Η μυστηριώδης δολοφονία του σατανικού Ρασπούτιν: Τον δηλητηρίασαν, τον πυροβόλησαν και τον έριξαν στο ποτάμι
Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τη μυστηριώδη δολοφονία το «σατανικού» καλόγερου που έγινε μια μέρα σαν σήμερα το 1916 .Ο διαβόητος Ρασπούτιν επέστρεφε από την εκκλησία. Μπροστά στο σπίτι του τον περίμενε μια παραμορφωμένη γυναίκα χωρίς μύτη. Ζήτησε ελεημοσύνη και αυτός άρχισε να ψάχνει στις τσέπες του. Ξαφνικά η γυναίκα τράβηξε ένα μαχαίρι και το κάρφωσε στην κοιλιά του Ρασπούτιν. Ο Ρώσος μυστικιστής λαβωμένος άρχισε να τρέχει μακριά της. Η δράστης τον ακολούθησε για να του καταφέρει το θανάσιμο πλήγμα.
Ο Ρασπούτιν όμως άρπαξε ένα σίδερο και τη χτύπησε στο κεφάλι αφήνοντάς την λιπόθυμη. Η γυναίκα συνελήφθη από την αστυνομία ενώ το τραυματισμένο θύμα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε πολύ σοβαρή κατάσταση. Για πολλές ημέρες ήταν μεταξύ ζωής και θανάτου.
Η απόπειρα δολοφονίας του Ρασπούτιν έγινε πρωτοσέλιδο θέμα σε όλες τις εφημερίδες. Η τσαρική οικογένεια και πολλές θαυμάστριες, του έστελναν τηλεγραφήματα με την ευχή να αναρρώσει. Η κοπέλα με το τρομακτικό πρόσωπο που του είχε επιτεθεί ονομαζόταν Χιόνα Γκούσεβα. Στην ανάκριση εξέφρασε τη λύπη της που δεν είχε καταφέρει να τον σκοτώσει.
Όπως αναφέρεται στην μηχανή του χρόνου, όταν συνήλθε ο Ρασπούτιν είπε, ότι πίσω από την Γκούσεβα κρυβόταν ο μοναχός Ηλιόδωρος με τον οποίο διατηρούσαν εχθρικές σχέσεις. Η γυναίκα όμως το διέψευδε με επιμονή, λέγοντας ότι επρόκειτο για δική της απόφαση. Την τρίτη ημέρα μετά την απόπειρα ο Ρασπούτιν έλαβε ένα γράμμα στο οποίο έγραφε: «Εγώ βγήκα νικητής από αυτή τη μάχη και όχι εσύ Γκριγκόρι. Η ύπνωση σου διαλύθηκε σαν καπνός, μπροστά στον ήλιο. Στο λέω, θα πεθάνεις πάση θυσία. Εγώ ο εκδικητής, ο εκτοπισμένος».
Όταν παρέδωσε το γράμμα στην αστυνομία ισχυρίστηκε ότι συντάκτης ήταν ο μοναχός που υπήρξε γι αυτόν θανάσιμος αντίπαλος. Ο Ηλιόδωρος το έσκασε από τη Ρωσία και χρόνια αργότερα έγραψε στην Αμερική το βιβλίο «Μάρθα του Στάλινγκραντ». Εκεί ο πρώην μοναχός ομολόγησε πως αποφάσισε να βάλει τέλος στην ιστορία με τον Ρασπούτιν. Συγκέντρωσε περίπου 400 ενορίτες του και διάλεξαν τις τρεις πιο όμορφες κοπέλες που έπρεπε να παρασύρουν και να δολοφονήσουν τον ιερέα. Αλλά η Χιόνα Γκούσεβα είπε: «Γιατί να χαντακωθούν ωραίες κοπέλες που έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους; Εγώ είμαι μια σακάτισσα και δεν με χρειάζεται κανένας. Εγώ μόνη μου θα τον εκτελέσω», έγραφε ο Ηλιόδωρος.
Ήταν ίσως η πιο δολοφονική απόπειρα εναντίον του, παρά τις πολλές προσπάθειες που έγιναν από τους ορκισμένους και φανατικούς εχθρούς του. Ο,τι δεν κατάφεραν πολλοί άλλοι το πέτυχε ο σύζυγος της ανιψιάς του Τσάρου, ο Γιουσούποφ. Την νύχτα της 29ης Δεκεμβρίου του 1916, τον κάλεσε στο σπίτι του και του έκανε το τραπέζι με δηλητηριασμένο κρασί και γλυκό. Το δηλητήριο δεν τον «έπιασε» όμως και έτσι ο Γιουσούποφ τον πυροβόλησε αρκετές φορές.
Κατόπιν, πήραν το σώμα του, το τύλιξαν μέσα σ’ ένα χοντρό ύφασμα, του έδεσαν ένα βαρίδι και το φόρτωσαν σε ένα αμάξι για να το ρίξουν στο παγωμένο ποτάμι. Καθώς το ξεφόρτωναν όμως, διαπίστωσαν ότι το σώμα του ακόμα κινούνταν. Την επόμενη μέρα όλη η Ρωσία μάθαινε, ότι ο Ρασπούτιν δεν έπαψε ν’ ανασαίνει, παρά μόνο μετά την πτώση του στον παγωμένο ποταμό. Αυτό ήταν αρκετό, ώστε οι λαϊκές αφηγήσεις να δημιουργήσουν ένα θρύλο γύρω από τον Ρασπούτιν, κάνοντας τους χωρικούς να φοβούνται το στοιχειωμένο πνεύμα του.
Σε όλο το επόμενο διάστημα, οι φήμες για τον τρόπο με τον οποίο πέθανε ο Ρασπούτιν έκαναν τους αγρότες να τιμούν φοβισμένοι το λείψανο του «αγίου». Εξαγριωμένοι από την κατάσταση αυτή, οι μπολσεβίκοι ηγέτες που εν τω μεταξύ είχαν επικρατήσει, αποφάσισαν μια τελευταία εκταφή. Τελικά, το πτώμα μεταφέρθηκε κρυφά τη νύχτα σε ένα ξέφωτο, όπου μια μικρή ομάδα στρατιωτών της Ερυθράς φρουράς με επικεφαλής έναν αξιωματικό, ετοίμασε φωτιά και έκαψε το σώμα του Ρασπούτιν το χειμώνα του 1917-1918, δίνοντας οριστικά τέλος στη λατρεία του λειψάνου του.
Πηγή εικόνων: Wikipedia