Την Πέμπτη ολοκληρώνεται η αγόρευση της εισαγγελέως στη δίκη για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού
Η εισαγγελέας Κυριακή Κλιάμπα ήταν κόλαφος για την δολοφονική επίθεση με οπαδικά κίνητρα που οδήγησε στον θάνατο του Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη αλλά και στον τραυματισμό των φίλων του τη νύχτα της 1ης Φεβρουαρίου 2022 στην περιοχή Χαριλάου Θεσσαλονίκης.
Η αγόρευση της εισαγγελέως διήρκησε έξι ώρες και μάλιστα κατά τα λεγόμενά της δεν κάλυψε περισσότερο από το 1/3 των τελικών συμπερασμάτων της. Αυτή θα ολοκληρωθεί την Πέμπτη (8/6). Στη σημερινή αγόρευσή της υποστήριξε ότι οι δώδεκα κατηγορούμενοι είχαν… «κοινό ανθρωποκτόνο δόλο σε βάρος του συνόλου των θυμάτων», στάθηκε στην οργάνωση της δολοφονίας αλλά και στον ρόλο του καθενός εκ των κατηγορουμένων. «Η επίθεση δεν ήταν τυχαία αλλά οργανωμένη και σχεδιασμένη μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο με κοινό ανθρωποκτόνο δόλο σε βάρος όλων των θυμάτων. Επειδή θα ακούσετε πολλά και τα περισσότερα μάλλον δεν θα αρέσουν, παρακαλώ να μην με διακόψει κανείς για να κλείσει αναίμακτα ο ρόλος μου».
Η εισαγγελέας στάθηκε στο απύθμενο μίσος των κατηγορουμένων οι οποίοι ακόμα και στο άκουσμα των κραυγών του 19χρονου Άλκη Καμπανού δεν σταμάτησαν τις δολοφονικές ενέργειές τους αλλά επέμειναν σ’ αυτές. «Μία οικογένεια όμως θα υποφέρει για μια ζωή. Οι οικογένειες εκ δεξιών περπατούν με ψηλά το κεφάλι, οι εξ αριστερών όμως -σ.σ. οι οικογένειες των κατηγορούμενων- μέσα τους ίσως έχουν συνειδητοποιήσει ότι τα παιδιά τους είχαν χάσει τον δρόμο τους προ πολλού, ακολουθώντας αυτόν του μίσους… Εμείς δεν δικάζουμε οικογένειες. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι οι κατηγορούμενοι είναι καλά παιδιά. Τα καλά παιδιά δεν κυκλοφορούν με όπλα και δεν αφαιρούν ζωές. Η επίθεση δεν ήταν τυχαία αλλά οργανωμένη και σχεδιασμένη μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Θα αντιληφθείτε τον κοινό ανθρωποκτόνο δόλο σε βάρος όλων των θυμάτων».
Ισχυρίστηκε ότι καθένας από τους δώδεκα κατηγορούμενους ανταποκρίθηκε στον ρόλο του με στρατιωτική πειθαρχία εξηγώντας την ευθύνη του καθενός την ώρα της δολοφονίας. «Ορμώμενοι από τα πάθη, τον φανατισμό και το λυσσαλέο μίσος για την η αφαίρεση της ζωής των εχθρών τους, των αιώνιων κυκλοφορούσαν αρματωμένοι σε ένα σχέδιο εξόντωσης. Οι πέντε νέοι δεν είχαν τίποτα πάνω τους, γιατί απολάμβαναν τη ζωή. Είχαν μόνο ένα αναψυκτικό που ο Άλκης και ο φίλος του μοιράστηκαν για τελευταία φορά, αυτός ήταν ο εξοπλισμός τους… Οι μόνοι που καταλάβαιναν τι γινόταν σε εκείνο το χάος ήταν οι κατηγορούμενοι που είχαν ειλημμένη απόφαση να σκοτώσουν και όχι απλά να φοβερίσουν», συμπλήρωσε κι εκεί αναφέρθηκε στις αντιδράσεις τους μετά τη δολοφονία λέγοντας μεταξύ άλλων…
«Όχι μόνο δεν μετάνιωσαν για την πράξη τους, αλλά πανηγύρισαν επιστρέφοντας στον σύνδεσμο για να γιορτάσουν τα επινίκια με απύθμενο θράσος και απάθεια», είπε συμπληρώνοντας ότι τα θύματα ήταν φίλοι του Άρη, δηλαδή… «εχθρός δηλαδή που για αυτούς έπρεπε να εξολοθρευτεί». Η εισαγγελέας υποστήριξε ότι καθένας από τους κατηγορούμενους ήταν εξοπλισμένος με όπλο που κατείχε τον τρόπο χρησιμοποίησής του και συμπλήρωσε. «Για τον θάνατο του Άλκη φταίνε όλοι, ανάλογα με τη συμμετοχή τους. Όταν το κεφάλι και το σώμα του παιδιού έχουν δεχτεί αλλεπάλληλα χτυπήματα, η πρόθεσή τους ήταν να σκοτώσουν, να αφαιρέσουν ζωές», ενώ απέρριψε την υπερασπιστική γραμμή περί μη αντίληψης του μεγέθους της ζημιάς. «Πόσο περίμεναν να μείνουν ζωντανοί μετά τις αμέτρητες μαχαιριές και τα χτυπήματα στο κεφάλι; Άφησαν πίσω τους δύο ζωντανούς-νεκρούς», απάντησε.
Εν συνεχεία μπήκε σε λεπτομέρειες ως προς τους ρόλους της χαρακτηρίζοντας τον πρώτο «ιθύνοντα και διευθύνοντα νου αλλά και εμπνευστή της επίθεσης καθώς πρόκειται για μια αρχηγική φυσιογνωμία που χαίρει εκτίμησης και παρακινεί τους υπόλοιπους να επιτεθούν. Εκείνοι, ως καλοί στρατιώτες υπακούουν. Δεν είναι καλά παιδιά, αλλά εγκληματικές φυσιογνωμίες». Για τον δεύτερο σημείωσε ότι «ήδη έχει πραγματώσει τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας και της απόπειρας, και ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος και κολλητός του φωνάζει να φύγουν, δείχνει τη βαρβαρότητά του σπάει και το κινητό ξέροντας ότι αφήνει πίσω του δύο ετοιμοθάνατους», ενώ επανέλαβε ότι οι κατηγορούμενοι εναλλάσσονταν στα χτυπήματα στον Άλκη και στον φίλο του», πλην του έκτου και του όγδοου οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην επίθεση αλλά ήταν σε απόσταση γιατί όπως σημείωσε «… δεν μπορούσαν να κάνουν το δικό τους κομμάτι στην επίθεση λόγω χρόνου. Η παρουσία τους όμως έκανε τους άλλους αήττητους. Η συνδρομή τους είναι δεδομένη. Ο τρίτος και ο τέταρτος ήταν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ο πέμπτος και ο έβδομος είναι οι τελευταίοι που διακρίνονται δίπλα στον Άλκη». Σημείωσε ότι ο ένατος κατηγορούμενος είχε το καραμπίτ, ενώ στάθηκε στον δέκατο κατηγορούμενο ο οποίος είχε μαζί του το δρεπάνι. «Η εμμονή και επιμονή του να αποδείξει ότι δεν ήθελε εκδίκηση δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Για αυτό άλλωστε πήρε το δρεπάνι. Αφού χτύπησε τον έναν που κατάφερε να φύγει, συνέχισε να χτυπά αλύπητα και τα άλλα δύο θύματα. Ήταν τέτοιο το μίσος του που κάρφωσε το δρεπάνι σε όποιον έβρισκε μπροστά του σαν άλλος Σαμουράι. Οι Σαμουράι όμως ήταν γενναίοι πολεμιστές», είπε χαρακτηριστικά. Για τον 12ο κατηγορούμενο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι ήταν απλός οδηγός. «Δεν ήταν ούτε σοφέρ ούτε θεατής, αλλά συμμετείχε ενεργά και αποφασιστικά με το ίδιο μίσος για τον αιώνιο αντίπαλο», είπε.