Στάθης Ψάλτης: Ψηλός, λιγνός και ηθοποιάρα! (vid)
Η παρόρμηση απαιτεί το προφανές, αλλά η άρνηση κερδίζει τον πρώτο λόγο. Γι’ αυτό, μην πεις ότι ήταν καλός ηθοποιός, δεν είναι ακόμη η ώρα. Εντάξει, τα εύσημα μπορούν να περιμένουν. Το επόμενο, όμως, δεν μπορεί να μην είναι στο ξεκίνημα. Αν κρατώ κάτι από τα 80’s είναι δυο κουβέντες, λίγα λόγια ευδιάθετα, παραπονιάρικα, γλυκά και συμπαθητικά. Η εικόνα εκείνης της εποχής είναι η κόκκινη καρδιά με το βέλος και τα γράμματα που σχηματίζουν το Αχ! Κούλα… Κοινός τόπος είναι το Βασικά καλησπέρα σας και σύνθημα που τυλίγει το σώμα μιας εποχής είναι το Κούλα, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος. Εμείς, τα παιδιά εκείνης της γενιάς μεγαλώσαμε με τον Στάθη Ψάλτη. Γελάσαμε, γελάσαμε, γελάσαμε, γελάμε, γελάμε, γελάμε, θα γελάμε, θα γελάμε, θα γελάμε… Δεν υπάρχει τέλος, τελεία, «στοπ!», δεν υπάρχει λήθη σε εκείνα τα χρόνια, σε εκείνη την παρουσία, σε αυτόν τον ηθοποιό. Κάποιοι τον είδαν πριν από εμάς και τον εκτίμησαν, τον έκριναν αξιόλογο και αξιοπρόσεκτο. Και ξέρετε, δεν ήταν πάντα το γέλιο, ούτε και το δάκρυ, η συγκίνηση, το ταρακούνημα του συναισθήματος. Ήταν η αλήθεια, το γνήσιο, αυτό το πηγαίο που σε έβρισκε και δεν σε άφηνε αδιάφορο, ήταν η γενναιοδωρία του που την έβλεπες σε κάθε κομμάτι του κορμιού του, της ψυχής του. Ρε Στάθη, ένας θεατής σου αφιερώνει με πολύ λοβ, λοβ, λοβ.
Η κοινή γλώσσα που είχε με το κοινό
Ο Στάθης Ψάλτης ανήκει στους μεγάλους λαϊκούς κωμικούς της Ελλάδας. Ξέρετε, στέκεται δίπλα σε αυτούς που μεγάλωσαν τις προηγούμενες γενιές, τη δική μας, τις επόμενες… Αυλωνίτης, Σταυρίδης, Βέγγος, Ηλιόπουλος, Φωτόπουλος, Γκιωνάκης, Ρίζος, Λογοθετίδης, Βασιλειάδου, Βλαχοπούλου, Ξαρχάκος, Κωνσταντάρας… Η λίστα μεγαλώνει και το οφείλει και σε αυτόν! Ξέρετε, όταν κάποιος ανήκει σε μια κλειστή, καλλιτεχνική εν προκειμένω, ομάδα, αυτό σημαίνει ότι διαθέτει κάτι ξεχωριστό, μοναδικό. Σήμερα, δεν μπορείς να βρεις Στάθη Ψάλτη και αυτό είναι κατάκτηση του ίδιου αλλά και της τέχνης του. Αυτό που τον έκανε -και τον κάνει- αξιοπρόσεκτο και αμίμητο ήταν η κοινή γλώσσα που είχε με το κοινό! Και εξηγούμαστε. Η παρουσία του, υποκριτικά, σε κινηματογράφο και θέατρο (στην τηλεόραση ήταν άλλες συνθήκες) αντανακλούσε την εποχή, την κοινωνία, τη γειτονιά (μας). Κάπως έτσι εκφραζόμασταν, κάπως έτσι στεκόμασταν και κάπως έτσι φτιάχναμε τις παρέες μας. Δεν ήταν, βέβαια, αντιγραφή και εκμετάλλευση, όχι. Μέσα από τους κώδικες της κωμωδίας ενίσχυε και με τον τρόπο του τιμούσε το λαϊκό στοιχείο, αυτό που αρνείται την επαφή με το λούμπεν και τη δήθεν ανωτερότητα του μεγαλοαστικού. Ο χρόνος, όπως χωνεύεται κοινωνικά, ο τόπος, οι δρόμοι, τα σοκάκια, οι πλατείες και τα προσωπικά, συλλογικά, αδιέξοδα, φιλτράρονταν μέσα από την «απερίσκεπτη» προκλητικότητα και τη λυτρωτική αθυροστομία. Ο Ψάλτης, τα λόγια πρώτα απ’ όλα και μετά η κίνηση-συμπεριφορά, έβρισκε, δημιουργούσε, χώρο στην ψυχή μας, στο μυαλό μας. Οι χαρακτήρες που ενσάρκωνε ήταν κομμάτια μας και γι’ αυτό τους σεβόταν και δινόταν σε αυτούς με πάθος και απελευθερωτική διάθεση. Γι’ αυτό κατέληξε να είναι ο «Σταθάρας» (sic), το ταλέντο, η φυσιογνωμία, το κάτι άλλο στη ζωή σας (μας).
Σύμβολο της ποπ κουλτούρας των 80’s
Η ατάκα της προηγούμενης ενότητας ακούγεται στο «Βασικά καλησπέρα σας» (1982) και τη δική του «καλησπέρα» πάντα θα την κρατάμε. Γεννήθηκε στο Βέλο Κορινθίας στις 27 Φεβρουαρίου 1951. Η οικογένειά του, όταν ήταν 11 ετών, μετακομίζει στο Αιγάλεω. Θα σπουδάσει στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη. Μέχρι να γίνει γνωστός θα κάνει διάφορες δουλειές. Το 1973 θα εμφανιστεί στην τηλεόραση για το σίριαλ «Οι έμποροι των εθνών», βασισμένο στο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ερμήνευσε τον ρόλο του γελωτοποιού και τραγούδησε το «Ήτανε μια φορά» του Σταύρου Ξαρχάκου. Οι τηλεοπτικές εμφανίσεις τη δεκαετία του 70’ ήταν αρκετές, με κορυφαία αυτή στον «Συμβολαιογράφο» (1979). Αξιομνημόνευτη κι αυτή στο «Τμήμα ηθών» (1993). Η επόμενη δεκαετία ανήκει περισσότερο στον κινηματογράφο. Ενδεικτικά αναφέρουμε: «Τα καμάκια» (1981), «Τροχονόμος Βαρβάρα» (1981), «Καμικάζι αγάπη μου» (1983), «Τρελός είμαι ό,τι θέλω κάνω» (1985), «Κλεφτρόνι και τζέντλεμαν» (1986)… Η αποδοχή του κοινού είναι μεγάλη και σήμερα ανήκει στα σύμβολα της ποπ κουλτούρας εκείνης της περιόδου. Όσον αφορά το θέατρο διέπρεψε στο είδος της επιθεώρησης. Ξεκίνησε από το «Καμπαρέ Ελλάς» (1987) και τελείωσε με το «Δεν έχουν Τσίπρα πάνω του» (2015-16). Εκεί ξεδίπλωνε κάθε ερμηνευτική του αρετή. Από τους λίγους που «γέμιζαν» τη σκηνή και άγγιζαν το κοινό, ιδιαίτερα με τους μονολόγους του. Αξέχαστος αυτός στην παράσταση «Πού πας ρε Γιωργάκη με τέτοιο καιρό» (2010). Πρέπει, όμως, να σταθούμε και σε μια άλλη θεατρική στιγμή, αυτήν που υποδύθηκε τον «Ποπρίτσιν», το 1992, στο «Ημερολόγιο ενός τρελού», του Νικολάι Γκόγκολ. Τελευταία του εμφάνιση στην ταινία «Καζαντζάκης», του Γιάννη Σμαραγδή. Εκεί ερμήνευσε τον ρόλο του ηγούμενου.
Τώρα είναι η στιγμή να πούμε ότι ο Στάθης Ψάλτης ήταν πολύ καλός ηθοποιός. Στο ερώτημα δεν θα μπορούσε να κάνει καλύτερες επιλογές; απαντάμε καταφατικά. Τις επιλογές, ωστόσο, ο καλλιτέχνης τις έλκει, τις ορίζει και στο τέλος τις διαμορφώνει. Δεκτό να μην είναι κάτι του γούστου μας, αλλά το ταλέντο και η καλλιτεχνική εντιμότητα του εν λόγω δεν αμφισβητούνται. Στο χρονικό, κοινωνικό, πολιτικό, πλαίσιο που έδρασε δεν κορόιδεψε και δεν εξαπάτησε κανέναν. Την επιθυμία, τη λαχτάρα, την ανάγκη του κοινού τη σεβάστηκε, όπως και την τέχνη του. Πέθανε το 2017 από καρκίνο των πνευμόνων.