Λεκατσά για Πολυτεχνείο: «Είχαμε φτιάξει ιατρείο, σταματούσαμε τις αιμορραγίες ή διαπιστώναμε νεκρούς, δεν συγχωρώ» (vid)

Επιμέλεια: Newsroom
Λεκατσά για Πολυτεχνείο: «Είχαμε φτιάξει ιατρείο, σταματούσαμε τις αιμορραγίες ή διαπιστώναμε νεκρούς, δεν συγχωρώ» (vid)
Συγκλονίζει με τις περιγραφές της η υπεύθυνη του φαρμακείου του Πολυτεχνείου, Μέλπω Λεκατσά, μιλώντας για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου.

«Πρέπει να μάθουν τα νέα παιδιά τι έγινε για να μην υπάρχει εκφασισμός, γιατί πάμε έντονα προς τα εκεί» υπογράμμισε έντονη η υπεύθυνη του φαρμακείου του Πολυτεχνείου, Μέλπω Λεκατσά, μιλώντας για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, την πολιτική περίοδο της εποχής αλλά και το κίνημα που αυθόρμητα ξεσηκώθηκε οδηγώντας στα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου.

«Μετά από το «αποτυχημένο» πείραμα της Νομικής, που αποτέλεσε προάγγελο, οι φοιτητές ήμασταν έτοιμοι. Βγαίνοντας από τη Νομική φάγαμε πάρα πολύ ξύλο, παρόλο ότι είχαμε συμφωνήσει ότι θα βγούμε ειρηνικά και συλλήψεις έγιναν και ξύλο φάγαμε» τόνισε η υπεύθυνη του φαρμακείου του Πολυτεχνείου, Μέλπω Λεκατσά, για την αντίστροφη μέτρηση προς την Εξέγερση του Πολυτεχνείου και τονίζοντας πως είχαν καταλάβει προς τα που οδηγείται η ιστορία.

Υπενθυμίζοντας πολλές και κομβικές καταστάσεις όπως τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, συλλήψεις στα σπίτια, αλλά και τις δικές της αγωνίες αφού κρυβόταν για τρεισήμισι μήνες, μετέφερε μιλώντας στην ΕΡΤ, το κλίμα της εποχής το οποίο είχε φορτίσει την κατάσταση, ενώ μεταξύ άλλων υπογράμμισε πως υπήρχαν οργανώσεις που κινητοποιούσαν τον κόσμο, όμως οι αυθόρμητες αντιδράσεις από πλήθος κόσμου ήταν χαρακτηριστικές προσθέτοντας χαρακτηριστικά πως «Όλοι αυτοί έδιναν έναν τόνο, αλλά δεν θα γινόταν το Πολυτεχνείο αν δεν υπήρχε ο πλουραλισμός και ο αυθορμητισμός».

Με πρόσχημα τη θέληση των φοιτητών για ελεύθερες εκλογές, στις 14 Νοεμβρίου, μας μπήκε και η ιδέα «δεν καθόμαστε να κάνουμε ελεύθερο κρατίδιο το Πολυτεχνείο, να πάρουμε κι εμείς λίγο το αίμα μας πίσω;» προσθέτοντας πως συνεχώς τους παρακολουθούσαν ασφαλίτες, ακόμη και μέσα στα αμφιθέατρα, ενώ υπήρχε η ανάγκη να «απαντήσουν» στα απίστευτα βασανιστήρια που είχαν υποστεί οι συνάδελφοί τους που κρατήθηκαν.

 

Ξεκινώντας η αντίστροφη μέτρηση, ξεκίνησε και να οργανώνεται η κινητοποίηση… φαγητά, εστιατόριο, φάρμακα, δωρεές χρημάτων από κόσμο, χειροποίητες προκηρύξεις στα αυτοκίνητα με την κ. Λεκατσά να τη χαρακτηρίζει ως «μία οργανωμένη, ελεύθερη, φοιτητική κοινωνία, στην οποία πιστεύουμε ότι για πάντα θα ζήσουμε εκεί, ελεύθεροι», υπογραμμίζοντας πως δεν υπάρχει τίποτε παραπάνω στο μυαλό όσων συμμετείχαν παρά μόνο το μεσημέρι της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου, από κόμματα – γιατί κι αυτοί έχουν τις διασυνδέσεις τους – μας είπαν ότι θα χτυπήσουν και είπαν να φύγετε όσοι είστε οργανωμένοι γιατί δεν θέλουμε άλλες συλλήψεις από δικά μας μέλη. «Όμως κανείς δεν έφυγε. Αυτό είναι το μεγαλειώδες του Πολυτεχνείου. Όλοι μείναν στις θέσεις τους. Κανένας δεν αποχώρησε ποτέ» τόνισε.

«Από τις 18:00 έχουν έρθει για δακρυγόνα, με απλούς τραυματισμούς, και όσο περνάει η ώρα οι μαθητές έχουν κάνει μία μεγάλη αλυσίδα που ανάμεσά τους περνάμε τους τραυματισμένους, αλλά στις 20:00 βλέπουμε πλέον καθαρά από σφαίρες χτυπημένους πολύ άσχημα και τους φέρνουν στο ιατρείο για την πρώτη βοήθεια, σταματούσαμε τις πρώτες αιμορραγίες, διαπιστώναμε κάποιους νεκρούς. Αυτό είναι το θέμα. Να το καταλάβουν ότι υπήρχαν νεκροί. Προσπαθούν να μας πουν 50 χρόνια ότι δεν υπάρχουν νεκροί και ήταν έξω από το Πολυτεχνείο».

Ερωτηθείς πως έφτασαν μέχρι εκεί τα γεγονότα σημείωσε πως «η χούντα υποτίμησε τους φοιτητές. Πίστευε ότι θα είναι πάλι ένα πείραμα σαν τη Νομική. Αλλά εκεί γέλασε, διότι δεν είχε καταλάβει ότι όλο αυτό το πράγμα που χτυπούσε, όλο αυτό το μένος προς τους φοιτητές, οι στρατεύσεις, οι φυλακίσεις, κάπου θα ξεσπάσει» ενώ πρόσθεσε πως ούτε οι ίδιοι πίστευαν ότι «θα φτάσουμε να γράψουμε μια ιστορική σελίδα».

Εξιστορώντας την προσωπική της διαδρομή από εκείνη την ημέρα ανέφερε πως έφυγε από το Πολυτεχνείο μισή ώρα πριν ρίξει την πόρτα το τανκ και κρυβόταν μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου όπου και συνελήφθη και να μείνει περίπου τρεισήμισι μήνες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μιλώντας για τις συνθήκες κράτησής της ανέφερε «ήταν επτά κελιά και ένα άλλο που το λένε αναρρωτήριο, σε απόλυτη απομόνωση, με κάτι φεγγίτες να μπαίνει ελάχιστο φως, με μια μικρή λάμπα που δεν βλέπεις τίποτα, με απόλυτη απομόνωση, δεν βλέπεις ούτε τους γονείς σου, ούτε έχεις καμία επικοινωνία. Μόνο ανάκριση- βασανιστήρια, ανάκριση – βασανιστήρια. Μόνο από το φαγητό μπορείς να καταλάβεις την ώρα, διότι το πρωί δίνουν τσάι σκέτο».

Μάλιστα αποκάλυψε πως μετά την πτώση της δικτατορίας συνάντησε τυχαία δύο ανθρώπους από εκείνες τις ημέρες. «Μία φορά στη Νέα Ιωνία είδα έναν από τους ταγματάρχες να κουβαλάει τα τρόφιμα με τη γυναίκα του. Δεν του είπα τίποτα γιατί δεν ήξερα να του πω κάτι, τι θα συμβεί… Και μετά, μία φορά στο φαρμακείο μου ήρθε ένας από τους δεσμοφύλακες να πάρει ένα αντιβιοτικό» μάλιστα ο δεύτερος άνδρας την αναγνώρισε και έκαναν έναν μικρό διάλογο ρωτώντας την αν παρόλο που τον θυμόταν αν θα του έδινε παρόλα αυτά το φάρμακο που ζητούσε με την κ. Λεκατσά να τονίζει πως το μόνο που ήθελε ήταν να του δείξει την περιφρόνησή της. «Εγώ ξέχασα, αλλά δεν συγχώρεσα. Διότι τη στιγμή που υπάρχουν νεκροί υπάρχει αίμα, υπάρχει ο Μουστακλής που έμεινε ανάπηρος δεν συγχωρώ κανέναν» και πρόσθεσε πως «όλοι πάνε στο στρατό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή πας στο στρατό θα γίνεις βασανιστής» χαρακτηρίζοντάς τους «ειδικής ψυχολογίας άτομα».

Αναφορικά με τα βασανιστήρια που υπέστη τόνισε: «ακόμη βουίζουν τα αυτιά μου» και σε άλλο σημείο θυμάται «είχανε κάτι σαν καμουτσίκι που ήτανε κάτι από ηλεκτρισμό, που στο κάτω μέρος ήταν το σύρμα, σε βάζουν κάτω να σε πατάνε, πολύ ξύλο. Σκεφτείτε ότι είδα έναν άνθρωπο στην τουαλέτα που τον μεταφέρανε τέσσερις. Το χρώμα του ήταν μαύρο».

«Οι τουαλέτες ήταν ανοιχτές και μια φορά που μου επέτρεψαν να κάνω μπάνιο με κρύο νερό, χωρίς σαπούνι, με κοιτάζανε όλοι, με κοιτάζανε όλοι, τα μάτια τους ήταν σαν βέλη που πέφτανε πάνω» σημείωσε για τις μέρες που ήταν κρατούμενη.

Μάλιστα πρόσθεσε πως από τα βασανιστήρια απέκτησε ακόμη και γυναικολογικά προβλήματα και σημείωσε χαρακτηριστικά πως «το πρόβλημα είναι πώς μέσα σου θα ηρεμήσεις και θα συνεχίσεις τη ζωή σου» και συμπλήρωσε πως «μέχρι να γεννήσω την πρώτη μου κόρη δεν κοιμόμουνα τα βράδια. Οι εφιάλτες ήταν κάτι το φοβερό. Έβλεπα πάντα το ίδιο όνειρο. Έβλεπα ότι είμαστε – σκεφτείτε τοπίο Δυτικής Γερμανίας κατεστραμμένης που μπαίνουν οι σύμμαχοι μέσα που είναι όγκοι τα κτίρια – να τρέχω γυμνή και εκεί να γυρνάω ένα άγαλμα πέτρινο. Είχα ταυτίσει ότι όλα αυτά που είχαν συμβεί δεν θα γινόμουν μητέρα και ίσως αυτό το παιδί, το πέτρινο, ήταν το παιδί που δεν θα γεννούσε ποτέ. Με πολλές δυσκολίες έγινα μητέρα 2 φορές. Βέβαια κάθισα στο κρεβάτι οκτώ μήνες γιατί κάθε φορά που έχανα ένα παιδί, μετά έπρεπε να καθίσω στο κρεβάτι για να γεννηθεί το παιδί. Αυτή είναι και η νίκη μου απέναντι στα βασανιστήρια, γιατί έκανα αρκετά χρόνια να επουλώσουν τα εσωτερικά και πνευματικά μου προβλήματα, αλλά τα σωματικά με ακολουθούσαν για πάρα πολλά χρόνια».