Μπάλα είναι και πάντα θα γυρίζει
Όταν τελείωνε το σχολείο άρχιζε η μάχη με το χώμα ή το τσιμέντο! Κάπως έτσι το καταλάβαινε τώρα, ενήλικος, μα πάντα παιδί. Τα χρόνια του στρατού περάσανε, τα φοιτητικά επίσης και τώρα ζούσε τα «εργασιακά». Κάθε φορά, όμως, που το θέρος ξεκινούσε τον κύκλο του, αναζητούσε τη στρογγυλή θεά στην ντουλάπα. Η ζωή του, οι αναμνήσεις του δηλαδή, φτιάχτηκε στους δρόμους της γειτονιάς και οριοθετήθηκε από δυο πέτρες, δυο σχολικές τσάντες και δυο δοκάρια. Τα τελευταία τα βρήκε στο γήπεδο ποδοσφαίρου που υπήρχε τρία στενά πάνω από το πατρικό του. Μικρό ήταν φυσικά και ο χλοοτάπητας συνθετικός. Ο χρόνος έφερε τις αναμενόμενες αλλαγές, όμως η παρέα κράτησε, όπως και η διάθεση για (το) παιχνίδι. Και τώρα ήθελε να βρεθεί με τα κολλητάρια να παίξουν ένα μονό, ένα διπλό, να βρουν αντιπάλους… Αυτή τη χρόνια, όμως, υπήρχε ένα πρόβλημα: έλειπε η μπάλα, έλειπε και το γήπεδο. Ο δήμος είχε αποφασίσει να παραχωρήσει τον χώρο σε επιχειρηματία της εστίασης. Όσο για την μπάλα, την είχε δώσει στο ανιψιό του και ακόμη δεν την είχε πάρει πίσω. Εν τω μεταξύ άκουγε τα πιτσιρίκια στον δρόμο να ετοιμάζονται για διπλό στο προαύλιο του σχολείου και λαχταρούσε τις δικές τους ματσάρες. Στάθηκε για λίγο στο μπαλκόνι και είδε απέναντι τα απλωμένα ρούχα. Μέσα σε αυτά και το θρυλικό «δεκάρι» του Ντιέγκο. Δεν κάθισε να σκεφτεί ποιος είχε φανέλα Μαραντόνα. Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη του και πήρε τον Ηρακλή, έμενε στον ίδιο δρόμο. Του μίλησε λες και του έδινε διαταγή: Έλα φίλε. Πάμε να αγοράσουμε μπάλα και να βρούμε γήπεδο!
Ο Ηρακλής του είπε το γήπεδο το χω. Βρες εσύ καλή μπάλα και το γήπεδο το χω. Τις λεπτομέρειες και τη σιγουριά του φίλου του την κράτησε για αργότερα. Αυτό που του «καρφώθηκε» στο μυαλό ήταν το βρες εσύ καλή μπάλα… Κανονικά δεν έπρεπε να δώσει σημασία. Θα πήγαινε στο πρώτο κατάστημα αθλητικών ειδών και θα αγόραζε μια μπάλα. Είχε στο νου του αυτή με τα αστέρια, τα απαλά χρώματα και τις άψογες ραφές. Πάνω στη λεωφόρο έστεκε το μεγαθήριο με όλα τα καλά του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ, του βόλεϊ, της γυμναστικής, της κολύμβησης… Στη βιτρίνα υπήρχαν οι «μαγικές σφαίρες» που έκαναν μικρούς και μεγάλους να χαίρονται. Δεν έχασε χρόνο μετά τη συνάντηση με τον Ηρακλή. Και ενώ ήταν ένα βήμα πριν μπει στο κατάστημα, είδε στην πάνω δεξιά μεριά της εισόδου το εξής: Αν έχετε παλιές, φθαρμένες, μπάλες φέρτε τις εδώ και θα σας δώσουμε καινούργιες. Δώρο της… Δεν συγκράτησε το υπόλοιπο. Δεν τον ένοιαζε εξάλλου η εταιρεία που έκανε την προσφορά. Παρατήρησε ότι λίγα μέτρα από την είσοδο υπήρχε κατασκευή που έμοιαζε με μπασκέτα. Κάτω από το καλάθι υπήρχαν μεγάλα, μακρόστενα ,κουτιά που συγκέντρωναν τις παλιές, φθαρμένες, μπάλες. Ναι, θα έμπαινε και θα αγόραζε μια τέτοια μπάλα!
Το πρόσωπο της πωλήτριας ήταν φωτεινό και γλυκό. Της είπε ότι ήθελε να αγοράσει μια μπάλα ποδοσφαίρου. «Παρακαλώ. Εδώ έχουμε…», πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση την έκοψε. Της έδειξε το σημείο, της είπε ξεκάθαρα τι θέλει και τότε το πρόσωπο έγινε ένα θαυμαστικό, ένα ερωτηματικό.
«Μα, πρέπει να φέρετε μια παλιά, φθαρμένη, μπάλα και να πάρετε μια καινούργια…».
Επανάληψη. «Ξέρω γιατί είναι εκεί η περίεργη κατασκευή. Εγώ θέλω να αγοράσω μια παλιά, φθαρμένη, μπάλα». Αμήχανη σιωπή, σύγχυση και παραπομπή στον υπεύθυνο του καταστήματος. Τα όσα προηγήθηκαν με την πωλήτρια επαναλήφθηκαν. Τώρα, όμως, μπήκε η εμπειρία και το επιχειρηματικό πνεύμα στη μέση.
«Οκ. Διάλεξε μία και θα σου πω τιμή». Πήγε σε εκείνη τη γωνιά που έμοιαζε με νεκροταφείο, θυσιαστήριο, ξεχασμένων, πια, μπαλών. Κοιτώντας μέσα στον χώρο απόθεσης ένιωθε λες και έκανε ταξίδι στον χρόνο. Σκεφτόταν: Να εκείνη από το Μουντιάλ του… Να η άλλη από το Euro του… Να και αυτή με την οποία έβαλε γκολ ο… Θα μπορούσε να πάρει στα χέρια του οποιαδήποτε. Τα χέρια του, όμως, έπιασαν τη λευκή, με τους ρόμβους, αυτή που είχε το όνομα της εταιρίας γραμμένο με μαύρα γράμματα. Σε πολλά σημεία ήταν ξεφλουδισμένη και το λευκό είχε γεμίσει με γκρι σημάδια. Η γυαλάδα της είχε χαθεί, μα οι ραφές άντεχαν. Πήγε στον υπεύθυνο και του έδειξε το απόκτημά του. Λίγος χρόνος για σκέψη και «ωραία. Δώσε μου 50 ευρώ και την πήρες. Θα στη φουσκώσουμε κιόλας, θέλει λίγο». Δεν το σκέφτηκε. Έβγαλε το πορτοφόλι και πλήρωσε. Δεν πήρε καν σακούλα. Στη μέση, στο πλάι, την ακούμπησε και βγήκε. Κάτι ψίθυροι από πίσω το κορόιδο της ημέρας… εύκολα λεφτά… δεν τον απασχόλησαν, δεν τον άγγιξαν. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο του, ήταν ο Ηρακλής.
«Έλα φίλε, τι γίνεται; Όλα καλά;»
«Ναι. Για πες, όλα εντάξει με το γήπεδο;»
«Σχεδόν».
«Τι εννοείς;»
«Μίλησα με τον θείο μου. Ήταν παλιά φροντιστής στην ομάδα της γειτονιάς. Του είχαν πει ότι αν θέλει κάποτε κάποιος δικός του, με την παρέα του, να μπει στο βοηθητικό γήπεδο να παίξει, έχει το ελεύθερο. Φυσικά αυτό θα γινόταν μέρα που δεν είχαν προπόνηση».
«Και τι έγινε;»
«Ε, πήγα και είδα ότι ήταν χωμάτινο ρε συ… Εγώ νόμιζα ότι θα του έδιναν το άλλο, με το χόρτο. Είμαστε τώρα για χώμα, σκόνες, βρωμιές κι αν έχει βρέξει και λάσπες;»
Δεν μίλησε για λίγο. Το τηλέφωνο ήταν ανοιχτό.
«Έλα ρε! Είσαι εκεί; Με ακούς;»
«Έλα, εδώ είμαι. Μάζεψε τους άλλους και φύγαμε! Ας ελπίσουμε να βρέξει». Τότε ένιωσε λίγο πιο βαθιά το γρατζούνισμα της μπάλας στα δάχτυλά του.