"Top Gun: Maverick": Ο Τομ Κρουζ ξανά στη μεγάλη οθόνη ως Πιτ "Μάβερικ" Μίτσελ
Το "Top Gun: Maverick" προσγειώνεται στους κινηματογράφους στις 25 Μαΐου από την Odeon και ο Τομ Κρουζ, τρεις δεκαετίες αργότερα, μπαίνει πάλι στα παπούτσια του Πιτ "Μάβερικ" Μίτσελ κι ετοιμάζεται για τρελές πτήσεις.
Συμμετέχει σε ακραίες αποστολές ως ένας θαρραλέος δοκιμαστικός πιλότος και αποφεύγει μια πιθανή προαγωγή που θα τον επηρέαζε αρνητικά. Καθώς εκπαιδεύει μερικούς αποσπασμένους πτυχιούχους για μια ειδική αποστολή, την οποία δεν έχει βιώσει ποτέ κανένας πιλότος, ο Μάβερικ αντιμετωπίζει τον Υπολοχαγό Μπράντλεϊ Μπράντσο (Μάιλς Τέλερ), γιο του μακαρίτη φίλου του Μάβερικ, αλλά και τον αξιωματικό παρακολούθησης Υπολοχαγό Νικ Μπράντσο, γνωστούς με τα ψευδώνυμα ‘’Ρούστερ’’ και ‘’Γκους’’, αντίστοιχα.
Αντιμετωπίζοντας ένα αβέβαιο μέλλον, αλλά και τα φαντάσματα του παρελθόντος, ο Μάβερικ βρίσκει τον εαυτό του σε μια πάλη ενάντια στους πιο σκοτεινούς του φόβους, με αποκορύφωμα αυτή την αποστολή που απαιτεί την έσχατη θυσία από εκείνους που θα επιλεχθούν για να τη ζήσουν.
- Πάρε μέρος στον διαγωνισμό του Gazzetta
Σχετικά με την παραγωγή
Υπάρχει μια ατάκα στο "Top Gun: Maverick" που συνοψίζει την παραγωγή του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ταιριαστά, ειπώθηκε σε μια σκηνή που μοιράζονται δύο χαρακτήρες που επιστρέφουν: ο πρωταγωνιστής Μάβερικ του Τομ Κρουζ και ο Άισμαν, ερμηνευμένο και πάλι από τον Βαλ Κίλμερ. Οι δυο τους συζητούν για το πάθος τους να είναι πιλότοι, αναπολώντας τις καριέρες τους και τι σημαίνουν για εκείνους. «Δεν είναι το τι είμαι», λέει ο Μάβερικ, αλλά «το ποιος είμαι».
«Όλα αυτά τα χρόνια σκεφτόμουν για μια συνέχεια του “Top Gun”», λέει ο Κρουζ για την επιστροφή του ως πρωταγωνιστής και παραγωγός στον ίσως πιο εμβληματικό ρόλο της καριέρας του. «Ο κόσμος ζητούσε ένα σίκουελ για δεκαετίες. Δεκαετίες. Και το πρώτο πράγμα που είπα στο στούντιο ήταν: “Αν είναι να το κάνω ποτέ αυτό, θα το γυρίσουμε πρακτικά. Θα μπω σε F/A-18. Τέλος. Θα κατασκευάσουμε νέα συστήματα καμερών. Θα πάρει πολύ, πολύ καιρό να το βρούμε”. Και ήθελα να δουλέψω με τον Τζέρι [Μπρουκχάιμερ]. Δεν θα έκανα την ταινία χωρίς εκείνον ούτε σε ένα εκατομμύρια χρόνια”».
Ο Κρουζ περιγράφει τον Μπρουκχάιμερ ως εξής: «Είναι θρυλικός παραγωγός. Ένας από τους σπουδαίους παραγωγούς του Χόλυγουντ». Ήταν στην αρχική ταινία «Top Gun» όταν ο Μπρουκχάιμερ μαζί με τον επίσης θρυλικό Ντον Σίμπσον, πήραν υπό την σκέπη τους τον τότε 21χρονο ηθοποιό Τομ Κρουζ και του έμαθαν όλα όσα ήθελε να μάθει.
«Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε στη [νέα] ταινία, δουλεύαμε το σενάριο και κοιτώντας προς τον Τζέρι ένιωσα σαν παιδί ξανά, όπως ήμουν το 1985, δουλεύοντας μαζί του», θυμάται ο Κρουζ. «Τόσο ο Ντον, όσο και ο Τζέρι ήταν πολύ γενναιόδωροι μαζί μου όταν ζήτησα να συμπεριληφθώ σε κάτι, να είμαι σε εκείνες τις συναντήσεις. Και όπως γνωρίζουμε, δεν είναι όλοι έτσι».
Η επιτυχία της πρώτης ταινίας δεν οφείλεται μονάχα στη δημοφιλία της αεροπλοΐας. Περισσότερο, είναι μονάχα ένας από τους λόγους που η ταινία είχε τόσο δυνατή απήχηση στον κόσμο. «Σε αυτή την ταινία θέλαμε πάρα πολύ να αναπτύξουμε περισσότερο τα άτομα που πλαισιώνουν τον Μάβερικ», λέει ο παραγωγός και σεναριογράφος της ταινίας, Κρίστοφερ ΜακΚουάρι. «Ένα από τα πράγματα που εξ’ αρχής είπα στον Τομ ήταν πως η πρώτη ταινία δεν ήταν μόνο για τον Μάβερικ και τον Γκους. Ήταν για την κουλτούρα», παρατηρεί ο ΜακΚουάρι. «Ήταν για την κουλτούρα αυτών των πιλότων, για τον ανταγωνισμό που είχαν μεταξύ τους και θέλαμε να φέρουμε κάτι από αυτήν και εδώ. Ως αποτέλεσμα, όλοι οι πιλότοι της ταινίας είναι πιο πλούσιου χαρακτήρες, εξυπηρετώντας την κατανόηση του Μάβερικ για το ποιος είναι τώρα. Προφανώς, η ταινία λαμβάνει χώρα 30 χρόνια μετά. Δεν θέλαμε να σταματήσουμε την ταινία και να αναλογιστούμε στο χρόνο που πέρασε, αλλά η ιστορία να ξεδιπλωθεί όσο παρακολουθείς την ταινία».
Για τον σκηνοθέτη της ταινίας, Τζόζεφ Κοζίνσκι, «η πρώτη ταινία ήταν ένα δράμα με περιτύλιγμα ταινίας δράσης και ήθελα να συνεχίσω αυτή την ιδέα. Το σημαντικό για εμένα ήταν ο συναισθηματικός πυρήνας της ταινίας∙ η επανασύνδεση του Μάβερικ με τον γιο του φίλου του, Γκους μετά από πολλά χρόνια. Ακόμη, ήταν να βρούμε που είναι ο Μάβερικ μετά από 35 χρόνια. Με συνεπήρε η ιδέα του Μάβερικ να βρίσκεται στα περιθώρια του Ναυτικού, στον πειραματικό κόσμο, δοκιμάζοντας αεροσκάφη που ο κόσμος δεν γνωρίζει την ύπαρξή τους. Μου άρεσε η ιδέα της επιστροφής του Μάβερικ στη σχολή Top Gun, όπου θα έρθει αντιμέτωπος με χαρακτήρες της πρώτης ταινίας. Έμοιαζε ο σωστός τρόπος να επιστρέψει σε αυτό τον κόσμο».
Ρώτα τον Μπρουκχάιμερ αν θα μπορούσε να υπάρξει μια ταινία «Top Gun» δίχως τον Τομ Κρουζ και η απάντηση του είναι απόλυτη. «Δεν θα μπορούσε. Ο Τομ είναι ο Μάβερικ και ο Μάβερικ είναι το “Top Gun”. Ο Μάβερικ κουβαλάει μια κληρονομιά, ο Τομ κουβαλάει μια κληρονομιά». Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιον τον Κρουζ, υπάρχει ακόμη ένα απαραίτητο συστατικό. «Μια ταινία “Top Gun” δεν είναι ταινία “Top Gun” δίχως τον Τζέρι Μπρουκχάιμερ. Και το να κάνω την παραγωγή με τον Τζέρι σε αυτό το σημείο… Είναι μοναδικό. Μπορείς να αισθανθείς την έμπνευση του Τόνι Σκοτ στην ταινία. Δεν μιμούμαστε την ταινία του - αυτό δεν είναι ένα cover άλμπουμ του Top Gun, αλλά παίζει στον ίδιο κόσμο».
Μιλώντας για άλμπουμ, το «Top Gun: Maverick» κρύβει έναν μουσικό άσσο στο μανίκι. «Το soundtrack της πρώτης ταινίας ήταν εμβληματικό», λέει ο Κρουζ. «Όταν ψάχναμε για τον ήχο της ταινίας, δουλεύαμε με τον Χανς [Τσίμερ] και τον Χάρολντ Φαλτερμάγιερ. Ξέραμε τα κομμάτια. Είχαμε τα κομμάτια. Αλλά η εύρεση μουσικής… Υπήρξε μια μαγική στιγμή, όπου ο Τζο, ο Τζέρι και Μακ [υποκοριστικό του ΜακΚουάρι], ο μοντέρ μας - όλοι μας δουλεύαμε στην Αγγλία. Και ο Χανς λέει, “Ελάτε στο δωμάτιο μουσικής”. Πήγαμε και είπε. “Υπάρχει μουσική από τη Lady Gaga”. Και έπαιξε το τραγούδι της. Ήταν ξεχωριστή στιγμή».
Θέλοντας να αποτυπώσουν τον ρομαντισμό όχι μόνο ανάμεσα στον Μάβερικ και τη Πένι, αλλά και των πτήσεων, όλοι οι συντελεστές ήθελαν η Lady Gaga να προσθέσει τη ψυχή της στο soundtrack και ήταν ενθουσιασμένοι με το αποτέλεσμα. Ο Κρουζ λέει, «Είχα την τύχη να την δω ζωντανά. Σε εκείνο το σημείο γνωρίζαμε πως αυτό θα ήταν το τέλος της ταινίας μας. Ενέπνευσε το αποτέλεσμα. Ήταν αυτό που χρειαζόμασταν. Υπάρχουν στιγμές που ακούς ένα τραγούδια σε μια ταινία για πρώτη φορά και ξέρεις αμέσως πως “Αυτό είναι!”. Αυτή ήταν μια τέτοια στιγμή».
«Ή πλοκή, ο τόνος, το αίσθημα και η εμφάνιση αυτής της ταινίας είναι τόσο συναρπαστικά και συνεχίζουν ο, τι ξεκίνησε στην πρώτη ταινία. Αλλά το κοινό καταλάβει πως είναι να βρίσκεσαι μέσα στο πιλοτήριο με έναν τρόπο που καμιά άλλη ταινία δεν το έχει πετύχει, συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης. Σε βάζουμε ακριβώς δίπλα στον Μάβερικ», λέει ο Μπρουκχάιμερ.
Σύμφωνα με τον Τομ Κρουζ, «υπάρχει μια μεγαλοπρέπεια και μια ομορφιά» στο πέταγμα αεροπλάνου. «Είναι ταυτόχρονα αξιοποίηση και υπέρβαση των φυσικών νόμων», λέει. «Το να ερμηνεύω τον Μάβερικ ξανά, σε μια διαφορετική στιγμή της ζωής μου, ήταν μια απίθανη εμπειρία για εμένα. Ο Μάβερικ παραμένει ο ίδιος. Ακόμα θέλει να πετάει. Αλλά βλέπεις και τη μετάβαση του. Η πίεση από τον χαμό του φίλου του, η ευθύνη που αισθάνεται γι’ αυτό και πως την έχει κουβαλήσει μαζί του - πώς το ατύχημα άλλαξε τη ζωή του ίδιου, αλλά και του Ρούστερ για πάντα. Ο Μάβερικ αγαπάει τον Ρούστερ σαν γιο του. Η ταινία είναι για την οικογένεια, τη φιλία, τη θυσία. Είναι για την εξιλέωση και το κόστος των λαθών».
Το φάντασμα του Γκους
Σε μια από τις σημαντικότερες στιγμές της πρώτης ταινίας, χάνει τη ζωή του ένας από τους πιο συμπαθής χαρακτήρες της κινηματογραφικής ιστορίας, ο Γκους, ο πατέρας του νεαρού αγοριού που συναντάμε τώρα ως ενήλικα. Ο Κρουζ λέει για την ερμηνεία του Τέλερ, «Ο τύπος ήξερε πώς να ερμηνεύσει τον χαρακτήρα. Ο Μάιλς ήρθε στο σετ, είχε το μουστάκι, τη χαβανέζικη μπλούζα, το μαλλί… Δεν σταματούσα να του λέω, “Είσαι ο γιος του Γκους. Είσαι ο γιος του Άντονι [Έντουαρντας] και της Μεγκ [Ράιαν]”. Έσκισε. Είναι σπουδαίος ηθοποιός». Μάλιστα, ο Τέλερ πήρε τόσο στα σοβαρά το ρόλο του που για αρκετές εβδομάδες έκανε μαθήματα πιάνου, ώστε να παίξει ο ίδιος στη σκηνή που ο χαρακτήρας του τραγουδάει το ίδιο τραγούδι που έπαιξε ο πατέρας του στην πρώτη ταινία, το “Great Balls Of Fire».
«Προφανώς, η σχέση του Μάβερικ με τον Ρούστερ είναι πολύ περίπλοκη», λέει ο ΜακΚουάρι. «Ο Μπράντλεϊ Μπράντσο, όπως είναι το κανονικό όνομα του Ρούστερ, ήταν παιδί στην πρώτη ταινία και πιθανότητα δεν αντιλήφθηκε τι γινόταν γύρω του. Πλέον, είναι ένας άντρας που ξεκάθαρα έχει άλυτη σχέση με τον πατέρα του και με τον Μάβερικ, περιπλέκοντας τις φιλοδοξίες του».
Ο θάνατος του πατέρα του επηρέασε και την καριέρα του Ρούστερ. «Αυτό που ξεχωρίζει τον Ρούστερ από τους υπόλοιπους πιλότους είναι ο συντηρητικότερος τρόπος που πετάει, το οποίο είναι κατανοητό, δεδομένου πως ο πατέρας του σκοτώθηκε σε ατύχημα με F-14», λέει ο Κοζίνσκι. «Αλλά, αυτή η προσοχή μπορεί να μετατραπεί σε αδυναμία στη διάρκεια μιας αερομαχίας. Μερικές φορές χρειάζεται να είσαι πιο επιθετικός για να επιβιώσεις. Αυτό είναι κάτι που ο Μάβερικ προσπαθεί να τον βοηθήσει να καταλάβει».
«Ο Γκους διαπερνά κάθε πλάνο της ταινίας», παρατηρεί ο ΜακΚουάρι. «Είναι ένας χαρακτήρα που αγάπησαν όλοι στην πρώτη ταινία, ειδικά ο Μάβερικ. Και ήταν πραγματική πρόκληση, καθώς δεν θέλαμε το πετάξουμε εκτός το κοινό και να τους αναγκάσουμε να θυμηθούν μια άλλη ταινία. Οπότε ως είχαμε να επανασυστήσουμε τον Γκους ως χαρακτήρα. Είχαμε να τον επανασυστήσουμε ως πνεύμα. Κι αυτό φαίνεται, ακόμα και στη φράση “Μίλα μου, Γκους”». «Σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας», συνεχίζει ο ΜακΚουάρι, «έχεις την αίσθηση πως ο Γκους παρακολουθεί από ψηλά τον Μάβερικ και τον Ρούστερ, ελπίζοντας πως θα συμφιλιωθούν. Γιατί, με πολλούς τρόπους πρόκειται για άτομα δίχως οικογένεια. Και αυτή η ταινία είναι για το πως βρίσκουν μια».
Καλώς ήρθατε στη σχολή πιλότων
«Προσωπικά, δεν θα άφηνα ηθοποιό ούτε για να βγάλει βόλτα τον σκύλο μου, πόσο μάλλον να πετάξει αεροπλάνο», λέει γελώντας ο Μάιλς Τέλερ. Ωστόσο, ήταν οι δυνάμεις G που οδήγησαν στην απόφαση να γυριστούν τα πάντα πρακτικά, αφού οι επιπτώσεις τους στο ανθρώπινο σώμα είναι τόσο εμφανείς, ώστε η προσομοίωση της πτήσης να μην είναι καν επιλογή. Αλλά αυτή η αναζήτηση της αυθεντικότητας σήμαινε πως ο Κρουζ και οι πιλότοι του έπρεπε να προπονήσουν τα σώματά τους να αντέχουν ακραία πίεση.
Και μπορεί η διαδικασία της προετοιμασίας να ήταν επίπονη, ωστόσο κανένα μέλος του νεαρού καστ δεν θα την άλλαζε. «Ο Τομ δημιούργησε το πρόγραμμα εκπαίδευσης για εμάς, γιατί αυτό που κάνομε είναι πολύ σοβαρό», λέει ο Τέλερ. «Όλοι πίστευαν πως θα ήταν αδύνατο. Και νομίζω πως αυτό μας καθοδήγησε. Όταν ο Τομ ακούει πως κάτι είναι “αδύνατο” ή ανέφικτο, τότε είναι που πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά».
«Είμαι πολύ περήφανος για αυτό που πέτυχαν τα παιδιά», λέει ο Κρουζ. Σκέψου, αν πρέπει να πετάξουν για 45’, εγώ έχω μόνο 20’ με τον κάθε ηθοποιό. Και μπορεί να έχουν κάνει κι άλλες ταινίες, αλλά δεν έχουν κάνει τίποτα αντίστοιχο με αυτό. Έπρεπε να τους δείξω μοντάζ για να καταλάβουν το υλικό που χρειαζόμαστε. Δεν μπορείς να έχεις έναν σκηνοθέτη εκεί πάνω. Κανείς δεν τους μιλά. Είχαν τα λόγια τους γραμμένα σε ένα κομμάτι χαρτί και είχαν τόσα να κάνουν εκεί πάνω. Έπρεπε να συνεργαστούν με τον πιλότο. Να κατανοήσουν τον φωτισμό. Έπρεπε κάθε πλάνο να έχει τη σωστή γεωγραφία».
Νιώθοντας την ανάγκη
Από πού ξεκινάς, όταν σκέφτεσαι να κάνεις το σίκουελ μιας τόσο εμβληματικής ταινίας που κυκλοφόρησε πριν από 36 χρόνια; Μερικές φορές, η απάντηση βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου.
«Όταν ξεκινήσαμε να συζητάμε με τον Τόνι για το σίκουελ, του είπα, “Πρέπει να ξαναδούμε το “Top Gun”. Εσύ, εγώ και ο Τζέρι θα δούμε μαζί την πρώτη ταινία”, λέει ο Κρουζ. “Όλοι μας νομίζουμε πως ξέρουμε τι είναι το “Top Gun”. Ας το δούμε μαζί. Πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό. Να το νιώσουμε».
Όλα αυτά συνέβησαν το 2010, δύο χρόνια πριν τον θάνατο του Τόνι. Αλλά, αυτή η προβολή, με τους αρχικούς συντελεστές της ταινίας να κάθονται δίπλα-δίπλα στο σκοτάδι, παραμένει καθοριστική στιγμή για αυτό που θα κατέληγε να είναι το «Top Gun: Maverick».
Ο Μπρουκχάιμερ αναφέρει, «Είμαστε αποφασισμένοι, πως αν είναι να κάνουμε μια νέα ταινία, πρέπει να ανταποκρίνεται σε αυτό που έφτιαξε ο Τόνι. Όπως οι πιλότοι της σχολής TOPGUN, έτσι και ο Τόνι, ήταν ο καλύτερος των καλύτερων. Έπρεπε να ανταποκριθούμε σε αυτό». Όταν ο Κοζίνσκι ανέλαβε τη σκηνοθεσία είχε ως στόχο να δημιουργηθεί κάτι που θα μπορούσε να σταθεί περήφανα δίπλα στην ταινία του Σκοτ. «Είναι αδύνατον να τον αντικαταστήσει κανείς», προσθέτει ο σκηνοθέτης.
Για τον ΜακΚουάρι, η θρυλική διάσταση της ταινίας ήταν ταυτόχρονα βοήθεια και εμπόδιο. «Ένα πράγμα που συζητούσαμε ξανά και ξανά ήταν η δύναμη της πρώτης ταινίας και αυτό στο οποίο είχε εξελιχθεί στο μυαλό των θεατών. Όχι μόνο το τι ήταν, αλλά και το τι είχε γίνει».
«Τα σίκουελ για τις “Επικίνδυνες Αποστολές” με βοήθησαν να καταλάβω πώς να κάνω το “Top Gun: Maverick”. Οπότε έφτιαξα μια λίστα. Είπα, “Πρέπει να είναι νοσταλγικό. Πρέπει να είναι ο Μάβερικ. Αλλά είναι και μεγαλύτερος”. Ήθελα να δώσω στο κοινό “Top Gun”, αλλά και μια εξέλιξή του».
Όλα τα παραπάνω απαιτούσαν μια πλήρη αντιστροφή του τρόπου με τον οποίον γυρίζονται οι περισσότερες ταινίες. «Καθημερινά αφαιρούσαμε πράγματα που πιστεύαμε πως χρειάζεται η ταινία», περιγράφει ο ΜακΚουάρι. «Πρέπει να είσαι πρόθυμος να βάλεις κάτι στο χαρτί, να το αξιολογήσεις συναισθηματικά. Και τότε να είσαι πάλι πρόθυμος να το αφαιρέσεις», συμφωνεί ο Κρουζ. Ο ηθοποιός συνεχίζει, «Ήθελα η ταινία να έχει νοσταλγία και ήξερα πώς ήθελα να την ξεκινήσω. Ήξερα ακριβώς πώς ήθελα να ξεκινήσει, επειδή ήθελα να πω στο κοινό. “Θα είστε ασφαλείς. Όλα θα πάνε καλά. Θα σας δώσω αυτό τώρα, γιατί το περιμένετε πολύ καιρό. Και να’ το. Βρήκαμε αυτή την ισορροπία. Αυτή είναι η εισαγωγή της ταινίας και αυτή είναι η ταινία που ήθελα να φτιάξω”».