«Να σκοτώνονται οι λαοί…»
Ο Βλαδίμηρος θέλει να γίνει τσάρος και την πολιτική του οπλίζει με βόμβες, πυραύλους, σφαίρες… Εισβάλλει στην Ουκρανία και το απαραίτητο «δικαιολογητικό» γράφει προς υπεράσπιση των ρωσόφωνων της Ανατολικής Ουκρανίας, των περιοχών του Ντονμπάς. Τα άρματα, όμως, προχωράνε και οβίδες σφυρίζουν, η φωτιά γίνεται νερό και αέρας και το Κίεβο προβάλλει για να κατακτηθεί ή να κατακτήσει. Ο επεκτατισμός του Βλαδίμηρου -που θέλει να γίνει τσάρος, μη ξεχνιόμαστε- συγκρούεται με αυτόν του ΝΑΤΟ, των καλών μας «φίλων» Αμερικάνων. Η Δύση θέλει να βάλει στη Συμμαχία και μία και δύο και τρεις και τέσσερις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Ο Βλαδίμηρος, ο ανικανοποίητος τσάρος, προετοιμάζει το πολεμικό σχέδιο και η πολιτική σπέρνει τον όλεθρο, την καταστροφή και πτώματα αμάχων, αθώων… Οι μεγάλες δυνάμεις θέλουν να μοιράσουν (πάλι) τις σφαίρες επιρροής και τις ενεργειακές -κυρίως- αγορές. Και οι λαοί ανάμεσα τους, να συνθλίβονται και να γίνονται το κρέας για τα κανόνια του Βλαδίμηρου και του ΝΑΤΟ. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται και στο ταξίδι αυτό δεν μπορεί να λείπει η φωνή του ποιητή, εν προκειμένω του Κώστα Βάρναλη. Αυτός που ήξερε να διαβάζει τον κόσμο, αυτός που έγραψε τη μόνη αλήθεια: να σκοτώνονται οι λαοί/για τ’ αφέντη το φαΐ.
Ακουμπά στη ράχη του ζώου
«Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου», αυτό το αλληγορικό ποίημα που χρόνους και τόπους δεν γνωρίζει, αυτό που ακουμπά στη ράχη του υπομονετικού ζώου, του γαϊδουριού. Το αθώο τετράποδο γίνεται ισχυρό σύμβολο της ανθρώπινης εκμετάλλευσης και εικόνα που επαναλαμβάνεται. Ο Βάρναλης, επιλέγοντας ως φορέα του ποιήματος το συμπαθές ζώο, κάνει μια αδιαμφισβήτητη δήλωση, που στην ουσία είναι αποτύπωση μιας βαθυστόχαστης και άμεσης παρατήρησης. Η θέση των λαών στον κόσμο τούτο είναι αυτή του υποζυγίου και το μόνο που αλλάζει είναι το σκηνικό και οι τρόποι απομύζησης της δύναμης του ανθρώπου. Για τον Βάρναλη η τύχη του λαού ορίζεται από τα όπλα των αφεντάδων, από τη σιδερένια γροθιά των εξουσιαστών που θέλουν μόνο ένα πράγματα: το εύκολο κέρδος. Στους στίχους που προηγούνται της διαχρονικής, ποιητικής, φράσης, αναφέρει: Και στον πόλεμ’ «όλα για όλα/κουβαλούσα πολυβόλα. Ναι, τα γαϊδούρια μετέφεραν τον οπλισμό και τα σώματα-θυσία στον άδικο πόλεμο οι λαοί. Η μοίρα που ορίζουν οι άλλοι, οι «δυνατοί», δεν ζητά τίποτε άλλο από τον λαό που μοχθεί να επιβιώσει. Το μόνο που θέλουν είναι να πεθάνει. Έτσι, απλά και κυνικά. Στην «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» ο Βάρναλης αναδεικνύει το αιματηρό πλαίσιο και θέτει των άνθρωπο ενώπιον των ευθυνών του. Λίγο πριν το τέλος το αναφέρει καθαρά: Αν ξυπνήσεις, μονομιάς…
Δεν χαρίζεται ο ποιητής
Διαβάζοντας το ποίημα καταλαβαίνεις ότι ο Βάρναλης δεν χαρίζεται. Γράφει στη δεύτερη στροφή: Μεροδούλι, ξενοδούλι!/Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι/ούλοι: δούλοι, αφεντικό/και μ’ αφήναν νηστικό. Αυτή είναι η φωνή του γαϊδάρου, όμως την ίδια στιγμή είναι του ανθρώπου που καταγγέλλει τους ασυνείδητους και σε αυτούς είναι και οι δούλοι! Ο Βάρναλης θέλει να δείξει ότι αν δεν έχεις συνείδηση του κοινωνικού σου είναι, τότε εύκολα μπορείς να γίνεις από εκμεταλλευόμενος εκμεταλλευτής! Φυσικά δεν αφήνει απ’ έξω τους εκπροσώπους των θρησκειών. Ο αντιδραστικός τους ρόλος φαίνεται στον στίχο: Κι ο παπάς με την κοιλιά του/μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του/και μου μίλαε κουνιστός:/Σε καβάλησε ο Χριστός! Για να φύγεις από τη μέση και από τη θέση του θύματος, πρέπει να καταλάβεις ποιος είσαι και πού ανήκεις. Γι’ αυτό και λίγο πριν το τέλος ο ποιητής γράφει: Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο/χάιντε Σύμβολον αιώνιο!/Αν ξυπνήσεις, μονομιάς/θα ‘ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. Μέρος του ποιήματος μελοποιήθηκε το 1974 από τον Λουκά Θάνο και ακούστηκε πρώτη φορά το 1980. Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη ενίσχυσε τον ποιητικό λόγο και το τοποθέτησε για πάντα στη συλλογική μνήμη και συνείδηση. Ο παλμός, ο συμβολισμός, η αλήθεια και η προσμονή του ποιήματος, ακούγονται πεντακάθαρα μέσα από τη φωνή του Ξυλούρη.