Το τελευταίο ματς!
Είχε δει την ταινία στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, την είχε σε dvd… Ναι, ήταν η αγαπημένη του. Αυτό που του άρεσε περισσότερο δεν ήταν ο πρωταγωνιστής, δεν ήταν τα τοπία, η μουσική, το σενάριο… Εντάξει, καλά ήταν κι αυτά, τιμήθηκαν με βραβεία και άλλες σπουδαίες διακρίσεις. Όχι, εκεί που έστρεφε την προσοχή του ήταν στην μπάλα! Ναι, στην απλή, δερμάτινη μπάλα βόλεϊ. Είχε και κάποιο όνομα, «συνομιλούσε» με τον άντρα ηθοποιό, υπήρχε δέσιμο μεταξύ τους. Όταν πρωτοείδε την επίμαχη σκηνή, κάτι ένιωσε, κάτι αισθάνθηκε: μια εκκρεμότητα, αυτό ήταν! Κάτι δεν είχε κάνει μέχρι τότε στη ζωή του. Την ταινία την ανακάλυψε σε θερινό κινηματογράφο και τώρα που έμπαινε ο Ιούλιος του ερχόταν ξανά εκείνη η μέρα. Όταν επέστρεψε σπίτι από την έξοδο του, είχε κλείσει τα 17, είπε ένα βιαστικό «γειά» στους δικούς του και πήγε αμέσως στο δωμάτιο του. Έβγαλε την μπάλα από την ντουλάπα και την αγκάλιασε πιο σφιχτά από ποτέ. Ύστερα την κοίταξε με προσοχή και την έφερε στο ύψος των ματιών του. Εσύ μου στάθηκες, εσύ και κάποιοι άλλοι, λίγοι… της είπε. Από δω και πέρα θα έχεις όνομα. Θα σε λέω Βο. Η «Βο» υπήρχε ακόμα, αυτός είχε κλείσει τα 28, αγωνιζόταν σε ομάδα και τα καλοκαίρια δεν έχανε ευκαιρία για αγώνες μπιτς βόλεϊ με τους φίλους του.
Η θέα από το παγκάκι της πλατείας ήταν αυτή του προαυλίου με το φιλέ, κάπου στη μέση. Επιστροφή στα χρόνια του σχολείου. Πρώτη Λυκείου. Γυμναστική. Ο γυμναστής δίνει το σύνθημα: άντε, πάρτε μπάλες να παίξετε. Φυσικά το ποδόσφαιρο κυριαρχεί. Μετά το μπάσκετ και τέλος το βόλεϊ. Στο χώρο του μαζεύονται κυρίως κορίτσια. Τα παιχνίδια με την ασπρόμαυρη μπάλα είχαν δύο εκδοχές πριν ξεκινήσουν. Η πρώτη. Ρε φίλε, μας λείπει ένας, δεν έρχεσαι να παίξεις; Έλα για τερματοφύλακας. Ακολουθεί άρνηση νούμερο ένα. Εντάξει, καταλάβαμε. Τράβα να παίξεις βόλεϊ. Η αντίδραση. Υπήρχαν και συνοδευτικά λόγια, επίθετα κοσμητικά, πολύ… αντρικά. Η δεύτερη εκδοχή. Ρε σεις, μας λείπει το παιδί για τις μπάλες. Να φωνάξουμε τον… Ξέρει πώς γίνεται αυτό. Ακολουθεί άρνηση νούμερο δύο. Εδώ δεν έχει λόγια, μόνο η πραγματικότητα να μπαίνει στο mute. Ο γυμναστής του είχε πει ότι είναι καλός στο βόλεϊ και το κράτησε. Αφιέρωσε ώρες προπόνησης, γράφτηκε σε ομάδα και όταν ξεκίνησε η επόμενη σχολική χρονιά αγόρασε τη «Βο». Την έπαιρνε μαζί του στις προπονήσεις. Ψήλωσε, έφτασε κοντά στα δύο μέτρα και κάποια στιγμή, κάποιος, κάπου, σε κάποιο ματς, τον εντόπισε. Μετά ο χρόνος επιτάχυνε. Υπογραφές, συμβόλαιο, στήριξη από γονείς, νέο συμβόλαιο και η στήριξη ήταν μόνο συναισθηματική πια.
Ακούμπησε για λίγο τη «Βο» και έβγαλε το κινητό. Πήρε έναν, έναν, τους φίλους του για να κανονίσει το πρώτο παιχνίδι μπιτς βόλεϊ της χρονιάς. Οι περισσότεροι όμως αρνούνταν. Υποχρεώσεις, κούραση, πού να τρέχουμε ρε φίλε τόσο μακριά… Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Συνήθως συμφωνούσαν αμέσως. Κοίταξε την μπάλα, την έφερε μπροστά του, για λίγο όλα σταμάτησαν. Μετά από δυο λεπτά άφησε τη «Βο» εκεί που ήταν. Μια σκέψη απέδρασε. Ψιθυριστά είπε στον εαυτό του: Ναι, αυτό θα γίνει. Πήρε ξανά το τηλέφωνο. Πριν ακουστούν οι αντιρρήσεις τους έλεγε γιατί θα έπαιζαν αυτή τη φορά. Η ομάδα θα συγκεντρωνόταν ξανά. Η διαδρομή μέχρι την παραλία ήταν αναζωογονητική. Η «Βο» ήταν στο κάθισμα του συνοδηγού. Η ζέστη έντονη και το κλιματιστικό του αυτοκινήτου δεν βοηθούσε. Ο δρόμος τρεμούλιαζε και στο φανάρι είδε τα δυο μαύρα γράμμα της μπάλας να λιώνουν! Ήξερε ότι δεν είναι αλήθεια. Είχε κουραστεί, ήταν συγχυσμένος… Με τα πολλά έφτασε στον προορισμό του. Πήρε τη «Βο» και κατευθύνθηκε στο γήπεδο μπιτς βόλεϊ. Οι άλλοι είχαν ήδη φτάσει. Τους είδε λίγο σφιγμένους, μα αποφασισμένους, όπως τότε που έμαθαν να αμύνονται, να κρατάνε τη φλόγα ζωντανή. Λοιπόν, είμαστε όλοι εδώ απ’ ό,τι βλέπω. Ας χωριστούμε για το τελευταίο ματς της Βο. Και να ξέρετε, όλα στη θάλασσα επιστρέφουν, όλα!