Πογκρόμ κατά Ελλήνων μεταναστών στη Νεμπράσκα: «Να φύγουν οι βρωμιάρηδες δολοφόνοι»
«Οι Έλληνες είναι βρώμικοι, υπάνθρωποι, απολίτιστοι, άγριοι, επιρρεπείς στο έγκλημα. Κοιμούνται σαν τα ποντίκια τέσσερις και πέντε σε ένα δωμάτιο»! Λίγες αλλά χαρακτηριστικές εκφράσεις από αυτά που πίστευαν αλλά και έγραφαν οι αμερικάνικες εφημερίδες το 1909 κατά των Ελλήνων μεταναστών, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει σαν σήμερα, ένα άγνωστο, αλλά απύθμενης βίας «πογκρόμ», που έφερε σαν αποτέλεσμα να απομείνουν μόλις 59 Έλληνες μετανάστες.
Η ελληνική κοινότητα της Όμαχα και της Νότιας Όμαχα στη Νεμπράσκα αριθμούσε περίπου στους 2.000 κατοίκους, οι οποίοι όμως μπήκαν στο στόχαστρο της αμερικανικής κοινότητας. Στην αρχή έλεγαν ότι «οι Έλληνες δεν θέλουν να εναρμονιστούν με την τοπική κοινωνία» και επιχειρηματολογούσαν πως «έχουν την αντιαμερικανική συνήθεια να διατηρούν τα δικά τους μανάβικα και καφενεία». Έλεγαν πως «θέλουν να βουτήξουν τα δολάρια» για να «επιστρέψουν με αυτά στη φτωχή τους χώρα». Υπερθεμάτιζαν μάλιστα πως «ο Έλληνας μετανάστης κλέβει τις δουλειές των Αμερικανών γιατί πηγαίνει να δουλέψει με ψίχουλα και όχι με αξιοπρεπείς μισθούς» κτλ. κτλ. κτλ.
Αυτό όμως που εκτόξευσε το μίσος κατά των Ελλήνων μεταναστών ήταν η σύλληψη του Γιάννη Μασουρίδη (John Masourides) ως ένοχου για την δολοφονία του αστυνομικού Εντ Λόουρι. Του «κλασικού ανυπότακτου Έλληνα» όπως έγραφαν τότε: «Μελαμψού, κοντού, με χαρακτηριστικό μουστάκι, που δεν μιλά καθόλου αγγλικά. Ο μετανάστης, που άφησε τη χώρα του για να κυνηγήσει το American Dream».
Στον Μασουρίδη καταλόγιζαν την παράνομη σχέση του με μια ανήλικη (εξ ου και παράνομη) 17χρονη Αμερικανίδα. Μια σχέση που πυροδότησε και την συμπλοκή του με τον αστυνόμο Λόουρι. Στις δύο εκδικάσεις της υπόθεσης, η μία εκδοχή έλεγε ότι ο Μασουρίδης πυροβόλησε πρώτος, είτε ότι είχε πετάξει το πιστόλι του για να μη συλληφθεί για παράνομη οπλοκατοχή, το οποίο όμως αναγκάστηκε να ξαναπιάσει όταν ο αστυνομικός Λόουορι άνοιξε αναίτια πυρ εναντίον του.
Στις εφημερίδες φιγούραραν πηχυαίοι τίτλοι για τον «Έλληνα δολοφόνο» και δημοσίευσαν την εμπρηστική ανθελληνική προκήρυξη που έγραψε ένας τοπικός παράγοντας ονόματι ο Τζόζεφ Μέρφι.
Μέσα σε αυτήν έγραφε για τους «βρωμερούς Έλληνες που επιτίθενται στις γυναίκες μας και χτυπούν τους περαστικούς στο δρόμο, που διατηρούν χαρτοπαιχτικές λέσχες και κάθε λογής παρανομίες». Στον επίλογο αυτής, ανέφερε μάλιστα πως «θα πάρουμε μέτρα για να διώξουμε τους Έλληνες από την πόλη».
Όπερ και εγένετο…
Στις 21 Φεβρουαρίου, καμία χιλιάδα πολίτες συγκεντρώθηκαν έξω από το δημαρχείο της πόλης, τελώντας αρχικά άτυπο μνημόσυνο για τον αστυνόμο Λόουρι και σύντομα στο πλήθος άναψε σπίθα που μετατράπηκε σε φλόγα κατά των «βρωμιάρηδων Ελλήνων μεταναστών».
Το πλήθος μεγάλωσε, τριπλασιάστηκε με την πάροδο του χρόνου και άρχισε να κατευθύνεται οργισμένο προς την ελληνική συνοικία, την Greektown. Φώναζαν «θάνατος στους Έλληνες» και «εκδίκηση για τον Λόουρι»
Πέτρες, βανδαλισμοί, ξυλοδαρμοί, εμπρησμοί και ένα απέραντο σκηνικό φρίκης εκτυλίχθηκε με τους Αμερικανούς πολίτες να ζητούν αίμα και την απέλαση των Ελλήνων και τους τελευταίους, να εγκαταλείπουν τα σπίτια, τα μαγαζιά τους και ότι είχαν καταφέρει να «χτίσουν» τρομαγμένοι και αλαλιασμένοι.
Η αστυνομία άργησε χαρακτηριστικά να επέμβει, σα να άφησε όλο αυτό να γίνει. Μία υποψία που μετατράπηκε σε βεβαιότητα μιας και ο διοικητής ήταν ένας από τους «ανήσυχους» πολίτες που μίλησε στην πολύκροτη συγκέντρωση κατά των Ελλήνων μεταναστών.
Μετά το «πογκρόμ» στο Greektown από τους 2.000 Έλληνες, παρέμειναν μόλις 59 που επέστρεψαν στις εστίες τους.
Μετά την αποφυλάκισή του, ο Μασουρίδης επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά οι αστυνομικοί αξιωματικοί θέλησαν να πάρουν εκδίκηση! Ο Νικόλας Τζιμίκας, από τα Γρεβενά, 23 ετών εργάτης, δολοφονήθηκε, λίγο μετά την απαλλαγή του Μασουρίδη από τη θανατική ποινή στις 13 Ιουνίου 1910. Πυροβολήθηκε στο ίδιο σχεδόν σημείο όπου ο Εντ Λόουρι είχε δεχθεί το δικό του θανάσιμο τραύμα από τον Μασουρίδη.
Η δολοφονία του Νικόλα Τζιμίκα υπήρξε ένα από τα καλύτερα φυλαγμένα μυστικά στα χρονικά της Νεμπράσκα και της ελληνικής της κοινότητας.