Από τις Σέρρες στις ζούγκλες της Σρι Λάνκα: Η μοναδική περίπτωση ενός Έλληνα Βουδιστή μοναχού
Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων του ο Ελληνισμός και ο Βουδισμός συναντήθηκαν στην Ασία ασκώντας αμοιβαία επιρροή. Στα χνάρια αυτής της παράδοσης βαδίζει ένας σύγχρονος Έλληνας, ο οποίος, μετά από μια ασυνήθιστη πορεία ζωής, είναι σήμερα πλέον, στα 64 χρόνια του, ένας σημαντικός Βουδιστής μοναχός και λόγιος με πολλά βιβλία στο ενεργητικό του, διεθνή καταξίωση και βαθιά εμπειρία στον διαλογισμό.
Αυτή είναι η ξεχωριστή περίπτωση του Μπάντε (Σεβάσμιου) Νανιαντάσανα, ο οποίος γεννήθηκε το 1959 ως Ιωάννης Τσέλιος στις Σέρρες. Κανένας άλλος σύγχρονος Έλληνας, από όσο τουλάχιστον είναι γνωστό, δεν έχει ανάλογη μακρόχρονη πορεία στον παραδοσιακό βουδιστικό μοναχισμό, για πάνω από 40 χρόνια, κάτι που επιβεβαιώνει και ο ίδιος.
Ως έφηβος στη Θεσσαλονίκη ήταν άριστος μαθητής με ροπή στα φυσικομαθηματικά, ιδίως στην ατομική-πυρηνική φυσική, «καταβρόχθιζε» σχετικά βιβλία και είχε όνειρο να εργαστεί στην Αμερικανική Διαστημική Υπηρεσία (NASA). Αλλά στην πορεία, υπό την επιρροή και των βιβλίων του Έριχ Φρομ, ανακάλυψε την ψυχολογία και στη συνέχεια την κοινωνιολογία. Έτσι σπούδασε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Γκέτε στη Φρανκφούρτη για δύο χρόνια, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, που γενικά τον απογοήτευσαν.
Παράλληλα, δήλωνε αθεϊστής. «Πώς είναι δυνατό», αναρωτιόταν, «o πανάγαθος και παντοδύναμος Θεός να επιτρέπει το κακό που είναι τόσο συχνό στον κόσμο; Πώς γίνεται από κάτι τόσο αγνό, να βγει κάτι τόσο κακό;». Ήταν το τέλος της δεκαετίας του ΄70 και αρχές του ΄80, και ο Τσέλιος, με μακριά μαλλιά και μούσι, έζησε όπως πολλοί άλλοι ανήσυχοι νέοι στην Ευρώπη, διάβασε μανιωδώς βιβλία, ταξίδεψε με περιπετειώδη διάθεση σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και αναζήτησε ένα νόημα ζωής.
Όπως λέει, «δεν μου αρκούσε η θεωρητική γνώση, ήθελα να δω τον κόσμο, γι' αυτό έκανα πολλά ταξίδια μόνος μου σε ευρωπαϊκές χώρες και στο Μαρόκο, φτάνοντας στη Σαχάρα. Οι φίλοι μου φοβούνταν, δεν τολμούσαν να ταξιδέψουν μόνοι τους. Αλλά εγώ ήδη από μαθητής γυμνασίου είχα πάει μόνος μου στον 'Αγιον Όρος με σλίπινγκ μπαγκ για 15 μέρες».
Ώσπου ένα ταξίδι στην Ινδία το 1981, του άλλαξε τη ζωή. «Στο Νέο Δελχί έφτασα κουβαλώντας μόνο μια τσάντα με βιβλία κι ένα σλίπινγκ μπαγκ. Βρήκα αποκρουστικό ότι όλοι, ακόμη και οι γκουρού, κάπνιζαν χασίς. Δεν βρήκα εκεί κάτι ουσιαστικό, κάτι πνευματικό», λέει. Επί πολλούς μήνες γυρνούσε μόνος του από τα Ιμαλάια στον βορρά έως τον νότο, συχνά στις οροφές τρένων, ανάμεσα σε δυτικούς χίπις και ντόπιους φανατικούς θεοσεβούμενους.
Τελικά, αφού απογοητεύτηκε από «τη θεομανία και θρησκοληψία της Ινδίας», στα 22 του είχε στην αχανή αυτή ινδουιστική χώρα, την κοιτίδα του Βουδισμού, την πρώτη επαφή του με τον Βουδισμό και συγκεκριμένα με την παράδοση Τεραβάδα, που είναι αρχαιότερη και αυθεντικότερη σε σχέση με κατοπινές, όπως η Μαχαγιάνα, το Ζεν και ο ταντρικός θιβετανικός βουδισμός. Ένα τουριστικό φυλλάδιο, όπου τυχαία διάβασε μια φράση του Βούδα, η οποία τον συγκλόνισε, υπήρξε η αφετηρία μιας νέας πορείας.
«Δεν πίστευα στα μάτια μου», λέει. «Ποιός είχε την τόλμη να πει κάτι τέτοιο; Για μισή ώρα ο νους έμεινε στα λόγια αυτά. Αποφάσισα ότι πρέπει να μάθω για τον Βούδα». 'Αρχισε τότε, υπό την καθοδήγηση ενός Ινδού Βουδιστή μοναχού, διευθυντή του βουδιστικού μουσείου της Κουσινάρα, να κάνει συστηματικά διαλογισμό και να διαβάζει βουδιστικά βιβλία.
«Το πρώτο πράγμα που μού είπε ο μοναχός, με εξέπληξε: Στον Βουδισμό δεν υπάρχει θεός, δώσε όλη την προσοχή σου στην αναπνοή σου. Εγώ που ήμουν και άθεος, αισθάνθηκα τόση ελευθερία. Μέσα σε πέντε λεπτά, πέτυχα τόσο καλή αυτοσυγκέντρωση, που αισθάνθηκα σαν να αναγεννήθηκα. Ήρθα πιο κοντά στον εαυτό μου και αυτό ήταν ανατρεπτικό για μένα. Έμεινα ένα μήνα εκεί, πήγα μετά στο Νεπάλ, επισκέφτηκα το Κατμαντού και το Λουμπίνι, όπου είχε γεννηθεί ο Βούδας, και ξαναγύρισα στην Ινδία για άλλον ένα μήνα. Όταν έμαθα ότι υπήρχαν χώρες βουδιστικές, διάλεξα να πάω στην πιο κοντινή, στη Σρι Λάνκα. Προηγουμένως όμως, επισκέφτηκα Θιβετανούς βουδιστές που ζούσαν στο Νταρτζίλινγκ της βόρειας Ινδίας. Έμεινα σε ένα θιβετανικό μοναστήρι για επτά μέρες, όμως απογοητεύτηκα με τις λατρείες και τις θεότητες τους που θύμιζαν έντονα θρησκεία, ενώ κατάλαβα και μια διαφθορά σε σχέση με το χρήμα. Γι' αυτό αναζήτησα τον αυθεντικό βουδισμό στη Σρι Λάνκα».