στέγη Ωνάση- και εμείς κάναμε μια πολύ ωραία κουβέντα με τον γνωστό σκηνοθέτη.

Η στάση του λεωφορείου άδεια, όπως και το πρωινό εκείνης της μέρας. Η επαγγελματική συνάντηση ακυρώνεται και περιμένεις αποκαμωμένος και κάπως νευριασμένος. Στα Εξάρχεια, στην οδό Μπουμπουλίνας… Κρύο δεν κάνει και χαζεύεις το αστικό τοπίο, χαζεύεις τον τύπο που ανεβαίνει τον δρόμο και λες «ρε συ, ο Οικονομίδης δεν είναι αυτός;» Ναι, ο Γιάννης Οικονομίδης περπατά στο πεζοδρόμιο. Βρίσκεις το θάρρος και τον σταματάς. Γνωρίζεστε και σου λέει «ναι, να την κάνουμε κάποια στιγμή τη συνέντευξη». Την κάνουμε και καταλαβαίνεις πως «όλα από μια παλαβή ιδέα ξεκινάνε» όπως λέει και ο ίδιος. Κάθε του ταινία είναι και ένα ξάφνιασμα. Ναι, το ύφος γνωστό, αλλά την ίδια στιγμή δεν είσαι σίγουρος τι θα δεις απ’ αυτόν. Στο τέλος γουστάρεις που είδες την ταινία του, γιατί αυτό που κάνει είναι αληθινό και μιλά απευθείας στην ψυχή και στους προβληματισμούς σου. Όταν κλείσαμε τη συνέντευξη είχα βγάλει ένα πρώτο συμπέρασμα γι’ αυτόν, αλλά κρατούσα και μια επιφύλαξη. Ε, καμία επιφύλαξη δεν υπάρχει! Ο Γιάννης Οικονομίδης είναι απλός, ευθύς, ωραίος τύπος και του αρέσει να τολμά. Το έκανε με το «Σπιρτόκουτο», το έκανε με το «Η ψυχή στο στόμα» το έκανε και με την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς». Τον Νοέμβριο, στη Στέγη Ωνάση, θα μας δώσει το «Σπιρτόκουτο» σε μιούζικαλ! Τη σύνθεση του έργου έχει αναλάβει ο Γιάννης Νιάρρος, τη σκηνοθεσία η Λένα Κιτσοπούλου και πάμε για υπερθέαμα! Τον ευχαριστούμε που δέχτηκε να μας μιλήσει. [photo credits:Σελίδα Γιάννης Οικονομίδης-Yannis Economides στο facebook]

Τι σε έκανε να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο; Ποιος ήταν ο λόγος;
Ο βαθύτερος λόγος ήταν, είναι και θα παραμείνει η αγωνία έκφρασης. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου να μεγαλώνει, είχα αυτό το πράγμα μέσα μου, την ανάγκη να εκφραστώ. Όταν είσαι έφηβος γράφεις, ζωγραφίζεις, πας από δω, από κει, χτυπάς τοίχους, δοκιμάζεις πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι είχα καταλήξει στη ζωγραφική, δεν μου είχε περάσει από το μυαλό το σινεμά. Απλά, εξωτερικοί παράγοντες με οδήγησαν εκεί.

Έτυχε να δεις κάποια ταινία;
Έτυχε να πέσω πάνω σε κάποια σχολή κινηματογράφου, την εποχή που έψαχνα τρόπο να φύγω από τη Νομική.

Και βρήκες αυτήν της Ευγενίας Χατζίκου
Ναι. Βλέπω κινηματογραφική σχολή στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και χωρίς να το πολυσκεφτώ πήγα και γράφτηκα.

 

Ο Γιάννης Οικονομίδης

«Η επιβεβαίωση μέσα μου ήρθε με το «Σπιρτόκουτο»

Ξεκινώντας τα μαθήματα σκέφτηκες «Εδώ είμαστε! Αυτό μου ταιριάζει»;
Ναι, μου άρεσε, δεν το συζητώ. Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Αυτό που με βασάνιζε ήταν αν είμαι καλός σκηνοθέτης, κινηματογραφιστής… Η επιβεβαίωση μέσα μου ήρθε με το «Σπιρτόκουτο». Τότε ένιωσα καλά, ένιωσα πως βρήκα την ταυτότητα μου, τη γλώσσα μου, τον λόγο μου, την αξιοπρέπεια μέσα από την τέχνη μου. Μέχρι τότε είχα τις αμφιβολίες μου. Αναρωτιέσαι κάνω δεν κάνω; Αξίζω δεν αξίζω;

Νομίζω ότι όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες το είχαν αυτό, την ανησυχία. Το «Σπιρτόκουτο» ήταν το πρώτο σου έργο που είχε αντίκτυπο
Ναι, έφτιαξα κάτι που με έκανε πραγματικά υπερήφανο. Είπα μέσα μου ναι, ρε παιδί μου, μπορείς να το κάνεις αυτό, να κάνεις σινεμά!

Μετά το «Σπιρτόκουτο» είχες άγχος αν θα κάνεις κάτι ανάλογο; Ή να μην κάνεις κάτι που να το θυμίζει;
Επιφανειακά έκανα τέτοιες σκέψεις. Το «Σπιρτόκουτο» άργησε να πάρει μπρος. Ναι μεν το είδαν κάποιοι, αλλά τα επόμενα χρόνια πήρε την αξία που του αναλογούσε. Είχα, λοιπόν, τέτοια φόρα από το «Σπιρτόκουτο», τέτοια γκάζια, που επέλεξα να κάνω για δεύτερη ταινία κάτι ακόμα πιο ακραίο, πιο ρηξικέλευθο, κι αυτό ήταν το «Η ψυχή στο στόμα»! Αυτή η ταινία έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου.

Αφίσα το Σπιρτόκουτο

«Οι ταινίες μου έχουν αρκετά στρώματα»

Πιστεύεις ότι χρειάζονται χρόνο οι ταινίες σου για να γίνουν αποδεκτές;
Ενδεχομένως. Εσύ, όμως, θα μου πεις.

Για το «Σπιρτόκουτο» ισχύει. Για κάποιο λόγο…
Κάποιος κόσμος την αγκάλιασε αμέσως. Οι πιο πολλοί όμως είχαν μείνει παγωτό!

Τώρα τη βλέπω άνετα. Στα 22 μου όμως δυσκολευόμουν. Στην αρχή με είχε απομακρύνει. Θεωρώ ότι είναι για πιο ώριμες ηλικίες. Ένας 18αρης δεν ξέρω αν θα καταλάβει πολλά πράγματα.
Συμφωνώ μαζί σου. Ο 18αρης θα μείνεις σε κάποιο επίπεδο. Οι ταινίες μου έχουν αρκετά στρώματα. Διαλέγεις και παίρνεις. Ανάλογα με την κουλτούρα σου επιλέγεις.

Στη δική μου γενιά έκανε εντύπωση το «Σπιρτόκουτο». Κάναμε λες και δεν είχαμε ξανακούσει τέτοια λόγια, δεν γνωρίζαμε τέτοιες καταστάσεις. Το θεωρώ υποκριτικό, διότι από μέρους μας μπορεί να λέγαμε και χειρότερα πράγματα.
Ξέρεις, είναι και μια άμυνα αυτό…

Όταν ξαναείδα την ταινία κατάλαβα πολλά
Προφανώς, όταν ωριμάσατε αποφασίσατε να συμφιλιωθείτε με τη σκατίλα και την όποια σκατίλα φωτίζει και καυτηριάζει το έργο μου. Στην αρχή η πρώτη αντίδραση είναι να τραβηχτείς, να κρυφτείς, να το απαξιώσεις.

Εμείς λέγαμε «καλά, έχει ξεφύγει ο τύπος». Είχαμε συνηθίσει το συμβατικό αμερικανικό σινεμά και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε. Μετά αντιληφθήκαμε τι γίνεται. Εντυπωσιακό πώς ξεκινάνε όλα από ένα χαλασμένο κλιματιστικό, πώς φτιάχνεις μια ιστορία από κάτι καθημερινό.
Από κάτι μικρό, ξεκινάει κάτι μεγάλο.

Ο Ερρίκος Λίτσης

«Τον σύγχρονο άνθρωπο τον γνωρίζω»

Το γεγονός ότι έχεις αναγνωρίσιμο ύφος είναι κάτι που σε καταπιέζει ή σε απελευθερώνει;
Αν μου φέρουν ένα σενάριο θα το δω με τον δικό μου τρόπο. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ αυτό, έτσι είμαι εγώ, έτσι αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, τη ζωή και την αναπαράσταση της. Βλέπω σίριαλ στην τηλεόραση και λεω ρε μαλάκα έτσι μιλάνε οι άνθρωποι; Η σκηνή πρέπει να είναι έτσι κι έτσι… Είμαι σίγουρος. Γι’ αυτό και δεν κάνω ταινίες εποχής, δεν έχω αναφορές. Θέλω να πω ότι τον σύγχρονο άνθρωπο τον γνωρίζω, ξέρω πώς ξετυλίγονται τα πράγματα εκφραστικά. Για μένα, λοιπόν, είναι αυτό, οι εικόνες μου είναι σ’ αυτό! Έτσι είναι τα πράγματα. Πολλοί λένε για μανιέρα…

Δεν σε απασχολεί;
Όχι και τώρα που χουν πέσει οι μάσκες, έχουν ξεβρακωθεί όλοι, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, στα πόστα, στις θέσεις εξουσίας και αποκαλύπτεται πώς μιλάνε, πώς εκφράζονται δηλαδή, ποιος θα μου πει για μανιέρα. Μην τρελαθούμε! Οι ταινίες μου τώρα, κατά την άποψη μου, είναι πιο επίκαιρες από ποτέ, τώρα δικαιώνονται νομίζω.

Θεωρώ το έργο σου διαχρονικό, υπό την έννοια ότι οι συνθήκες που έχουν επιβληθεί στην κοινωνία δεν πρόκειται να αλλάξουν άμεσα.
Απλά τώρα μιλάμε για μια εποχή που χουν πέσει οι μάσκες…

Το λέω γιατί οι συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργείται το έργο σου δεν θα αλλάξουν σύντομα. Δεν θα βελτιωθεί άμεσα η ζωή του ανθρώπου που ζει στα Κάτω Πατήσια, σε δυάρι. Άρα, η πίεση για το δάνειο, η φτώχεια, θα υπάρχουν, θα συνεχίσουν να φτιάχνουν αυτό το ζόρικο πλαίσιο.
Ναι, θα υπάρχει πάντα. Εγώ πάντως προχωράω πιο βαθιά στους χαρακτήρες, πιο βαθιά στα συμπεριφερολογικά ζητήματα που κουβαλάνε οι άνθρωποι και οι ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό πιστεύω ότι κάνει τις ταινίες διαχρονικές. Πέρα από τον κοινωνικό ρεαλισμό που εκφράζω, υπάρχουν ζητήματα ανθρώπινης κατάστασης τα οποία είναι διαχρονικά.

«Πάντα με απασχολούσε πόσο μακριά μπορεί να πάει ο άνθρωπος μέσα στο κακό»

Οι χαρακτήρες έχουν να κρύψουν πολλά, δεν είναι μονοδιάστατοι και όταν μπλέκουν σε καταστάσεις άγριες κάνουν ακραίες πράξεις.
Έχει να κάνει με τα ανθρώπινα σκοτάδια. Το απ’ έξω, είναι η αφετηρία. Πάντα με απασχολούσε πόσο μακριά μπορεί να πάει ο άνθρωπος μέσα στο κακό, μέσα στα σκοτάδια του, στον βούρκο του… Αυτό εξετάζω στην πραγματικότητα. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε οποιοδήποτε ντεκόρ. Και σ’ ένα παράδεισο θα μπορούσε να συμβεί!

Δεν θα σταματήσει η εικόνα της κοινωνίας να σε τροφοδοτεί
Το ανθρώπινο δεν θα σταματήσει.

Με την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» πήγες πιο πολύ στο αστυνομικό, στην περιπέτεια…
Ναι. Εδώ πάρθηκαν δύο αποφάσεις. Η μία να πριμοδοτήσω το χιούμορ πιο καθαρά, πιο απενοχοποιημένα, να τραβήξω τον ζόφο πίσω, συνειδητά. Όλες οι ταινίες μου έχουν χιούμορ, από την πίσω πόρτα βέβαια. Η δεύτερη είχε να κάνει με την αφήγηση, να δώσω βάρος στην αφήγηση μια και μ ‘ενδιαφέρει το αφηγηματικό σινεμά. Στη «Μπαλάντα» ήταν ένα άλλου τύπου στοίχημα, γιατί έχει πολλούς χαρακτήρες, πολλές ιστορίες, ανατροπές…

Θύμιζε λίγο Κοέν
Ναι, είναι σ’ αυτή την παράδοση του μαύρου χιούμορ. Πιστεύω ότι ο κόσμος το κατάλαβε και δέχτηκε πολύ όμορφα την ταινία.

Έγινε και στη χειρότερη φάση, μέσα στην πανδημία. Σε εκνεύρισε αυτό;
Ήταν μια ατυχία. Άλλος κόσμος έχει πάθει πραγματικές ζημιές, ταλαιπωρήθηκε χειρότερα…

Η πανδημία επηρέασε προς το χειρότερο την ταινία;
Φυσικά! Κατ’ αρχήν δεν πήρε αυτό που άξιζε, δεν τσούλησε όπως έπρεπε να τσουλήσει. Έπαιξε μια εβδομάδα και μετά κατέβηκε. Μετά ξαναβγήκε, καλοκαίρι, και κάποιοι τολμηροί πήγαν και την είδαν.

«Δεν έχει νόημα, πάντως, αυτή τη στιγμή να μουλαρώνεις και να κρατάς την ταινία πίσω…»

Για να λέμε και την αλήθεια έχεις σταθερό κοινό. Ό,τι κι αν κάνεις ο κόσμος θα το δει. Φυσικά, το έχεις κατακτήσει αυτό. Το να ψάχνουν άνθρωποι να δουν την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» δεν το βλέπεις για όλους τους δημιουργούς. Από την άλλη, τις παράνομες προβολές, τα download, πώς τις αντιμετωπίζεις; Προσπαθείς να τις μπλοκάρεις, να τις ελέγξεις;
Το κάνω τον πρώτο χρόνο και τον δεύτερο που είναι να βγει η ταινία στα σινεμά, στο dvd, στην τηλεόραση. Λογικό, καταλαβαίνεις… Μετά την αφήνω ελεύθερη, δεν έχει και νόημα, δεν ασχολούμαι.

Αντιμετωπίζεται;
Είναι Λερναία Ύδρα. Κόβεις ένα κεφάλι πετάγονται άλλα δέκα.

Είναι άδικο όμως
Εγώ εμπιστεύομαι το πραγματικό κοινό που μας αγαπάει και μας στηρίζει και θα πάει στο σινεμά, ίσως μπει και στο viva να δει την ταινία. Στον Έλληνα δεν υπάρχει ακόμα η ευγενής συνήθεια «πληρώνω και βλέπω». Δεν έχει νόημα, πάντως, αυτή τη στιγμή να μουλαρώνεις και να κρατάς την ταινία πίσω…

Ναι, αλλά εσύ κόπιασες να κάνεις την ταινία και λέει ο άλλος «εντάξει μωρέ, θα την κατεβάσω…»
Ας δημιουργηθεί πρώτα ένα πλαίσιο, ένας μηχανισμός και μετά βλέπουμε. Από τη στιγμή που δεν ενδιαφέρεται κανένας, προτιμότερο είναι να κάνεις την ταινία και να την αφήσεις έμμεσα ελεύθερη μετά από ένα διάστημα. Όταν κάνει τον κύκλο της, προτιμώ να την ανεβάσει κάποιος για να τη δει όλος ο κόσμος. Υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά δεν μπορούν να πάνε να τη δουν ή κάποιοι και να την ξαναδούν! Το ότι χάνονται λεφτά δεν ισχύει μόνο για μένα, ισχύει για μουσικούς, συγγραφείς, άλλους σκηνοθέτες… Όταν φτιαχτεί ένα πλαίσιο υποθέτω θα αλλάξει το σκηνικό, μέχρι τότε χέσε ψηλά και αγνάντευε!

«Όλα από μια παλαβή ιδέα ξεκινάνε»

Είναι δύσκολο για έναν κινηματογραφιστή να δουλεύει στην Ελλάδα;
Είναι διφορούμενη αυτή η ερώτηση, όλα είναι σχετικά. Είναι δύσκολο, είναι και εύκολο.

Τι εννοείς;
Έχει και ευκολίες, έχει και δυσκολίες.

Οι δυσκολίες ποιες είναι; Η χρηματοδότηση; Η διανομή; Η ενίσχυση από την πολιτεία;
Αυτό υπάρχει παντού. Τέτοιες δυσκολίες υπάρχουν σ’ όλον τον κόσμο, ακόμη και στο Χόλυγουντ φτύνουν αίμα οι πραγματικοί σκηνοθέτες να φτιάξουν ένα έργο με ταυτότητα, με πρωτοτυπία… Ό,τι ισχύει εδώ ισχύει και αλλού και πολύ χειρότερα. Από την άλλη είμαστε μικρή χώρα, υπάρχουν παρέες, αυτοί που γνωρίζονται… Για να κάνει κάποιος την πρώτη του ταινία είναι πιο εύκολο. Μαζεύεται η παρέα του, τον στηρίζει και την κάνει με λίγα λεφτά. Αυτό σε άλλες χώρες είναι σχεδόν αδύνατο! Η δυσκολία η πραγματική είναι ότι εδώ είμαστε λίγο καθισμένοι, εγκλωβισμένοι στη μετριότητα θεματικά, εκφραστικά…

Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό;
Από τη φύση του είναι έτσι το πράγμα.

Φταίνε και τα ΜΜΕ. Αυτό που λες για τη μετριότητα ισχύει και έχει να κάνει με τα μέσα. Όταν επιλέγεις να δείξεις μια καλή ταινία μετά τις 12 το βράδυ, στις 2 τα ξημερώματα, στην ουσία την ακυρώνεις. Πώς θα τη δω;
Το καταλαβαίνω αυτό. Σε μια μικρή κοινωνία υπάρχουν ταμπού, φοβίες, συντηρητικά συναισθήματα, όλα είναι παγιωμένα, ο πολιτισμός εκπορεύεται από μονοδιάστατη σκέψη… Καταλαβαίνεις, λοιπόν, πως κάθε αντίθετη, επαναστατική, ακραία καλλιτεχνική φωνή τρομάζει τις επιτροπές, τα κανάλια, το κατεστημένο. Αυτό είναι μεγάλο θέμα…

Ναι, και σου λένε το χαζό «μα, αυτά θέλει ο κόσμος»
Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι πολλές φορές και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες υιοθετούν τον φόβο, ενστερνίζονται τη θέση της μετριότητας. Βλέπεις παιδιά νέα -αφήνω τους παλιούς, άμα δεις θα διακρίνεις στη δουλειά τους την ατολμία- και τη διάθεση να τους ικανοποιήσουν όλους, να μην σπάσουν αυγά, να μη βρέξουν κώλο!
Το βλέπεις πώς λειτουργούν. Έχουν βάλει στον εαυτό τους έναν κόφτη. Όποιος όμως τολμά, κάτι καταφέρνει. Παράδειγμα φέτος η ταινία του Φωκίωνα Μπόγρη «Το πρόστιμο», παράδειγμα αρκετοί μουσικοί της χιπ-χοπ, σκηνής, ο «Λεξ», ο «12ος πίθηκος», ο «Bloody Hawk» κι άλλοι. Για μένα, λοιπόν, ένα από τα χειρότερα πράγματα στην Ελλάδα είναι ο φόβος και η διάθεση συμβιβασμού που έχουν οι καλλιτέχνες από πριν. Αυτό είναι το πιο πονηρό σημείο.

Τώρα που συζητάμε μου έρχεται ως παράδειγμα η ταινία «Οι ζωές των άλλων». Παίχτηκε σε δύο αίθουσες στην Αθήνα και έσκισε. Το είδε ο κόσμος και πήγε από στόμα σε στόμα. Ας πάμε όμως και στο «Σπιρτόκουτο» σήμερα. Είχες πει κάποτε ότι ήταν «νεανικό ξεφάντωμα» όταν το έκανες.
Ναι, υπήρχε τότε μια διάθεση πολύ πανκ, πολύ ροκ εν ρολ, να κάνουμε την ταινία. Υπήρχε μια τρέλα, ένα γκάζι, ένα πάθος ιδιαίτερο. Με τον Λίτση πρώτο και καλύτερο δίπλα μου, αλλά και με τους υπόλοιπους ηθοποιούς δεν αφήσαμε τίποτα όρθιο! Σαν μια μπάντα, όλοι μαζί γι’ αυτή την ταινία!

Νομίζω Γιάννη ότι αναδείχθηκαν πολλοί ηθοποιοί μέσα από τις ταινίες σου. Και τώρα που θα γίνει μιούζικαλ υπάρχει το ίδιο πάθος;
Εννοείται! Και φαίνεται από τον κόσμο που έχει αναλάβει να το κάνει. Ο Γιάννης Νιάρρος είναι ο άνθρωπος-«κλειδί», αυτός που έχει αναλάβει τη σύνθεση του έργου. Αυτός που θα συνθέσει σε μια μουσική-ροκ όπερα-μιούζικαλ το «Σπιρτόκουτο» σε μουσικό υπερθέαμα!

Για να είμαι ειλικρινής απόρησα. Σκέφτηκα, «τι έχει ο Οικονομίδης στο μυαλό του και το κάνει μιούζικαλ;»
Χαίρομαι που το λες, γιατί όλα από μια παλαβή ιδέα ξεκινάνε. Δεν μου αρέσει να τολμάμε τα στημένα, αυτά που ήδη ξέρουμε πως θα είναι. Εδώ υπάρχει ένα τεράστιο, δύσκολο στοίχημα. Υπάρχει ένα εγχείρημα, ένα ρίσκο και από πίσω μια φοβερή κάβλα να αναμετρηθούμε με το τι θα συνέβαινε… Τι θα συνέβαινε αν οι ήρωες του «Σπιρτόκουτου» αντί να μιλάνε και να ουρλιάζουνε μεταξύ τους, το κάνανε αυτό με τραγούδι, με μουσική... Στη σκηνοθεσία η Λένα Κιτσοπούλου και η πρεμιέρα τον Νοέμβριο στη Στέγη Ωνάση, που έχει αγκαλιάσει το εγχείρημα με ενθουσιασμό και μεγαλοψυχία. Δεν περιμέναμε να βρούμε τέτοια αγκαλιά. Ήδη δουλεύουμε εδώ και οκτώ μήνες. Ένα οκτάμηνο ο Νιάρρος έχει κλειστεί και γράφει, δουλεύουμε ήδη πάνω στο κάστινγκ και στα σκηνικά επίσης. Δεν είναι μια δουλειά απλά να την κάνουμε! Εκτός από τον χρόνο εργασίας που έχει προηγηθεί, έχουμε άλλο τόσο κοπιαστικό καιρό μπροστά μας. Βάλε και το λιμπρέτο που φτιάχτηκε πριν ενάμιση χρόνο…. Αλλά έτσι δουλεύω εγώ. Αν δεν πέσει πολλή δουλειά σε κάτι δεν μπορείς να έχεις αποτέλεσμα που να αξίζει. Δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι που θα εμπνεύσει τον σεβασμό…

Αυτό φαίνεται και από τις ταινίες που έχεις κάνει. Μόλις πέντε μεγάλου μήκους σε μια 20ετία.
Ναι, ακριβώς.