Το ραντεβού θανάτου ενός βιομήχανου με τον πληρωμένο εραστή του: «Απόψε θα σου κάνω ένα μεγάλο δώρο»
- Η αστυνομία αναζητούσε για 28 μήνες τον δολοφόνο
- Η ομολογία του δράστη
- «Δεν σκότωσα εγώ τον βιομήχανο»
Ένα αποτρόπαιο έγκλημα συντάραξε την ελληνική κοινωνία την δεκαετία του ΄70. Σαν σήμερα, στις 22 Νοεμβρίου 1977, η αστυνομία βρήκε σε ερημική περιοχή του Σουνίου, το άψυχο σώμα του βιομήχανου Μ.Γ. μέσα σε μια λίμνη αίματος. Η αστυνομία για 2,5 χρόνια βρισκόταν στο σκοτάδι. Τελικά συνέλαβε έναν νεαρό, ο οποίος έπεσε σε πολλές αντιφάσεις.
Όπως θυμάται η «Μηχανή του Χρόνου», οι αρχές ερεύνησαν το σενάριο του σεξουαλικού εγκλήματος, το οποίο θεώρησαν πιο πιθανό, καθώς ο δράστης υπήρξε συνοδός ανδρών έναντι αμοιβής. Το ραντεβού τους είχε κλειστεί από ένα τρίτο πρόσωπο, που έπαιξε τον ρόλο του μεσάζοντα και τους έφερε σε επαφή. Μάλιστα, φέρεται ότι τους σύστησε λέγοντας στο βιομήχανο: «Απόψε θα σου κάνω ένα μεγάλο δώρο». Η συνάντηση έγινε στον δρόμο για το Σούνιο και εκεί αργότερα βρέθηκε το μοιραίο αυτοκίνητο με το πτώμα του άτυχου άνδρα.
Η αστυνομία αναζητούσε για 28 μήνες τον δολοφόνο
Για 28 μήνες οι έρευνες της αστυνομίας ήταν στο σκοτάδι. Δεν είχαν κανένα στοιχείο που θα τους έφερνε στα ίχνη του δράστη της δολοφονίας. Ωστόσο, μια τυχαία σύλληψη μία εβδομάδα πριν από την εξιχνίαση του εγκλήματος, οδήγησε τελικά στα ίχνη του δολοφόνου. Στον κύκλο του τοξικομανή που είχε συλληφθεί βρισκόταν ο δράστης της δολοφονίας του βιομήχανου. Οδηγήθηκε στην ασφάλεια και όταν το αποτύπωμα του ταυτοποιήθηκε με το μοναδικό που υπήρχε στο αμάξι της δολοφονίας, συνελήφθη. Το αμάξι του θύματος βρέθηκε σε ερημική περιοχή της Βάρκιζας. Δίπλα στο νεκρό σώμα υπήρχε ένα περιοδικό ερωτικού περιεχομένου. Ο δράστης άλλαξε την αρχική ομολογία του και είπε ότι έγινε υπό καθεστώς ψυχολογικής πίεσης.
Η ομολογία του δράστη
Σύμφωνα με την κατάθεση του μόλις 17χρονου δράστη, ο νεαρός βιομήχανος, κατά τη συνάντησή τους τον άγγιξε στα γεννητικά του. «Θίχτηκε ο ανδρισμός μου», είπε στην αστυνομία κατά την ομολογία του ο δράστης. Η αντίδρασή του ήταν βίαια, έβγαλε το περίστροφο που κουβαλούσε μαζί του και πυροβόλησε το θύμα. Όταν συνειδητοποίησε ότι το θύμα δεν είχε υποκύψει, συνέχισε να τον χτυπά με μία ρακέτα, μέχρι να πεθάνει. Στη συνέχεια έκλεψε το πορτοφόλι του με 4.000 δραχμές και έφυγε από το σημείο. Ο νεαρός υποστήριξε πως πέταξε το όπλο που είχε στα χέρια του σε ερημική τοποθεσία και λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα έκανε οτοστόπ σε ένα ζευγάρι, το οποίο τον πήρε με το αυτοκίνητο του μέχρι την περιοχή του Φιξ. Αργότερα ενημέρωσε τον προαγωγό του για ό,τι είχε συμβεί. Αυτός ωστόσο εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία και άρχισε να τον εκβιάζει με χρήματα, διαφορετικά -όπως έλεγε- θα τον κατέδιδε στην αστυνομία.
«Δεν σκότωσα εγώ τον βιομήχανο»
Το μοναδικό αποτύπωμα που βρέθηκε στο αμάξι είχε ταυτοποιηθεί με αυτό του δολοφόνου. Ο δράστης είχε ήδη ομολογήσει με λεπτομέρειες τον τρόπο με τον οποίο σκότωσε τον βιομήχανο. «Όταν κατέβηκα από το αυτοκίνητο συνειδητοποίησα ότι η καμπαρντίνα που φορούσα ήταν γεμάτη αίματα και τότε αποφάσισα να τη σκίσω και να την εξαφανίσω, όπως και το πορτοφόλι του θύματος» είπε, συμπληρώνοντας πως σε όλη τη διαδρομή, μέχρι το σπίτι του στο Παγκράτι, πετούσε τα κομμάτια της καμπαρντίνας σε υπονόμους και κάδους σκουπιδιών
Ενώ όλα τα στοιχεία ήταν εναντίον του, στην αναπαράσταση του εγκλήματος αποφάσισε να αναιρέσει ότι είχε προηγηθεί. Από τη μια στιγμή στην άλλη η καταθεσή του άλλαξε και ήρθε σε πλήρη αντίφαση με ότι είχε ήδη παραδεχθεί. «Δεν σκότωσα εγώ το βιομήχανο», φώναζε και προσπαθούσε να πείσει τον εισαγγελέα ότι τελικά δεν ήταν αυτός ο δράστης. Λίγες ώρες μετά την ομολογία του, αρνήθηκε τα πάντα. Υποστήριζε ότι δεν ήταν στην σκηνή του φόνου και ότι δεν γνώριζε πώς δολοφονήθηκε το θύμα. Δικαιολόγησε την αντίφαση του: «Είμαι ψυχοπαθητικός. Δεν ήμουν σε καλή ψυχολογική κατάσταση όταν κατέθεσα», δήλωνε ο δολοφόνος.
Ο δολοφόνος μέχρι και την τελευταία στιγμή, παρά την αρχική ομολογία του, θεωρούσε ότι η εις βάρος του κατάσταση μπορούσε να ανατραπεί. Ο δράστης ήταν τόσο σίγουρος ότι θα πείσει τον εισαγγελέα ότι δεν ήταν αυτός ο δράστης ώστε διαβεβαίωνε τη μητέρα του: «Μην κλαις μάνα σε δύο μέρες θα είμαι έξω». Τελικά κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, ληστεία, παράνομη οπλοχρησία και οπλοφορία.