«Ήταν στο μπροστινό κάθισμα και ένα θραύσμα τον έπληξε»: Οι συνάδελφοι του Γάλλου δημοσιογράφου περιγράφουν τη μοιραία στιγμή

Newsroom
«Ήταν στο μπροστινό κάθισμα και ένα θραύσμα τον έπληξε»: Οι συνάδελφοι του Γάλλου δημοσιογράφου περιγράφουν τη μοιραία στιγμή
Εμφανώς ταραγμένοι και συγκινημένοι, επεσήμαναν πως το θωρακισμένο όχημα δεν χτυπήθηκε απευθείας και ότι ο θάνατος του Φρεντερίκ επήλθε από θραύσματα που πέρασαν από το «παρμπρίζ».

Διευκρινίσεις για τις συνθήκες θανάτου του δημοσιογράφου Φρεντερίκ Λεκλέρκ-Ιμόφ, 32 ετών, έδωσαν οι συνάδελφοί του στον τηλεοπτικό σταθμό BFM, στον οποίο εργαζόταν τα τελευταία έξι χρόνια.

Εμφανώς ταραγμένοι και συγκινημένοι, έδωσαν την είδηση αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του θανάτου από τον πρόεδρο Μακρόν, επισημαίνοντας πως το θωρακισμένο όχημα στο οποίο βρισκόταν δεν χτυπήθηκε απευθείας και ότι ο θάνατος του επήλθε από θραύσματα που πέρασαν από το «παρμπρίζ».

«Ο Φρεντερίκ ήταν στο μπροστινό κάθισμα και ένα θραύσμα τον έπληξε», είπε ο Πάτρικ Σος, ρεπόρτερ του καναλιού, διευκρινίζοντας πως ο άλλος δημοσιογράφος του καναλιού Μαξίμ Μπραντστάετερ που καθόταν στο πίσω κάθισμα «τραυματίστηκε ελαφρά», ενώ το τρίτο μέλος της δημοσιογραφικής ομάδας, η Οξάνα Λεούτα, που επίσης ήταν στο πίσω κάθισμα, δεν έπαθε τίποτα.

«Ο Φρεντερίκ δεν ήταν θερμοκέφαλος. Ζύγιζε κάθε λεπτό της αποστολής του», είπε εμφανώς συγκινημένος ο Μαρκ-Ολιβιέ Φοτζιέλ γενικός διευθυντής του BFM στο πλατό του καναλιού. Και συνέχισε λέγοντας τα εξής: «Τα τρία μέλη της ομάδας αξιολόγησαν, όπως κάθε πρωί, τους κινδύνους.

 

Ο Φρεντερίκ και η Οξάνα θεώρησαν ότι η αποστολή ήταν αρκετά ασφαλής και ότι μπορούσαν να πάνε, ενώ ο Μάξιμ είχε κάποιες επιφυλάξεις, όπως θα μπορούσε να είχε την προηγούμενη ή την επόμενη μέρα. Αλλά (…) ήταν επίσης μια πολύ δεμένη δημοσιογραφική ομάδα και έτσι αποφάσισαν να πάνε εκεί για ρεπορτάζ», εξήγησε ο διευθυντής του BFM.

Αναφερόμενος στην «πρώτη αντίδραση» της μητέρας του Φρεντερίκ, όταν μίλησε μαζί της στο τηλέφωνο, είπε ότι παρά τον πόνο της «ρώτησε να μάθει πώς ήταν ήταν ο Μαξίμ και η Οξάνα. Ήξερε ποια ήταν η δουλειά του γιου της (…) και είχε μια μορφή υπερηφάνειας», κατέληξε ο Φοντζιέλ.