«Θα σκοράρει ξανά ο Χαριστέας;»
Το είχε συνήθειο… Με το που ξύπναγε, και αφού έκανε όλα τα απαραίτητα στην τουαλέτα, πήγαινε στο ημερολόγιο και αφαιρούσε τη μέρα που πέρασε. Μαζί με το ξεφλούδισμα του χρόνου έριχνε και μια ματιά αν υπήρχε ο μικρός σταυρός πάνω στο χαρτάκι. Αν έβλεπε το σημάδι ήξερε ότι κάποιος/α γιόρταζε. Ο Ιούλιος είχε μπει για τα καλά και περίμενε την πρώτη Κυριακή του. Σε αυτήν είχε χαράξει ήδη το μέγα σύμβολο. Όταν ξημέρωνε η έβδομη μέρα της δημιουργίας, αυτός ξεκινούσε τις προετοιμασίες για να τιμήσει την ιερή μέρα. Πριν 19 χρόνια ήταν 20 χρόνων. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν φαντάρος. Την ώρα του μεγάλου τελικού είχε υπηρεσία, σκοπιά. Πήρε το όπλο, το κράνος και στην εξάρτυση έβαλε το ραδιοφωνάκι που του δάνεισε εκείνος ο Πυργιώτης. Ε, μη χάσεις αυτόν τον αγώνα ρε σειρά! του είπε με το πάντα ψαρωτικό του ύφος. Όταν μπήκε το γκολ του πέρασε η σκέψη να βάλει μια σφαίρα στη θαλάμη και να ρίξει, έτσι για να γιορτάσει κι αυτός με όλο το τάγμα. Ευτυχώς, δεν το έκανε. Πανηγύρισε, όμως, με όλη του την ψυχή. Αγαπούσε τόσο πολύ το ποδόσφαιρο, τόσο πολύ την Εθνική Ομάδα. Η ημερομηνία χαράχτηκε στο μυαλό του: 4 Ιουλίου 2004.
Τα παιδιά που δεν είχαν φύγει ακόμη διακοπές μαζεύονταν στο προαύλιο του σχολείου. Κάποια έμπαιναν στην εφηβεία κι άλλα τη βίωναν κάποια χρόνια. Σκαρφάλωναν τα κάγκελα του σχολείου και διαμόρφωναν τον αγωνιστικό χώρο. Δεν έκαναν και πολλά. Δυο πέτρες ή δυο τσάντες αρκούσαν. Τα υπόλοιπα τα όριζαν με τις εικόνες που κουβαλούσαν. Και ενώ τις περισσότερες φορές όλα ήταν στη θέση τους, υπήρχαν στιγμές που κάτι έλειπε: ο τερματοφύλακας! Η μία ομάδα είχε σταθερό παίκτη για τη θέση, η άλλη όμως όχι. Ο Μιχάλης, που υπερασπιζόταν το αυτοσχέδιο τέρμα, αρχές Ιουλίου έφευγε για διακοπές με τους γονείς του. Ποτέ, όμως, δεν ήταν ορισμένη η ημερομηνία. Οι ομάδες είχαν δώσει ραντεβού για τις εφτά το απόγευμα. Το μέτρημα έβγαζε έναν λιγότερο και ο αρχηγός έδωσε εντολή: Μητσάκο, πήγαινε στο σπίτι του Μιχάλη και χτύπα το κουδούνι. Ο 12χρονος έφυγε σφαίρα και όταν επέστρεψε δεν απάντησε κανείς, μάλλον έφυγε για το χωριό του. Βλέμματα διασταυρώθηκαν, κάποιος πήγε να πει κάτι… Τελικά ακούστηκε το αναμενόμενο: και ποιος θα κάτσει τέρμα; Πριν καταλήξουν σε λύση ανάγκης, να κάθονται εκ περιτροπής, ο Μητσάκος είπε: ξέρω έναν κύριο στην πολυκατοικία μου που του αρέσει να παίζει τερματοφύλακας. Οι υπόλοιποι απορήσαν, δυσπιστήσαν, το σκεφτήκαν και κατέληξαν στο ναι, τράβα να τον φωνάξεις κι ας ελπίσουμε να δεχτεί.
Η φανέλα με το εθνόσημο ήταν σιδερωμένη και πλυμένη. Την είχε αγοράσει χωρίς νούμερο στην πλάτη. Το κασκόλ ήταν δεμένο στο χέρι. Πλέον δεν έβλεπε τους αγώνες σε dvd, αλλά τους είχε βρει στο διαδίκτυο. Δεν τους παρακολουθούσε, όμως, στη μικρή οθόνη. Είχε συνδέσει τον φορητό υπολογιστή με την τηλεόραση και ζούσε -ξανά- εκεί το καλοκαίρι του 2004. Η θέαση είχε ξεκινήσει από το πρωί. Έφτανε η στιγμή του τελικού και δεν μπορούσε να περιμένει. Πριν πατήσει το play άκουσε τον ήχο του κουδουνιού. Τι στο καλό; Ποιος να ναι Κυριακάτικα; Άκουσε την παιδική φωνή. Δίστασε. Απάντησε αμήχανα. Άκουσε την επιθυμία του πιτσιρικά. Κοίταξε φευγαλέα την οθόνη. Άκουσε ξανά την ερώτηση-παράκληση του Μητσάκου. Εντάξει ρε μάγκα (πώς του ήρθε αυτό;) έρχομαι. Θα έφευγε αμέσως, αν δεν έπρεπε να ψάξει για τα γάντια του. Φυσικά ήξερε πού ήταν. Άνοιξε την ντουλάπα, έβγαλε το κουτί και τα σήκωσε. Ήταν τα μόνα που είχε κρατήσει από τον καιρό που αγωνιζόταν. Η τύχη δεν ήταν μαζί του και ένα σοβαρός τραυματισμός δεν τον άφησε να πάει ψηλά. Ευτυχώς που είχε πάρει το πτυχίο από το ΤΕΙ και κατάφερε να βρει δουλειά στο γραφείο του φίλου του. Το τραύμα στο πόδι είχε επουλωθεί πια. Κάπου κάπου τον ενοχλούσε και του θύμιζε ότι δεν ήταν για παιχνίδια υψηλού επιπέδου, για παιχνίδια μεγάλων αντρών. Στα χαλαρά, όμως, μπορούσε να ανταποκριθεί, όπως και έκανε όταν έβρισκε ευκαιρία. Κι αν ο πόνος τον έβρισκε ξανά, είχε τα κατάλληλα φάρμακα σπίτι. Τα γάντια φυσικά και ήταν φθαρμένα, αλλά όχι άχρηστα. Τα πήρε και έφτασε στην πόρτα. Πριν την κλείσει ξανακοίταξε την παγωμένη οθόνη. Οι ομάδες είχαν παραταχθεί στον αγωνιστικό χώρο. Με το που είδε τον Μητσάκο, ασυναίσθητα, του είπε: Για να δούμε, θα σκοράρει ξανά ο Χαριστέας; Ο μικρός απόρησε αλλά δεν μίλησε. Ήταν ώρα για σέντρα.