Το μπαλάκι του γκολφ
Πόσες μετακομίσεις είχε κάνει; Πλησίαζε τα 60 και πρέπει να είχε αλλάξει τουλάχιστον τρία σπίτια, μπορεί και τέσσερα. Δεν έφευγε βέβαια από τα γειτονιά του. Άφηνε το δυάρι σε παλιά πολυκατοικία και έπιανε αυτό στη νεόδμητη , τρία στενά πιο κάτω. Μετά από λίγα χρόνια τα τετραγωνικά αυξάνονταν και το τριάρι κοντά στη μεγάλη πλατεία ήταν δικό του, προσωρινά, πάντα στο ενοίκιο. Κάπως έτσι ρυθμιζόταν το ζήτημα της στέγασης. Ετοιμαζόταν, λοιπόν, για άλλη μία αλλαγή. Αυτή τη φορά θα πήγαινε σε γκαρσονιέρα, με τη σύζυγο. Τα παιδιά είχαν φύγει και ζούσαν μόνα τους. Ο ένας παντρεμένος, χωρίς παιδί ακόμα και η άλλη διορισμένη γιατρός σε κάποιο νησί της άγονης γραμμής. Όπου κι αν πήγαινε, ένα πράγμα δεν αποχωριζόταν: το μπαλάκι του γκολφ. Δεν είχε μπαστούνια, τα ρούχα, τα παπούτσια του αθλήματος. Ούτε είχε ποτέ διάθεση να τρέχει μέχρι τη Γλυφάδα. Αυτό το μικρό αντικείμενο του θύμιζε το καλοκαίρι του 1993, τότε που τσακώθηκε για τα καλά με τον γείτονά του, τον Γιώργο, τότε που γεννήθηκε μια μεγάλη φιλία, τότε που πίστευε ότι θα συνέχιζαν μαζί στη ζωή. Η τελευταία (;) μετακόμιση θα γινόταν εν μέσω θέρους. Οι άνθρωποι από τη μεταφορική του είχαν πει ότι θα έρθουν Κυριακή απόγευμα, μετά τις 8.
Μεσημέρι και παρότι το διαμέρισμα ήταν σε περιοχή του κέντρου, η ησυχία και η ηρεμία είχαν «τρυπώσει» από τα ανοιχτά παράθυρα. Εκείνο το καλοκαίρι, του 1993, θα έμενε μόνος στην Αθήνα. Μόλις είχε βρει δουλειά, βοηθός σε εργαστήριο παρασκευής προϊόντων φούρνου. Δεν είχε σχέση με τον χώρο. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, πήγε δίπλα σε έναν μάστορα και έμαθε τη δουλειάς της οικοδομής. Τα χέρια του έπιαναν και μπορούσε να κάνει σχεδόν τα πάντα. Εκεί τη χρονιά, όμως, δεν υπήρχε μεροκάματο, κι ας σηκώνονταν νέες πολυκατοικίες. Κάτι για πιο φτηνά χέρια άκουγε, για εργολάβους που έβαζαν τους δικούς τους… Δεν απελπιζόταν όμως ποτέ και είπε στη σύζυγο ότι φέτος θα ψάξω και ό,τι βρω. Εσείς να πάτε στο χωριό, να μην κλειστούν μέσα τα παιδιά. Έτσι, λίγο πριν τις διακοπές της οικογένειας ήρθε η δουλειά στο εργαστήριο. Δεν είχε πολύ καιρό που άνοιξε και ήταν κοντά γειτονιά. «Ζητείται βοηθός» έλεγε το χαρτί έξω από την πόρτα. Τον πήρανε. Νέος ήταν ακόμη, έξυπνος, ψημένος στη δουλειά, θα του έδειχναν και δυο-τρία πράγματα… Βέβαια, άδεια πολλών ημερών δεν προβλεπόταν να πάρει. Γι’ αυτό και δεν σκέφτηκε να φύγει.
Η εκνευριστική κόρνα τον έβγαλε από τον λήθαργο. Βγήκε στο μπαλκόνι και είδε έναν τύπο, γύρω στα 35-36, μετρίου αναστήματος, λεπτό, να έχει ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου του και να φωνάζει: Ρε, ποιος ηλίθιος μου έκλεισε τη θέση πάρκινγκ; Τη στιγμή που πήγε να διαμαρτυρηθεί για τις φωνές, τον τύφλωσε η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στην οροφή του οχήματος. Πριν μετανιώσει και μπει μέσα είδε το σήμα του πολυτελούς αυτοκινήτου. Αυτές οι τρεις ακτίνες ήταν το μόνο πράγμα που επέμενε εκείνη τη στιγμή. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, άναψε τον ανεμιστήρα και έριξε τη ματιά του στο μπαλάκι του γκολφ.
Πριν τον ξαναπάρει ο ύπνος, θυμήθηκε τον θείο του τον Βασίλη. Ήταν μόλις δέκα ετών όταν αυτός είχε έρθει το καλοκαίρι του 73΄για διακοπές στην Ελλάδα. Χρόνια μετανάστης στις ΗΠΑ. Τα είχε πάει καλά και πλέον ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που τους λέγανε οι μορφωμένοι «εύπορους». Οι συγγενείς και οι γείτονες τον φωνάζαν, κάπως ειρωνικά, «ο φραγκάτος». Η προσφώνηση τον αδικούσε. Δεν έκανε πότε επίδειξη, δεν ξιπαζόταν, δεν «φώναζε» για την περιουσία του. Εντάξει, έφερνε δώρα στα ανίψια και στην αδελφή του, αλλά μέχρι εκεί. Τα ρούχα περιποιημένα, αλλά δεν ανήκαν σε αυτά που έβγαζαν οι μεγάλοι οίκοι μόδας. Το αυτοκίνητό του μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Μια φορά φάνηκε, κάπως, αλαζόνας και τη στιγμή αυτή τη μοιράστηκε με τον ανιψιό του. Που λες ανιψιέ, μπορεί να κάνω απλή ζωή στις ΗΠΑ, όμως έχω ένα χόμπι που μου αρέσει και ανήκει στην τάξη των πλουσίων. Ο μικρός Αργύρης δεν καταλάβαινε, τότε, από «τάξεις» και χόμπι. Ξέρεις ποιο είναι αυτό; Το γκολφ! Ο θείος άρχισε να εξηγεί τα βασικά του παιχνιδιού και λίγο πριν τελειώσει … και να το μπαλάκι με το οποίο παίζεται. Θα στο δώσω για να με θυμάσαι.
Η κόρνα άρχισε ξανά. Ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου που είχε κλείσει τη θέση πάρκινγκ συνέχιζε τη φασαρία. Δεν άντεξε. Εκνευρίστηκε. Κατεβαίνοντας, χωρίς να καταλάβει «πώς» και «γιατί», πήρε και το μπαλάκι του γκολφ. Άρχισαν οι φωνές, τα ξέρεις ποιος είμαι εγώ;, οι απειλές…. Κάποια στιγμή, ο Γιώργος, λέει φιλαράκι, αυτό το αμάξι το έχω φέρει από τις ΗΠΑ! Τα υπόλοιπα δεν ακούστηκαν. Το βλέμμα του Αργύρη «ταξίδεψε» στον χρόνο και όταν μπήκε τελεία από τον… αντίπαλο απάντησε: ρε φίλε και γω έχω αυτό το μπαλάκι του γκολφ από τις ΗΠΑ. Μου το είχε φέρει ο θείος μου. Ξέρεις, το άθλημα αυτό είναι των πλουσίων. Όλα αυτά ειπώθηκαν με ηρεμία, σιγουριά, συγκίνηση. Ο Γιώργος άφησε το επιθετικό ύφος, ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου που είχε κλείσει το πάρκινγκ βρέθηκε και οι δυο τους κάθισαν στο παγκάκι να τα πουν. Τα είπαν, τα βρήκαν, συμφώνησαν σε πολλά και έγιναν φίλοι. Ναι, ήταν και αυτοί πλούσιοι, σε αισθήματα, συναισθήματα και θα είχαν για πάντα το μπαλάκι του γκολφ.