Ο Φωκίων Μπόγρης στο Gazzetta: «Θέλω να υπάρχει μία αλήθεια σε αυτό που φτιάχνω» (vids)
- «Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι ότι βρίσκεσαι στην Ελλάδα και δεν έχεις χρήματα για να κάνεις ταινίες»
- «Προσπαθώντας να κάνω το Πρόστιμο βρήκα πάρα πολλές πόρτες κλειστές»
Ο Φωκίων Μπόγρης είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος και έχει πολλά να πει, να δείξει, να μας δώσει. Αυτή είναι η αλήθεια και όχι ένα ακόμη κλισέ. Κι αν δεν πιστεύετε τα λόγια, πιστέψτε τα έργα του, όπως το «Πρόστιμο». Αυτή η κινηματογραφική του δουλειά έκανε αίσθηση και επιβεβαίωσε τις πρώτες μας γραμμές. Ο ταλαντούχος δημιουργός ξέρει τι θέλει καλλιτεχνικά, είναι προσγειωμένος και απόλυτα αφοσιωμένος σε αυτό που λατρεύει, το σινεμά. Δέχτηκε να μας μιλήσει γι’ αυτό που αγαπά, για τη σχέση του με τον Νίκο Τριανταφυλλίδη, τη γνωριμία του με τον Απόστολο Σουγκλάκο και για το τι ετοιμάζει. Τον ευχαριστούμε. [Photo credit: Νίκος Νταγιαντάς]
Από τη μέχρι τώρα πορεία σου στον κινηματογράφο τι κρατάς; Έχεις κάνει δύο ταινίες μικρού μήκους και δύο μεγάλες.
Κρατάω το Πρόστιμο, επειδή ήταν ένα μεγάλο ρίσκο που τελικά με δικαίωσε. Είναι μία ταινία που αρχικά δεν χρηματοδοτήθηκε, ούτε έγινε δεκτή από μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού, κατάφερε όμως να βρει το κοινό της. Κρατάω και τη μικρού μήκους Ο Δεύτερος Άντρας, με πρωταγωνιστή τον Νίκο Τριανταφυλλίδη σε μία πιο ακραία εκδοχή του εαυτού του. Έναν σκηνοθέτη, δηλαδή, ο οποίος πιάνει πάτο. Το αγαπάω το ταινιάκι (sic) αυτό, γιατί ένιωθα ελεύθερος κάνοντας το. Κόπηκε όμως από την τότε επιτροπή του Φεστιβάλ Δράμας, με αποτέλεσμα να μην το δουν και πολλοί.
Είναι δύσκολη η μετάβαση από τις μικρού μήκους στις μεγάλες;
Εμένα οι πρώτες μου, εντελώς ερασιτεχνικές ταινίες και γυρισμένες σε αναλογικό βίντεο, ήταν μεγάλου μήκους! Αυτές οι δουλειές, που ήταν παρεΐστικες και DIY (σ.σ do it yourself), αποτέλεσαν για μένα σχολείο. Η σχολή του πως δεν πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Γιατί μπορεί να μην ξέρεις ακριβώς τι κάνεις, αν όμως γνωρίζεις τι να αποφεύγεις, αυτό είναι μία καλή αφετηρία. Και είναι κάτι που δεν μαθαίνεται στις σχολές κινηματογράφου. Κάποια στιγμή θέλησα να κάνω ένα restart, να δω πώς φτιάχνεται μια ταινία με τον κανονικό τρόπο: έχοντας ένα σενάριο, ένα μικρό συνεργείο, έχοντας πραγματικούς ηθοποιούς αντί για τους φίλους μου… Οπότε, με τις μικρού μήκους, είδα και το πως γίνεται κανονικά.
«Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι ότι βρίσκεσαι στην Ελλάδα και δεν έχεις χρήματα για να κάνεις ταινίες»
Η μεγαλύτερη δυσκολία, είτε κάνεις μικρού είτε μεγάλου μήκους, ποια είναι;
Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι ότι βρίσκεσαι στην Ελλάδα και δεν έχεις χρήματα για να κάνεις ταινίες. Αυτό είναι η μεγαλύτερη δυσκολία. Ακόμα και η ακριβότερη Ελληνική παραγωγή γίνεται με ψίχουλα σε σχέση με τις ξένες. Σκέψου δηλαδή τι γίνεται με τις λιγότερο ακριβές παραγωγές, ή εκείνες που δεν βρίσκουν κάποια χρηματοδότηση. Ένα άλλο θέμα, είναι και η θεατρική παιδεία των Ελλήνων ηθοποιών. Δεν είναι όπως με τους Αμερικάνους πχ, που αποκτούν εξοικείωση με την κάμερα από την πρώτη μέρα σπουδών. Οι δραματικές σχολές μας δηλαδή, απαξιώνουν το σινεμά. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορεί να αφιερώνουν μία ώρα την εβδομάδα στο μάθημα της υποκριτικής μπροστά στην κάμερα. Οπότε ο μέσος Έλληνας ηθοποιός ουσιαστικά διδάσκεται αυτό το πράγμα στην πράξη, όταν έρθει η ώρα να παίξει σε κάποια ταινία. Αυτό μπορεί να με δυσκολέψει, γιατί ουσιαστικά πρέπει να ξεκινήσω με τον ηθοποιό από το μηδέν. Δεν συμβαίνει φυσικά με όλους, αλλά σίγουρα το έχω συναντήσει. Να πρέπει να πω σε κάποιον “ξέχνα ό,τι έχεις μάθει”.
Έχει μεγάλη διαφορά το θεατρικό από το κινηματογραφικό παίξιμο; Εντάξει, είσαι μπροστά στην κάμερα, αλλά υπάρχει σενάριο, σκηνοθέτης, σκηνικό…
Έχει τεράστια διαφορά. Στο θέατρο συνήθως βλέπεις στομφώδεις ερμηνείες, τονίζουν τις λέξεις… Ακούς ας πούμε ένα Αυτό!!! Θέλω να… (σ.σ δίνει έμφαση). Ε, αυτό είναι το τελευταίο που θες μπροστά από την κάμερα. Στο σινεμά που μου αρέσει και προσπαθώ να κάνω, το παίξιμο των ηθοποιών είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας. Τα σκηνικά είναι φυσικοί χώροι, όχι στούντιο και τέτοια πράγματα. Άλλη είναι η ενέργεια του ηθοποιού σε μία θεατρική σκηνή και άλλη στον φυσικό χώρο. Θέλω να υπάρχει μία αλήθεια σε αυτό που φτιάχνω, και κυρίως στο κομμάτι των ερμηνειών. Όταν λέμε πως η ερμηνεία του ηθοποιού “έχει αλήθεια”, βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο. Την πρώτη φορά που πιάνεις κάμερα στα χέρια σου δεν έχεις συγκεκριμένη ιδέα για το πώς πρέπει να είναι οι ερμηνείες. Στις πρώτες μου απόπειρες καταλάβαινα ότι κάτι πήγαινε λάθος, γιατί γυρίζαμε π χ μια δραματική σκηνή και κατέληγε να βγάζει γέλιο. Παράλληλα, είχα και άγνοια στο πώς έπρεπε να καθοδηγήσω τους ηθοποιούς. Μετά απ’ όλα αυτά κατάλαβα το εξής: η επιλογή του ηθοποιού παίζει κομβικό ρόλο στο να πάρεις μία καλή ερμηνεία. Ο χειρισμός, η καθοδήγηση, είναι ίσως ένα 40%. Το υπόλοιπο είναι σωστό casting.
Κάπως, όμως, πρέπει να σε εμπιστευτούν. Και μιλάω για τους έμπειρους ηθοποιούς. Για κάποιον που ξεκινάει τώρα τη δουλειά του σκηνοθέτη ίσως να μην είναι εύκολο.
Δεν πιστεύω πως είναι κάτι πολύ δύσκολο, το κομμάτι της προσέγγισης. Δηλαδή έχουμε δει πολύ έμπειρους και γνωστούς ηθοποιούς να παίζουν στην ταινία κάποιου που μόλις ξεκινάει, επειδή κάτι είδαν στον ίδιο και στο σενάριο του. Στην πρώτη μου αυτοχρηματοδοτούμενη μεγάλου μήκους, την “Κάθαρση”, είχα την χαρά να έχω τον Βαγγέλη Μουρίκη. Επικοινωνήσαμε, παρόλο που ήμουν πολύ ντροπαλός στην αρχή. Νομίζω του φάνηκε διασκεδαστικό αυτό που του ζήτησα να κάνει. Η μεγάλη του εμπειρία ήταν κάτι από το οποίο μάθαινα κι’ εγώ, ποτέ δεν στάθηκε εμπόδιο.
«Προσπαθώντας να κάνω το Πρόστιμο βρήκα πάρα πολλές πόρτες κλειστές»
Η τελευταία σου δουλειά, το «Πρόστιμο», πόσο εύκολο ήταν να πραγματοποιηθεί;
Κατ’ αρχάς, από τη στιγμή της αρχικής ιδέας μέχρι τη στιγμή που η ταινία έφτασε να παίζεται στις αίθουσες πέρασαν εφτά χρόνια! Και αυτό γιατί εργάστηκα εκτός κινηματογραφικού συστήματος, χωρίς χρηματοδότηση. Και το σενάριο πήρε πολύ καιρό. Μετά μπαίνεις και στην περιπέτεια ανεύρεσης πόρων για να στηθεί η παραγωγή. Προσπαθώντας να κάνω το Πρόστιμο βρήκα πάρα πολλές πόρτες κλειστές. Σε κάποιες περιπτώσεις πόνεσε, γιατί ήμουν κοντά στο να χρηματοδοτηθώ. Τελευταία στιγμή κάτι στράβωνε και δεν παίρναμε τα χρήματα.
Αυτό σε πεισμώνει ή μπορεί να σε απογοητεύσει και να πεις «δεν ασχολούμαι άλλο»;
Αυτό είναι μια ισορροπία που πρέπει να τη βρεις μόνος σου. Σίγουρα υπάρχουν στιγμές που σε πιάνει απογοήτευση, πρέπει όμως να κάνεις κάτι για αυτό. Εκεί μπορείς να πεισμώσεις και να πεις ναι, αυτό θα το κάνω! Αυτό πρέπει να επιδιώξω, να κυνηγήσω, ώστε να είμαι καλά και να είμαι δημιουργικός.
Πάμε σε μια υποθετική ερώτηση. Αν είχες απεριόριστα χρήματα θα υπήρχε ο κίνδυνος των παρεμβάσεων από τον παραγωγό; Παίζουν αυτά;
Ψάχνοντας χρηματοδότηση για το “Πρόστιμο” συζητούσα με παραγωγό που μου ζήτησε να κάνω 10 αλλαγές στο σενάριο μου. Έκανα τις εννιά από τις 10 που ήθελε. Στη δέκατη αλλαγή, ένιωσα πως δεν ήταν πλέον η ταινία μου και αρνήθηκα, έκανε και εκείνος πίσω. Οπότε έκανα την ταινία με πολύ λίγα, είχα όμως και απόλυτη ελευθερία. Καμία παρεμβατικότητα, κανένας να μου λέει τι να κάνω και τι όχι. Σήμερα μπορεί να ήμουν πιο συζητήσιμος, δεν ξέρω.
Οι φιλοδοξίες σου μέχρι που φτάνουν; Ποιο είναι το όνειρό σου; Να πάρεις τον «Χρυσό Φοίνικα» ας πούμε;
Όχι, δεν έχω καμία τέτοιου είδους φιλοδοξία ή αυταπάτη.
Γιατί;
Πώς να στο πω… Πόσοι Έλληνες έχουν πάρει Χρυσό Φοίνικα; Ο Αγγελόπουλος, ο Λάνθιμος, ο Κώστας Γαβράς, αυτοί. Οι δικές μου ταινίες δεν είναι ακριβώς φεστιβαλικές. Ή να το πω διαφορετικά, ίσως να μην είναι συμβατές με την παρούσα ατζέντα των φεστιβάλ. Για αυτό αποφεύγω την μεγαλομανία, προσπαθώ μόνο να προχωράω.
Πιστεύεις θα παρασυρθείς; Θα σε κάνει η μεγαλομανία να πεις, για παράδειγμα, «Να πάρω το Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας»;
Τα βραβεία δεν είναι αγνό κίνητρο. Υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή για όποιον θέλει βραβεία, η οποία ακολουθείται από Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες. Εγώ έχω επιλέξει άλλο δρόμο, κι’ ας μην μου ανοίξουν οι πόρτες των φεστιβάλ. Θέλω να κάνω ταινίες για αυτά που με απασχολούν πραγματικά. Για να κάνω ταινία και εσύ να τη δεις και να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον, πρέπει πρώτα απ’ όλα να αφορά εμένα. Οπότε αυτό είναι που ψάχνω να βρω, αυτό που με αφορά.
Η πόλη, η Αθήνα, παίζει ρόλο στις ταινίες σου;
Η σχέση μου με την Αθήνα είναι αγάπης-μίσους. Πολλοί θα διαφωνήσουν, αλλά δεν τη θεωρώ ιδιαίτερα κινηματογραφική πόλη. Ίσως να φταίει και το πόσο την έχω συνηθίσει. Κάθε γωνιά της πόλης όλο και κάπου θα έχει παίξει, σε κάποια ταινία, σειρά ή βιντεοκλιπ. Να μία βασική δυσκολία που ξέχασα να αναφέρω παραπάνω: το να βρει κανείς καλά locations στην Αθήνα, που να μην έχουν ξαναπαίξει. Ίσως να είμαι καταδικασμένος να κάνω Αθηναϊκές ιστορίες. Όχι, όμως, επειδή αγαπώ την Αθήνα και τόσο πολύ.
Αναγκάζεσαι.
Ναι.
Έχεις σκηνοθετήσει επεισόδιο για την τηλεοπτική σειρά-ντοκιμαντέρ «Τα στέκια», του Νίκου Τριανταφυλλίδη. Ήταν πολύ διαφορετικό από το γύρισμα ταινίας; Το γούσταρες το ίδιο;
Ναι, το γούσταρα πάρα πολύ, παρόλο που ήταν εντελώς διαφορετική διαδικασία από το να κάνεις μία ταινία μυθοπλασίας.
Τα «Βίντεο κλαμπ» είχες κάνει αν θυμάμαι καλά.
Είχα κάνει δύο επεισόδια γι’ αυτή τη σειρά. Τα Βίντεο κλαμπ ήταν στον πρώτο κύκλο, το πρώτο επεισόδιο που προβλήθηκε.
Τα έβλεπα «Τα στέκια».
Ήταν υπέροχη δουλειά και θα ήθελα να είχα κάνει περισσότερα.
Άλλο πράγμα η τηλεόραση έτσι;
Είναι άλλο πράγμα η τηλεόραση. Εγώ έκανα μόνο αυτά τα δύο επεισόδια. Το σίγουρο είναι πως η δουλειά με αφορούσε. Ήτανε…
…Η ιδέα ήταν του Τριανταφυλλίδη;
Ναι. Η ιδέα για τα Βίντεο Κλαμπ ήταν κομμένη και ραμμένη για μένα, από τον Νίκο. Με ήξερε καλά και γνώριζε ότι είχα περάσει τη μισή μου ζωή σε βίντεο κλαμπ. το κάνω καλά. Το ίδιο ίσχυε και με τα Διανυκτερεύοντα, επεισόδιο του τρίτου κύκλου.
Ο Τριανταφυλλίδης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική σου πορεία; Ήσασταν και φίλοι.
Τον Νίκο τον γνώρισα το 2002. Ήταν Φεβρουάριος και γινόταν το πρώτο Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου. Όταν είδα ότι γίνεται κάτι τέτοιο βρέθηκα αμέσως εκεί. Αισθανόμουνα ότι κάποιον τον απασχολούν τα ίδια πράγματα με μένα, ψάχνει να δει τα ίδια πράγματα που ψάχνω και εγώ. Πηγαίνοντας, λοιπόν, εκεί γνώρισα τον Νίκο και για τα επόμενα 14 χρόνια, μέχρι που μας άφησε, κάναμε πολλά πράγματα μαζί, πράγματα ενδιαφέροντα, περιπετειώδη, δημιουργικά. Ουσιαστικά ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης που γνώρισα.
Έμαθες πολλά απ’ αυτόν;
Έμαθα πάρα πολλά απ’ αυτόν. Όχι τόσο σε τεχνικό επίπεδο, δεν μιλούσε δηλαδή για πράγματα που αφορούσαν την κάμερα. Ήμουν κι’ εγώ αυτοδίδακτος, δεν είχα πάει σχολή κινηματογράφου, οπότε ίσως να είχα ανάγκη από μία “πατρική φιγούρα” μέσα στον χώρο αυτό.
Στο αισθητικό κομμάτι έμαθες απ’ αυτόν;
Αισθητική του σινεμά έμαθα από τον Νίκο. Όπως και εκείνος από τον Νίκο Νικολαϊδη.
Διάβασα ότι είχες γνωρίσει τον Απόστολο Σουγκλάκο. Τι τύπος ήταν;
Δεν τον είχα γνωρίσει απλά, είχα γυρίσει ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε!
Στη Αγίου Μελετίου κυκλοφορούσε αν δεν κάνω λάθος.
Εκεί έμενε.
Ακουγόταν ότι έλεγε κάποτε «Φέρτε μου τον Τάισον!». Δεν ξέρω αν ισχύει.
Έχοντας γνωρίσει τον Απόστολο δεν μου φαίνεται απίθανο κάτι τέτοιο.
Πρέπει να ήταν τύπος με καλή καρδιά.
Ναι, ήταν άνθρωπος με καλή καρδιά. Η συνεργασία μας, όμως, δεν ήταν και η καλύτερη. Υπήρχαν εντάσεις, τσακωμοί και διαφωνίες… Εκτός δουλειάς, ήταν τέλειος. Είχε να πει φοβερές ιστορίες και αστεία που τα θυμάμαι ακόμα. Έχει ολοκληρωθεί λοιπόν η ταινία μας, και ο Απόστολος έρχεται να την δει. Κολλάει, βλέποντας ένα πλάνο με τον εαυτό του να ερωτοτροπεί με την παρτενέρ του, μέσα σε μία πισίνα. Και μου λέει, φωνάζοντας “τι έχεις γυρίσει εδώ πέρα ρε μαλάκα, Αγγελόπουλος!”
Συμμετείχε στην τέχνη του δρόμου. Με τα σόου, τους αγώνες κατς…
Ναι.
Μετά το "Πρόστιμο" ποια είναι τα σχέδια σου;
Προσπαθώ να γράψω το επόμενο μου σενάριο και γυρίζω από το ένα εργαστήριο σεναρίου στο άλλο. Είναι η ιστορία ενός μουσικού παραγωγού που μπλέκει σε ερωτικό τρίγωνο με έναν ράπερ και ένα μοντέλο του OnlyFans. O τίτλος είναι “Δημόσιο Πρόσωπο”.