Αυτή η ιστορία ποτέ δεν παλιώνει
Άντε πάλι η ίδια ιστορία! Πόσες φορές την έχει πει; Έχω χάσει τον λογαριασμό. Όποτε βρίσκεται με τη νεολαία δεν υπάρχει περίπτωση να μην την πει. Ούτε θυμάμαι πώς ξεκίνησε. Κανείς δεν του χαλάει χατίρι βέβαια. Κάθονται και τον ακούνε κι ας μην είναι σίγουροι για την αξιοπιστία της εμπειρίας. Πρέπει να παραδεχτώ, βέβαια, ότι όταν φτάνει στο επίμαχο σημείο όλοι εντυπωσιάζονται… Αυτά σκεφτόταν η Μαρία όσο άκουγε τον άντρα της, τον Σπύρο, να μιλά στα ανίψια και στους φίλους τους. Στις 14 Ιουνίου είχε γενέθλια ο Στέλιος, γιος του αδελφού του του Αντρέα. Φέτος έκλεινε τα 21. Καλός μαθητής, καλός φοιτητής και πολύ καλός με την μπάλα του μπάσκετ. Εδώ και κάποια χρόνια είχε προωθηθεί στην αντρική ομάδα της γειτονιάς του. Η Μαρία δεν πρόσεχε τα λόγια του συζύγου, όμως το φινάλε πάντα, με κάποιο τρόπο, το άκουγε. «… και ποιος λέτε ότι μου υπέγραψε την μπάλα; Ο Νίκος Γκάλης! Ναι, ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών, ο μύθος, ο ένας και μοναδικός…». Εκείνη τη στιγμή, έφηβοι και νεαροί ανταποκρίνονταν αληθινά στον θείο που καθόταν με τη νεολαία. Κάποιοι που είχαν δει βιντεάκια, είχαν διαβάσει γι’ αυτόν, έμπαιναν στην ιστορία με θέρμη. «Σοβαρά κ. Σπύρο;». Άλλοι, που απλώς είχαν παρακολουθήσει λίγα στιγμιότυπα, έμεναν λίγο παραπάνω πριν φύγουν. Λίγο πριν επιστρέψουν σπίτι, η Μαρία αναρωτήθηκε: θα βγάλει ποτέ την μπάλα από τη γυάλινη προθήκη της; Θα την πάρει μαζί του στα βραδινά, δευτεριάτικα, ματς;
Δεν υπήρχε λόγος που έκανε αυτή τη σκέψη. Δεν την προετοίμαζε, δεν είχε κάποια αφορμή… Δεν θυμόταν πόσα χρόνια ήταν εκεί, πάνω από το τζάκι, προστατευμένη, το γυάλινο κουτί της πεντακάθαρο… Ούτε θυμόταν ποια μέρα της εβδομάδας ο Σπύρος έβαζε τα γάντια του και την έβγαζε για λίγο από τον ιερό χώρο της. Την καθάριζε, έλεγχε τον αέρα μέσα της, επιθεωρούσε την υπογραφή και μετά την τοποθετούσε προσεκτικά στη βάση της. Το ίδιο προσεκτικά έβαζε και το γυάλινο προστατευτικό. Τον είχε παρατηρήσει να της ρίχνει μια επίμονη ματιά το πρωί και μία το βράδυ. Με τον τρόπο του «συνομιλούσε» μαζί της. Τι να της έλεγε άραγε;
Την επόμενη μέρα, αφού τελείωσαν με το πρωινό τους και πριν πάει ο Σπύρος για την κυριακάτικη εφημερίδα, τον ρώτησε: γιατί δεν παίρνεις αύριο την μπάλα στο ματς; Έτσι για αλλαγή. Ξαφνιάστηκε. Σίγουρα δεν περίμενε τέτοια ερώτηση. Το πρόσωπο του είχε γίνει ένα κινούμενο αίνιγμα. Δεν ήξερες αν είχε θυμώσει, λυπηθεί, φοβηθεί. Δεν της έδωσε σαφή απάντηση. Ίσως γίνει κι αυτό μια μέρα, ίσως… Ήθελε να του πει να της φέρει παγωτό, αλλά δεν πρόλαβε. Η πόρτα έκλεισε με ορμή πίσω του.
Περπατούσε χωρίς να σκέφτεται. Το βήμα του αποφασιστικό και όχι χαλαρό όπως κάθε Κυριακή. Η θερμοκρασία είχε ανέβει, κι ας ήταν 9:30 και το πρωί. Το μυαλό του επέστρεψε στη χρονιά ορόσημο. Και τότε η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Πρώτη σκέψη. Πριν φτάσει στο ψιλικατζίδικο ένιωσε υγρές σταγόνες στο κεφάλι και τον ώμο του. Τα κλιματιστικά είχαν πιάσει δουλειά. Και τότε τη ξαφνική δροσιά ψάχναμε. Δεύτερη σκέψη. Ανοίγει την πόρτα και δεν λέει τίποτα. Ακούει Καλημέρα κ.Σπύρο. Όλα καλά; Την εφημερίδα σας; Σε ρυθμό πολυβόλου οι ερωτήσεις. Δεν ανοίγει το στόμα. Κουνά το κεφάλι δείχνοντας και δίνοντας κατάφαση σε όλα. Πληρώνει. Ξεκινά ο δρόμος της επιστροφής σπίτι. Και τότε δεν μιλούσαμε σε κανέναν. Περιμέναμε το μεγάλο ματς, λες και θα μπαίναμε εμείς στο παρκέ. Τρίτη σκέψη. Η εφημερίδα υπό μάλης και το βάδισμα συνεχίζει αποφασιστικό. Λίγο πριν φτάσει σπίτι του, κοιτά το απέναντι μπαλκόνι και βλέπει μια τηλεόραση να περιμένει πάνω σε ένα τραπεζάκι. Και τότε οι τηλεοράσεις ήταν έξω. Τέταρτη σκέψη. Όσο περίμενε το ασανσέρ ψιθύριζε Νίκος, Παναγιώτης, Φάνης, Παναγιώτης, Αργύρης, Μέμος, αυτά ήταν τα ονόματα των συμπαικτών του στα παιχνίδια της Δευτέρας. Βάζει το κλειδί, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει. Η Μαρία δεν προλαβαίνει να πει κάτι και ακούει:
«Λοιπόν, αύριο θα πάρω την μπάλα στον αγώνα. Μια χάρη θέλω μόνο από σένα. Να είσαι εκεί και να πανηγυρίζεις σαν τρελή, σαν να παίζουμε στον τελικό. Οσο για την υπογραφή; Αυτές αντέχουν, σε σβήνονται ποτέ». Η Μαρία σκέφτηκε και την περιγραφή του αγώνα ποιος θα την κάνει; Δεν το είπε όμως ποτέ.