Όλα «λάθως» σε αυτή τη χώρα
Τα ΜΜΕ δεν τα εμπιστευόταν. Όλοι ρουφιάνοι είναι, έλεγε και μετά φώναζε το γνωστό σύνθημα. Από το σχολείο είχε κρατήσει τις εξετάσεις, τα διαγωνίσματα, τα τεστ, τους βαθμούς και τις αποβολές. Του άρεσε ο χαβαλές κι ένα σύνθημα που είχαν βγάλει με τους φίλους. Να καεί, να καεί, το… Η φωτιά δεν μπήκε. Όλα έμειναν ίδια και απαράλλακτα. Από την κοινωνία κρατούσε τη μεγάλη πλατεία, τα παγκάκια, το γήπεδο και τη μουσική της γενιάς του. Οι λέξεις «θέατρο», «κινηματογράφος», «μουσεία», «ποίηση», «πολιτισμός» δεν έβρισκαν χώρο στην αντίδρασή του. Τις «έπνιγε» με κάτι σκόρπιους ήχους που φώναζαν φλώροι, θολοκ…, τι είναι αυτό; Από την εκκλησία είχε μείνει το σταυροκόπημα, η σιωπή κι ένα κρυφό γελάκι. Από τους πολιτικούς κρατούσε ό,τι και για τα ΜΜΕ, απλώς δίπλα από το ρουφιάνοι έβαζε και το κλέφτες. Μια παραχώρηση έκανε για κάτι τύπους με μαύρα ρούχα, μαύρα παπούτσια, μαύρα γυαλιά, μαύρες ψυχές. Έλεγε από μέσα του ρε συ, αυτοί έρχονται και με ακούνε, μου μιλάνε, με νοιάζονται. Και από τους γονείς; Ε, εδώ ήταν ακόμη πιο καθαρά τα πράγματα. Δεν βγαίνει ο μήνας, κουράστηκα, βάλε να φάμε, άνοιξε την τηλεόραση, μη μιλάς! Σκάσε! Λεφτά για τη δόση του δανείου, α ρε και να κέρδιζα το τζόκερ… Έστειλε dm στην παρέα του. Σε 15 λεπτά θα ήταν στην πλατεία. Εκεί κάποιος είχε γράψει στον τοίχο τη λέξη «Λάθως». Η νύχτα σε λίγο θα κυριαρχούσε.
Το βλέμμα ήταν αγέρωχο, έκρυβε την ανησυχία, την τόλμη και τον φόβο. Η βραδιά ήταν γλυκιά. Ο μαύρος ουρανός είχε ελάχιστα σύννεφα και η ατμόσφαιρα, παραδόξως, ήταν καθαρή. Είχαν κανονίσει να πάνε στο live του φίλου τους, του Ζακ. Τέτοια σόου τα είχαν ανάγκη, το ίδιο και η πόλη κι ας μην το ήξερε. Γνώριζαν ότι στη σκηνή θα δουν κάτι παραπάνω από μια επίδειξη. Η performance στα καλύτερά της, λέγανε όσοι ήξεραν. Οι δυο τους περίμεναν τη λάμψη, τη χρυσόσκονη, το γκλίτερ, τις μάσκες, τα χρώματα… Ο χώρος της εκδήλωσης ήταν δυο στενά πιο κάτω από την κεντρική πλατεία. Πριν φτάσουν εκεί είδαν μισοσβησμένο σύνθημα στα κατεβασμένα ρολά ενός μαγαζιού: Στην… δεν έγινε ληστεία… δολοφονία. Κάποιοι είχαν μουτζουρώσει τις υπόλοιπες λέξεις. Προχώρησαν. Το πορτοκαλί φως από τις κολώνες της ΔΕΗ έκανε τρομακτικά κρυστάλλινη τη νυχτερινή εικόνα. Χωρίς να το καταλάβουν ένωσαν τα χέρια τους. Δεν είχε πολύ κόσμο. Κάποιοι είχαν βγάλει τον σκύλο τους βόλτας, άλλοι απλώς περνούσαν και στα παγκάκια είχαν μαζευτεί πολλοί πιτσιρικάδες. Δεν τους έβλεπαν πρώτη φορά. Εκεί μαζεύονταν Σάββατο βράδυ. Πού αλλού να πάνε; Ελάχιστες επιλογές, ελάχιστα χρήματα… Δεν έδωσαν σημασία και προχώρησαν. Κάποιος, όμως, τους κοιτούσε επίμονα και για ένα δευτερόλεπτο τα βλέμματα συνομίλησαν.
Ακούστηκαν ύβρεις. Τι κοιτάς μωρή π… Ουστ από δω ρε! Ουυυυυυ! Μετά αντήχησε η προτροπή. Πάμε να τους φτύσουμε. Σε αυτόν τον απειλητικό, συλλογικό, λόγο, υπήρξε αντίδραση και τότε όλοι σηκώθηκαν από τα παγκάκια. Οι δέκα έγιναν 20, 30, 40… Ο φόβος είχε σκεπάσει καθετί σε αυτή την πλατεία. Οι δυο τους προχωρούσαν με βήμα ταχύ και τα χέρια πάντα ενωμένα. Ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί δεν τα άφησαν, γιατί δεν έτρεξαν. Λίγο πριν έρθουν τα σωματικά χτυπήματα, θα έρχονταν, δεν υπήρχε περίπτωση, είδαν την πόρτα ενός εστιατορίου. Άνοιξαν και μπήκαν. Ο ιδιοκτήτης, οι σερβιτόροι και οι λίγοι πελάτες τους κοίταξαν. Είδαν τα ενωμένα χέρια που έτρεμαν. Είδαν να ξεθωριάζουν τα βαμμένα πρόσωπα. Μαύρες γραμμές σχηματίστηκαν στα μάγουλα και αστεράκια σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Είδαν και το αγριεμένο πλήθος. Η τζαμαρία «έπνιγε» μερικώς τις βάρβαρες λέξεις, προθέσεις. Δεν θα βγείτε ρε αδερφ… Θα σας σκοτώσουμε! Κάποιος πήρε τηλέφωνο την αστυνομία. Σε λίγη ώρα ο Ζακ θα έβγαινε στη σκηνή. Κάθισαν σε δυο καρέκλες του μαγαζιού. Σωθήκαμε, είπαν ο ένας στον άλλο. Όταν οι αστυνομικοί διέλυσαν το πλήθος, βγήκαν έξω. Έφυγαν βιαστικά για τον χώρο του live. Τελικά δεν σωθήκαμε, ψιθύρισαν. Στα πλεγμένα χέρια τους «έκαιγε» το χλευαστικό βλέμμα του ένστολου. Μόνο τα γκράφιτι έλεγαν την αλήθεια πια. Ένα ξεχασμένο πανό, σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο, έγραφε: «Όλα λάθως σε αυτή τη χώρα».