Μαντζουράνης: «Νίκη της ΝΔ στις εκλογές θα σημαίνει συγκάλυψη στις παρακολουθήσεις»
Ο γνωστός δικηγόρος, Γιάννης Μαντζουράνης, κατεβαίνει ως υποψήφιος βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στον Νότιο Τομέα Αθηνών και μιλά στο Reader για τις επερχόμενες εκλογές 2023.
Μιλά για τον Ανδρέα Παπανδρέου, που έγινε θέμα αντιπαράθεσης μεταξύ Τσίπρα και Ανδρουλάκη, για την προοδευτική κυβέρνηση που θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ, για την υπόθεση των παρακολουθήσεων αλλά και για την παρουσία του Νίκου Παππά στα ψηφοδέλτια της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ολόκληρη η συνέντευξη του Γιάννη Μαντζουράνη στο Reader
Η προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε στο «Δικαιοσύνη Παντού». Σε ό,τι έχει να κάνει με την εργασία ποιες είναι οι προτεραιότητές σας;
«Όντως, το Δικαιοσύνη Παντού δεν είναι απλά ένα σύνθημα αλλά μια δέσμευση για πραγματικά φιλολαϊκές επιλογές σε όλους τους τομείς.
Η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις συνθήκες εργασιακής ζούγκλας, που επέβαλε η ΝΔ είναι πολυεπίπεδη και στοχεύει σε αποκατάσταση της δικαιοσύνης, κανονικότητας και ισορροπίας στις εργασιακές σχέσεις: Κατάργηση του αντεργατικού νόμου Χατζηδάκη, αποκατάσταση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, συλλογική διαπραγμάτευση και ανασύσταση του ΣΕΠΕ θα είναι μερικές μόνο από τις άμεσες προτεραιότητες της προοδευτικής κυβέρνησης».
Έχετε βρεθεί και εργαστεί δίπλα στον Ανδρέα Παπανδρέου. Μπορείτε να απαντήσετε στο ερώτημα που έθεσε πρόσφατα ο κ. Ανδρουλάκης αναφορικά με το ποιος είναι πιο κοντά στον Ανδρέα Παπανδρέου, ο ίδιος ή ο Αλέξης Τσίπρας.
«Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σε μια «εν πολλοίς» γραφική προσπάθεια να εμφανισθεί ως ο μοναδικός εκφραστής της πολιτικής κληρονομιάς του Ανδρέα Παπανδρέου αδικεί και τον εαυτό του και κυρίως τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είναι τιμάριο κανενός πολιτικού προσώπου και κόμματος, γιατί απλούστατα ανήκει στην Ιστορία.
Μάλιστα ο πολιτικός αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ ορίστηκε κατά την ίδρυσή του από τον Ανδρέα Παπανδρέου και δεν είναι άλλος από τη Δεξιά, που σήμερα εκφράζεται από τη ΝΔ. Ο ιδρυτής και ιστορικός ηγέτης του ΠΑΣΟΚ ουδέποτε επέλεξε διμέτωπο αγώνα εναντίον των ένθεν κακείθεν του ΠΑΣΟΚ κομμάτων. Το ποιος είναι σήμερα πιο κοντά στα προτάγματα της Αλλαγής, που έφερε τη λαϊκή έκρηξη κατά τη δεκαετία του '80, θα φανεί από το ποιος θα αναλάβει τις ιστορικές ευθύνες του και ποιος θα κρυφτεί πίσω από σύμβολα για να αποφύγει τις πράξεις».
Χαρακτηρίσατε τον ΣΥΡΙΖΑ ως «κύρια δύναμη της προόδου και της δικαιοσύνης». Με ποιους όρους θα μπορέσει να ισχύσει σε μία ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας;
«Στον Νίκο Ανδρουλάκη και στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ την επομένη των εκλογών ημέρα θα τεθεί ένα δίλημμα. Θα δώσουν την ευκαιρία σε μια Δίκαιη Αλλαγή ή θα δώσουν την ευκαιρία στον Κυριάκο Μητσοτάκη να συνεχίσει την καταστροφική για την κοινωνική πλειοψηφία πολιτική, που έχει εφαρμόσει από το 2019 έως σήμερα.
Άλλωστε από τα προγράμματα των δύο κομμάτων προκύπτει ταύτιση θέσεων σε πολλά κρίσιμα για τους πολίτες θέματα. Άρα υπάρχει έδαφος για μια εφικτή και παραγωγική κυβερνητική συνεργασία.
Εφόσον ήδη υπάρχει αλλού ταύτιση και αλλού σύγκλιση επί του πολιτικού και προγραμματικού πεδίου, προβάλλει ως επιβαλλόμενη από τα πράγματα η συνεργασία των δύο ιδεολογικά και πολιτικά όμορων πολιτικών κομμάτων».
Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά ανοικτά για προοδευτική κυβέρνηση που μπορεί να προκύψει μέσα από συνεργασίες. Έχουν εντοπιστεί τα λάθη από την κυβερνητική συνεργασία του 2015;
«Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει προχωρήσει σε γενναία και σκληρή αυτοκριτική, αφού αυτή η διαδικασία είναι εγγεγραμμένη στη φύση, άλλως στο DNA των αριστερών κομμάτων. Αυτοκριτική γίνεται συνεχώς. Πράγματι, η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ το 2015 έγινε κάτω από συνθήκες της πίεσης των μνημονίων και της Τρόικα με ένα κόμμα, που δεν υπήρχε ιδεολογική συγγένεια, αλλά μόνο κοινή στάση έναντι των δανειστών και των μνημονίων. Αυτό ήταν γνωστό σε όλους εξ αρχής.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, αυτή η συγκυβέρνηση λειτούργησε με ειλικρίνεια για τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας και σε τελική ανάλυση οδήγησε στην έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια. Ωστόσο, μια ενδεχόμενη συγκυβέρνηση με προοδευτικά κόμματα και μάλιστα χωρίς το «βάρος» των μνημονίων και της εποπτείας της Τρόικα είναι δεδομένο ότι θα παράξει περισσότερο θετικά αποτελέσματα για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, δηλαδή τους αδύνατους και ευάλωτους συμπολίτες μας».
Έχετε μιλήσει για «ασέλγεια κατά της δικαιοσύνης και βιασμό της δημοκρατίας» σε ό,τι έχει να κάνει με το θέμα των υποκλοπών, από τους χειρισμούς των κ.κ. Μητσοτάκη και Ντογιάκου. Ποια θα είναι η συνέχεια της υπόθεσης είτε βρεθεί στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ είτε όχι;
«Πράγματι, έχω μιλήσει με σκληρά λόγια, τα οποία όμως απηχούν τη σκληρή πραγματικότητα. Ο ελληνικός λαός καλείται να αποπέμψει τον ωτακουστή πρωθυπουργό, που ασέλγησε επί του κράτους δικαίου και προσέβαλε βάναυσα το Σύνταγμα. Η υπόθεση των υποκλοπών πληγώνει τη Δημοκρατία και υπονομεύει την ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Ενδεχόμενη παραμονή της ΝΔ στην εξουσία θα σημάνει αυτόματα την πλήρη συγκάλυψη ευθυνών και υπευθύνων για αυτά τα εγκλήματα των παράνομων παρακολουθήσεων και «άφεση αμαρτιών» για τον πρωθυπουργό, που σχεδίασε και εκτέλεσε αυτό το δυσώδες και επικίνδυνο για τις ατομικές ελευθερίες σχέδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει δεσμευτεί για τη λογοδοσία όλων των υπαίτιων αυτού του πρωτοφανούς παρακράτους, που στήθηκε και λειτούργησε υπό την άμεση καθοδήγηση της παρέας του Μαξίμου».
Θεωρείτε πως όσα έγιναν με τον κ. Τζανερίκο «τραυμάτισαν» το δικαστικό σώμα; Ποιες είναι οι κινήσεις που θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, αν σχηματίσει κυβέρνηση, στον συγκεκριμένο τομέα;
«Το καθεστώς Μητσοτάκη έχει αντιμετωπίσει τη Δικαιοσύνη ως θεραπαινίδα του κόμματος της ΝΔ και έτσι προσέβαλε και υποτίμησε δικαστές και εισαγγελείς. Η υπόθεση Τζανερίκου, όπως και η ποινική δίωξη σε βάρος 3 εισαγγελέων, επειδή έπραξαν το καθήκον τους στη διερεύνηση του σκανδάλου Novartis, πλήγωσαν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, υπονόμευσαν το κύρος του θεσμού και έθεσαν σε κίνδυνο την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Βασική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι η ενίσχυση της ανεξαρτησίας δικαστών και εισαγγελέων καθώς και η ουσιαστική προστασία των λειτουργών της δικαστικής εξουσίας, που εκτελούν με εντιμότητα και σθένος το καθήκον τους. Η προστασία των δικαστών και εισαγγελέων από έξωθεν και έσωθεν παρεμβάσεις, απειλές, διώξεις και εκβιασμούς ανεξάρτητα από το εάν ενώπιόν τους βρίσκονται υπό έλεγχο πανίσχυροι φορείς της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας».
Πόσο σημαντική είναι η οριοθέτηση της ΑΟΖ από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τις σχέσεις μας την Τουρκία;
«H Τουρκία δεν επιδιώκει συνεκμετάλλευση, αλλά συγκυριαρχία σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρεται σε οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Πρόκειται για επικίνδυνη απόκλιση ή ορθότερον στροφή στην αντιμετώπιση του πιο κρίσιμου ζητήματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Σε αυτό το ζήτημα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει σταθερή και πεντακάθαρη θέση.
Η μοναδική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι νομική και αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Σε αυτό και μόνο το ζήτημα, μπορεί να αναζητηθεί λύση με Προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αφού προηγουμένως υπογραφεί σχετικό συνυποσχετικό, όπου ρητά θα προσδιορίζονται ως εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου οι θεσπιζόμενοι στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (1982)».
Η Νέα Δημοκρατία προβάλλει συνεχώς την παρουσία του Νίκου Παππά στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Θα μπορούσε κάτι τέτοιο να πλήξει την προσπάθεια του κόμματος στις εκλογές;
«Για την υπεράσπιση του Νίκου Παππά σε αυτή την υπόθεση αισθάνομαι υπερήφανος. Η αναφορά μου σε «πλειοψηφία Τσαουσέσκου» όσον αφορά στην Απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για τον Νίκο Παππά, ήταν σκόπιμη και συνειδητή επιλογή. Εν γνώσει μου χρησιμοποίησα αυτό το εξαιρετικά σκληρό σχήμα λόγου για να καταδείξω τη δυστοπία στην οποία έχει περιέλθει η δικαστική εξουσία από τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις και πρακτικές της Κυβέρνησης Μητσοτάκη στο χώρο απονομής δικαιοσύνης.
Κατά την άποψή μου, η Απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για τον Νίκο Παππά είναι περισσότερο πολιτικό μανιφέστο για προεκλογική χρήση από τη ΝΔ και λιγότερο νομικό κείμενο. Ο ελληνικός λαός έχει καταλάβει καλά ότι αυτό για το οποίο τιμωρήθηκε ο Νίκος Παππάς είναι ότι προσπάθησε και κατάφερε να υποχρεώσει όσους εκμεταλλεύονταν για δεκαετίες τη δημόσια περιουσία των ραδιοσυχνοτήτων να πληρώσουν επιτέλους ένα τίμημα».