Το στυγερό έγκλημα της Εύβοιας: Έσφαξαν δύο παιδάκια και ο μοναδικός μάρτυρας άλλαξε ταυτότητα και κρυβόταν
Ένα από τα πιο αποτρόπαια και φρικιαστικά εγκλήματα στην Ελλάδα έλαβε χώρα σαν σήμερα το 1927, στον Θεολόγο της Εύβοιας, καθώς δύο παιδάκια, ένα 5χρονο αγόρι και ένα 9χρονο κορίτσι, βρέθηκαν άγρια δολοφονημένα και πεταμένα σε μια χαράδρα, στον Θεολόγο της Εύβοιας! Ήταν παιδιά του αγροφύλακα Ι.Σ.
Στις 06:00 το πρωί, όπως διαβάζουμε στη Μηχανή του Χρόνου, τα δύο παιδιά πήγαν να βοσκήσουν τα αρνάκια τους, στο κτήμα που ήταν μισή ώρα μακριά από το κέντρο του Θεολόγου. Νύχτωσε όμως και τα παιδιά δεν είχαν γυρίσει στο σπίτι τους, με αποτέλεσμα να κινητοποιήσει η οικογένεια των Ενωμοτάρχη. Μαζί με τους γονείς και συγγενείς ξεκίνησε η αναζήτηση.
Τελικά, τα μικρά παιδιά εντοπίστηκαν νεκρά σε μια χαράδρα, κοντά στο κτήμα που είχαν πάει. Είχαν δολοφονηθεί με μαχαίρι στο λαιμό. Επίσης, το σώμα του άτυχου κοριτσιού «έφερε φρικώδη ίχνη βίας» (σ.σ. βιασμού), όπως ανέγραφε η Τύπος της εποχής.
Έντρομη και οργισμένη η τοπική κοινωνία απαιτούσε από τις αρχές της Χαλκίδας να αναλάβουν δράση για τον εντοπισμό των δολοφόνων. Η αστυνομία συνέλαβε αρχικά τέσσερις χωρικούς που είχαν βρεθεί κοντά στον τόπο του εγκλήματος. Κρατήθηκαν όμως οι δύο: Ο Δ.Μ. και ο Δ.Κ, σύγγαμπροι και κατηγορούμενοι για πολλές εγκληματικές πράξεις. Δύο «νταήδες» που έσπερναν τον τρόμο στους χωρικούς και τους εκφόβιζαν συνεχώς να μην τους καταγγείλουν.
Η αστυνομία είχε ενδείξεις, αλλά όχι αποδείξεις για την ενοχή τους. Όμως, ένας αγρότης, ο Α.Κ. ήταν εκείνος που έδωσε αδιαμφισβήτητα στοιχεία για την ενοχή τους. Ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας! Κατά την προανακριτική εξέταση, υποστήριξε ότι βρισκόταν σε μια ράχη κοντά στο κτήμα που διαπράχθηκε το στυγερό έγκλημα.
Είπε λοιπόν πως είδε τα παιδιά να έχουν ανέβει σε μια αχλαδιά και έκοβαν φύλλα για να ταΐσουν τα αρνάκια. Οι δύο άνδρες κατέβασαν τα παιδιά από το δέντρο, τα ξυλοκόπησαν και τα οδήγησαν σε μια μικρή χαράδρα που καλυπτόταν από θάμνους. Ο Α.Κ. είπε ότι άκουσε τις «σπαρακτικές κραυγές των μικρών μαρτύρων». Στην αρχή, δεν κατέθεσε γιατί φοβόταν μην τον σκοτώσουν οι δολοφόνοι και οι συγγενείς τους. Έτσι λοιπόν για δύο μήνες, κρυβόταν σε ένα χωριό στη Λιβαδειά με άλλο όνομα για να προστατευτεί.
Αναζητώντας οι Αρχές τους λόγους για τους οποίους οι δύο άντρες σκότωσαν τα δύο παιδάκια, ο μάρτυρας απάντησε «Διά νά εκδικηθούν τον πατέρα τους».
Η δίκη ξεκίνησε στις 17 Μαΐου το 1928 και οι κάτοικοι του χωριού φώναζαν την ενοχή των Δ.Μ. και ο Δ.Κ. την ώρα που οι δύο κατηγορούμενοι παρέμεναν ατάραχοι και αρνούνταν ότι διέπραξαν το έγκλημα. Ο πατέρας των ανήλικων θυμάτων υποστήριξε ότι εκείνη τη μέρα το παιδί ενός από τους δράστες είχε διαπληκτιστεί με τα δύο παιδιά του. Όσο για το αν είχε προηγούμενα με τους δύο κατηγορούμενους, ο Ι.Σ. Υποστήριξε ότι τον μισούσαν επειδή τους είχε καταγγείλει για αγροζημιές.
Όταν ξανάρχισε η δίκη στις 13 Οκτωβρίου το 1928, ο Ι.Σ. κατέθεσε πως όταν πήγε στο καφενείο του χωριού για να ρωτήσει για τα παιδιά του, συνάντησε τον Δ.Μ., “τού οποίου η συμπεριφορά τού εφάνη περίεργος”. Ο Δ.Μ. είχε αλλάξει πάει και είχε αλλάξει τα ρούχα του για να μην φανούν τα αίματα. Ο πατέρας των παιδιών χαρακτήρισε τους δύο κατηγορούμενους ως “κακούργους ψυχάς καί δυναμένους νά κάψουν ολόκληρο χωριό”. Η μητέρα υποστήριξε επίσης την ενοχή των δύο ανδρών “διότι μόνον μέ αυτούς δέν είχον καλάς σχέσεις”.
Ο γιατρός που διενέργησε τη νεκροψία υποστήριξε ότι το κορίτσι πράγματι βιάστηκε πριν δολοφονηθεί. Τόσο εκείνο όσο και το αγόρι έφεραν μελανιές και εκδορές στο σώμα τους, ενώ ο ιατροδικαστής συμπλήρωσε πως θα ήταν αδύνατο ένα μόνο άτομο να έχει διαπράξει το έγκλημα: “Συνάγω τό συμπέρασμα ότι δύο ήσαν οι δράσται”, κατέληξε.
Στις 17 Οκτωβρίου, ο εισαγγελέας αποφάνθηκε ότι ο Δ.Μ. και ο Δ.Κ. Έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι και τους χαρακτήρισε “καθ’έξιν εγκληματίας, πρωτοφανώς ψύχραιμους καί απαθείς”. Δύο ημέρες μετά, οι ένορκοι αποφάσισαν: οι δύο κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι. Ο Δ.Κ. καταδικάστηκε ως συνεργός σε ισόβια κάθειρξη και ο Δ.Μ. ως αυτουργός εις θάνατον. Στο άκουσμα της απόφασης, ο Δ.Μ. αναφώνησε: “Δέν μέ δικάσανε μέ τήν ψυχήν τους οι ένορκοι”. Ο Δ.Κ. φώναξε απευθυνόμενος στους ενόρκους: “Καλά μάς τήν φτιάξατε”.