Ο μακελάρης των Τρικάλων σκότωσε τη μάνα, τον πατέρα, τη γυναίκα και τους παππούδες του: «Μην σκοτώσεις και μας πατέρα»
Το Παλαιομονάστηρο Τρικάλων ήταν ένα μικρό και ήσυχο χωριό, το οποίο όμως έμελλε να μείνει στην ιστορία για ένα φρικιαστικό έγκλημα. Στις 2 Ιουνίου το 1981, όπως αναφέρει ο Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα», ο 48χρονος Σπύρος Σταρίδας, γεωργός στο επάγγελμα, πήρε την καραμπίνα του και σκότωσε τη μάνα του, τον πατέρα του, τη γυναίκα του, τους γείτονες του, ενώ τη στιγμή που ήταν έτοιμος να σκοτώσει και τα παιδιά του, αυτά τον παρακάλεσαν να μην το κάνει και αυτός τα άφησε…
Ο Σταρίδας αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, ωστόσο είχε πάψει να παίρνει το χάπι του και είχε ξεκινήσει να πίνει. Ένα βράδυ, δίχως να έχει κάποιο ξέσπασμα ή να έχει δείξει κάποιο σημάδι, πήρε την καραμπίνα του και ξεκίνησε να σκορπίζει τον θάνατο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ρεπορτάζ του Πάνου Σόμπολου: «Ο Σταρίδας πρώτα πυροβόλησε και σκότωσε τον πατέρα του. Στη συνέχεια πυροβόλησε τον παππού και τη γιαγιά του και τέλος τη μάνα του. Στη συνέχεια, περπατώντας με την καραμπίνα στο χέρι, συνάντησε στον δρόμο τη θεία και τον θείο του. Πιο πέρα, συνάντησε ένα γείτονα, που είχε κι αυτός την ίδια τύχη με τους άλλους. Τελευταία σκότωσε τη γυναίκα του, οπότε και αυτοκτόνησε, κλείνοντας έτσι τον φοβερό κύκλο του αίματος».
Το ακόμα πιο συνταρακτικό του ολέθρου είναι πως πήγε στα παιδιά του, 10 και 12 ετών και όταν αυτά τον είδαν να μπαίνει με την καραμπίνα, το αγοράκι τον ικέτευσε τρομοκρατημένο: «Μη μας σκοτώσεις κι εμάς».
Σαν να… «ξύπνησε» ο μακελάρης, σα να «προσγειώθηκε» στην πραγματικότητα και τα κοίταξε σαστισμένος για λίγα δευτερόλεπτα, τα προσπέρασε και συνέχισε το φονικό του έργο. Ο γείτονας του Ηλίας Κουσκουρής, όταν τον είδε να περνά με την καραμπίνα μπροστά από την αυλή του, προσπάθησε να τον πείσει να πετάξει την καραμπίνα, αλλά μάταια, με τον Σταρίδα να τον πυροβολεί και να τον σκοτώνει.
Η γυναίκα του δολοφόνου, είχε τρέξει στο σπίτι του κουμπάρου της για να τηλεφωνήσει στην αστυνομία, αλλά όταν την πέτυχε ο σύζυγός της, της είπε: «Τι δουλειά έχεις στο σπίτι του κουμπάρου; Εδώ στεφανωθήκαμε; Άντε στα παιδιά σου». Πριν προλάβει όμως αυτή να απαντήσει, την πυροβόλησε θανάσιμα.
Μετά από το φονικό, έγινε κουβέντα για το όπλο που είχε στην κατοχή του ο μακελάρης. Επιβεβαιώθηκε πως είχε άδεια κανονικά, αλλά άπαντες διερωτήθηκαν, πως ήταν αυτό δυνατό να δίνεται άδεια για όπλο, σε άνθρωπο με ψυχολογικά προβλήματα και που στο παρελθόν είχε νοσηλευτεί; Επίσημη απάντηση δεν δόθηκε ποτέ.
Αργότερα, έγινε γνωστό από τους συγχωριανούς του, ότι ο δράστης λίγες ώρες πριν τις δολοφονίες είχε πάει στο καφενείο του χωριού και είχε παίξει χαρτιά με άλλους θαμώνες. Μετά πήγε στο σπίτι πήρε κάποια είδη ρουχισμού έβαλε φωτιά και τα έκαψε.
Είχε πει μάλιστα στη γυναίκα του να του δώσει το καλό το παντελόνι και το πουκάμισο με τα αστέρια, γιατί «απόψε» όπως της έλεγε, «θα σκοτωθώ» και την παρότρυνε να πάρει τα παιδιά και να φύγει.