Η αστυνομία είχε βρει τον «Δράκο της Βουλιαγμένης» με τη βοήθεια ενός… μέντιουμ: Είχε πετάξει χειροβομβίδα σε ζευγάρι
Ο δημόσιος υπάλληλος Θεόδωρος Δέγλερης, βρισκόταν σε ερωτική περίπτυξη με την κοπέλα του Σοφία Μαναβάκη στο Μικρό Καβούρι. Ήταν Αύγουστος του 1953! Ο «ματάκιας» που τους παρατηρούσε τους επιτέθηκε. Ήταν μέσα στο σκοτάδι. Σκότωσε εν ψυχρώ τον άνδρα και έκλεψε τα χρήματα από τη γυναίκα.
Ο Τύπος της εποχής τον αποκάλεσε ο «Δράκος της Βουλιαγμένης» και η αστυνομία προσπαθούσε να φτάσει στα ίχνη του, αλλά εις μάτην…
Όπως διαβάζουμε στη Μηχανή του Χρόνου, ο αστυνομικός ρεπόρτερ Θεόδωρος Δράκος, ο οποίος εργαζόταν στην εφημερίδα «Ακρόπολη», ήθελε - προκειμένου να βρει στοιχεία- να προσπαθήσει να αναπαραστήσει τη σκηνή της δολοφονίας, με τη βοήθεια της γνωστής μέντιουμ Ελένης Κικίδου.
Με τη βοήθεια και του Άγγελου Τανάγρα, του ιδρυτή της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών που πραγματοποιούσε πειράματα με τη βοήθεια μέντιουμ, η Κικίδου χρησιμοποιώντας όλες τις «δυνάμεις» της, περπάτησε ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου και περιέγραψε τη σκηνή με λεπτομέρειες, όπως την έβλεπε στο μυαλό της…
«Ο δολοφόνος τους επλησίασε πολύ κοντά, πίσω από την πλάτη τους, στο πεύκο. Κάθησε εκεί τρία τέταρτα της ώρας και παρακολούθησε όλην την συνομιλίαν τους και τις τρυφερότητές τους. Έπειτα, έφυγε από κει και ήρθε σ’ αυτό εδώ το πεύκο, πλαγίως, σε απόσταση δύο μέτρων. Τη στιγμή αυτήν, η νέα ήτο ξαπλωμένη κατά γης. Επάνω της ο Δέγλερης, εις τρυφεράν περίπτυξιν. Τότε, ο δολοφόνος εκάθησε οκλαδόν και τους σημάδεψε και πυροβόλησε.
Είναι ψύχραιμος και έχει μια φοβερή κακία μέσα του. Δεν είναι τόσο κουτός, όσο τον φαντάζονται. Είναι ψηλός, μελαχρινός, έχει αφήσει τα πέδιλά του μακριά. Πυροβολεί επανειλημμένως και φεύγει προς την αντίθετον κατεύθυνσιν και κρύβεται. Έπειτα, κρύβει το πιστόλι κάτω από το μέρος των βράχων και επανέρχεται προς το θύμα του.
Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει τον σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι . Έπειτα εξαφανίζεται προς τον Λαιμόν. Παίρνει μεταφορικόν μέσον, πιθανώς βάρκα και περνά απέναντι. Ξέρει από θάλασσα κι έχει ξαναμπή σε θάλασσα. Το ένα πόδι του είναι πληγωμένο από τις πέτρες, όπως έτρεχε ξυπόλητος. Έχει επίσης χαλασμένα δόντια. Του λείπουν πολλά δόντια», έγραφε στην Ακρόπολη ο Θεόδωρος Δράκος, τα όσα είχε «δει» το μέντιουμ.
Η Ελένη Κικίδου είχε περιγράψει με ακρίβεια το πρόσωπο του δράστη και γνώριζε, όχι μόνο που εργαζόταν, αλλά και τον χαρακτήρα του: «Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους και είναι κάτω από μια πέτρα. Δεν είναι μεγάλο πιστόλι και δεν είναι δικό του. Ο δολοφόνος το έχει κλέψει από καιρό. Είναι υψηλός, αδύνατος, με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία. Φορεί σκούρο παντελόνι και κοντό υποκάμισο. Φορεί τώρα λινά παπούτσια. Πρώτα φορούσε πέδιλα. Καφέ πέδιλα, μεγάλα, νούμερο 42. Όχι πολύ εφθαρμένα. Κανείς δεν τον υποπτεύεται. Εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο μέσα στην κουζίνα. Δεν βγαίνει έξω. Τη νύκτα μόνο πηγαίνει και κοιμάται στο ύπαιθρο. Το μέρος που μένει δεν έχει δέντρα. Το όνομά του αρχίζει από Σ.
Κάτι έχει πάθει αυτός ο άνθρωπος μικρός. Κάτι σοβαρό που του έχει από τότε αναστατώσει τη ζωή. Κάνει τον κουτό, αλλά δεν είναι κουτός. Βλέπω στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης ούτε και μένει μαζί τους».
Οι αποκαλύψεις της Κικίδου και τα έγραφε ο δαιμόνιος δημοσιογράφος εκτίναξαν τις πωλήσεις της εφημερίδας, αλλά έδωσαν και πολλά χρήσιμα στοιχεία στην αστυνομία, για το που έπρεπε να ερευνήσει. Εξέτασαν ξανά το πιστόλι της δολοφονίας, πήραν νέες καταθέσεις και από τον στρατό, όπως είχε υποδείξει το μέντιουμ και ανέκριναν τους περίοικους, αλλά και τους λεγόμενους «ματάκηδες» της Βουλιαγμένης.
Σιγά-σιγά κατάφεραν να «κουμπώσουν» τα κομμάτια του παζλ και έφτασαν στη σύλληψη του 25χρονου Μιχάλη Στεφανόπουλου, ο οποίος, αν και αρχικά αρνούνταν τα πάντα, τελικά ομολόγησε τα εγκλήματά του. Γιατί δεν είχε διαπράξει μόνο αυτό…
«Εγώ ήμουν καταδικασμένος μόνο να βλέπω… Δεν θυμάμαι πως μου ήρθε να τραβήξω το πιστόλι και να ρίξω μία, δυο, τρεις, τέσσερις φορές… Κι έπειτα ήρθε η χαρά. Η κοπέλα ήταν πια ανυπεράσπιστη. Έτρεξα να τη βοηθήσω. Ήταν δικιά μου πια η κοπέλα. Ο φίλος της ξεψυχούσε. Ήταν δικιά μου, με καταλαβαίνεις; Και την αγκάλιασα και την έσυρα κοντά μου κι εκείνη νόμισε ότι ήθελα να την βοηθήσω κι εγώ την έπιανα… Έπειτα, όλα τελείωσαν. Είχα συνέλθει… Με κυρίευσε ο φόβος της τιμωρίας κι έφυγα», δήλωνε ο δολοφόνος στους δημοσιογράφους.
Στη συνέχεια ομολόγησε και άλλη μια επίθεση, που είχε κάνει σε άλλο ζευγάρι, όπου τους είχε πετάξει χειροβομβίδα.
Στις 10 Αυγούστου του 1954 «εις την θέσιν Τούρλος της Αιγίνης εξετελέσθησαν ο Μιχαήλ Στεφανόπουλος, γνωστός ως “Δράκος της Βουλιαγμένης” και δύο έτεροι θανατοποινίται, οι οποίοι είχον καταδικασθή δι εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου” έγραφε ο Τύπος της εποχής και συμπλήρωνε: «Κατά την ώραν της εκτελέσεως, ο Στεφανόπουλος εζήτησε να του δέσουν τους οφθαλμούς και να του λύσουν τα χείρας».
Το μέντιουμ Ελένη Κικίδου με τη διόραση της είχε καταφέρει να βοηθήσει τα μέγιστα για την εξιχνίαση των δολοφονιών: «Ήταν πολύ άγριο πράγμα, για μένα ήταν μια τραγωδία. Αρρώστησα ψυχικά για τρεις μήνες, επειδή είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, αλλά και συναισθηματικά», θυμόταν χρόνια αργότερα η Κικίδου!