Δημήτρης Μυστακίδης: «Υπάρχει μία τάση οπαδοποίησης στις συναυλίες, ο κόσμος πλέον πάει για να διασκεδάσει και όχι για να ψυχαγωγηθεί»
Δεν είναι ο άνθρωπος, μου το τονίζει, που ασχολείται τόσο με το πότε έγινε η ηχογράφηση του τάδε τραγουδιού από τον δείνα συνθέτη. Αντιθέτως, αυτό που τον νοιάζει κυρίως είναι να μελετήσει το κοινωνικό και το πολιτικό πλαίσιο που γέννησε το ρεμπέτικο τραγούδι. Συνεπές με τον τρόπο που το αντιμετωπίζει πρώτα ως δημιουργός και ύστερα ως μελετητής. Εξάλλου, δεν το έβλεπε ποτέ ως μουσειακό είδος και αυτό είναι που τον ξεχώρισε. Κι ας βρήκε αντιδράσεις στην αρχή.
Ο λόγος για τον Δημήτρη Μυστακίδη, έναν άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στο λαϊκό τραγούδι. Παίζει, διδάσκει, γράφει βιβλία γι’ αυτό, πάντα με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Η συνέντευξη για το Reader.gr έγινε με αφορμή τη συμμετοχή του στο 5ο Γιούργια Φέστιβαλ που διοργανώνει και αυτή τη χρονιά το καφενείο Καραγκιόζης στο Κύτταρο, στις 10 και 11 του Μάη.
Δεν έχεις μείνει ποτέ στην Αθήνα, σωστά;
Αν εννοείς μόνιμα, όχι δεν έχω μείνει. Έχω κατέβει για διαστήματα λόγω δουλειάς.
Πώς και έτσι;
Κάποια στιγμή, πριν πόλλα χρόνια, το είχα σκεφτεί αλλά ευτυχώς έγινε η συνεργασία με τον Νίκο τον Παπάζογλου που ουσιαστικά με κράτησε στη Θεσσαλόνικη. Μετά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους και δεν χρειάστηκε ποτέ να κατέβω. Ήμουν από τους λίγους τυχερούς.
Γιατί «ευτυχώς»;
Μην λέμε ψέματα, οι δουλειές όλες είναι κάτω και για τον μουσικό μοιάζει σχεδόν μονόδρομος το να φύγει για την Αθήνα. Είναι όμως τελείως διαφορετική η φάση στην Αθήνα σε σχέση με το πώς λειτουργούν τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη.
Ρωτάω γιατί πριν λίγο άκουγα το «Τι τρέχει στο Παγκράτι» και σκέφτηκα αν εκτός από πολιτικό τραγούδι, είναι και ένα σχόλιο για το ίδιο το Παγκράτι….
Είναι πράγματι πολιτικό το τραγούδι. Κοίτα…Κάθε πόλη έχει τη δική της υποκουλτούρα και δεν το εννοώ με την αρνητική σημασία του όρου. Εννοώ ότι παράλληλα με την κεντρική κουλτούρα, επικρατεί και μία άλλη.
Στην Αθήνα, λοιπόν, που είναι τόσο μεγάλη πόλη, κάθε γειτονιά έχει και τη δική της υποκουλτούρα. Έτσι, από μακριά βλέποντάς το, νιώθω ότι στο Παγκράτι τα τελευταία χρόνια επικρατεί μια…χαρά να το πώ;
Αυτό είναι που σχολιάζω στο τραγούδι και με αφορμή ότι βγήκαμε από μία πάρα πολύ δύσκολη συνθήκη, τις καραντίνες. Ενώ είχαμε ζήσει αυτό το πράγμα, ξαφνικά, μέσα σε λίγες ημέρες το θάψαμε. Σαν να μη συνέβη ποτέ. Άρα, στο τραγούδι κάπως ασχολούμαι με την ελαφρότητα με την οποία πολλές φορές αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα.
Εννοείς ότι δεν καταλάβαμε ποτέ όσα άλλαξαν μέσα στις καραντίνες;
Νομίζω ότι όσο απομακρυνόμαστε από αυτές, τόσο καταλαβαίνουμε άφησαν πίσω μας. Αυτό αφορά και τη μουσική, το βλέπω πολύ έντονα και στις μεγάλες συναυλίες στις οποίες συμμετέχω. Έχει αλλάξει η συνθήκη ακρόασης.
Υπάρχει μία τάση οπαδοποίησης. Νιώθω ότι ο κόσμος έχει μία εσωτερική ανάγκη να πάει κάπου, να ενταχθεί σε μία μεγαλύτερη ομάδα και να χτυπηθεί μέχρι τελικής πτώσεως. Πάει για να διασκεδάσει και όχι για να ψυχαγωγηθεί. Όσοι επιλέγουμε να κάνουμε στις εμφανίσεις μας κάτι διαφορετικό από αυτό, δυσκολευόμαστε. Το κοινό δεν το υποστηρίζει καθόλου. Θέλει πιο πολύ να διασκεδάσει, παρά να προβληματιστεί.
Δεν το λέω ως κάτι κατακριτέο αλλά ως μία πραγματικότητα που έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν.
Όλο και κάτι θα το βρίσκεις προβληματικό σε αυτό…
Ίσως το γεγονός ότι όλη αυτή η εκτόνωση δεν λειτουργεί συλλογικά. Αντιθέτως, ο καθένας μόνος του κάνει αυτό που γουστάρει, χωρίς να σκέφτεται τον διπλάνο του. Για εμένα αυτό είναι το χειρότερο.
Όταν κάνεις κάτι και κοιτάς μόνο την πάρτη σου, πώς εσύ θα περάσεις καλά; Όταν δεν σε ενδιαφέρει τι κάνει ο δίπλα σου, αυτό παύει να είναι εκτόνωση που έχει αξία, τουλάχιστον στο κοινωνικό σύνολο. Αυτό πράγματι κάποιες φορές με εκνευρίζει.
Εσύ πώς και ασχολήθηκες με το ρεμπέτικο;
Το ρεμπέτικο ήταν η μουσική που ακουγόταν στο σπίτι μου. Ούτως ή άλλως, την εφηβεία και την προεφηβεία μου την πέρασα τη δεκαετία του 1980, δηλαδή στη δεύτερη αναβίωση του ρεμπέτικου, η οποία είχε γίνει μάλιστα με την κλασική μορφή: Μικρές ορχήστρες με ακουστικό ήχο.
Υπήρξε και η πρώτη αναβίωση που έγινε τη δεκαετία του 1960, τότε που έγιναν όλες εκείνες οι ηχογραφήσεις με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ο ήχος εκεί όμως ήταν διαφορετικός.
Τη δεκαετία του 1980, λοιπόν, επέστρεψε για δεύτερη φορά. Με αφορμή διάφορες σειρές που είχαν γίνει (για παράδειγμα, το «Μινόρε της Αυγής») αλλά και την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού του 1981. Στα αστικά κέντρα, το ρεμπέτικο σάρωσε. Υπήρχε παντού. Αυτή ήταν η δεύτερη αναβίωση και κατά τη γνώμη μου η τελευταία.
Γιατί το λες αυτό;
Γιατί πλέον υπάρχουν πάρα πολλοί καλοί μουσικοί που παίζουν ρεμπέτικο και έχουν πολύ όμορφη αισθητική. Ταυτόχρονα, το ακροατήριο του ρεμπέτικου δεν ετεροπροσδιορίζεται. Άκουγαν αυτή τη μουσική και θεωρούσαν ότι έτσι γίνονταν αντιδραστικοί ή εναλλακτικοί. Τώρα πια ακούγεται από κοινό που του αρέσει και το αγαπάει. Επομένως είναι πιο συνειδητές τόσο η ακρόαση όσο και η εκτέλεση.
Σε μία πολύ παλιά συνέντευξή σου είχες πει ότι οι παλιοί κιθαρίστες είχαν κάτι το βιωματικό στο παίξιμο τους που, την εποχή που μίλαγες, δεν το είχαν πετύχει οι σύγχρονοί σου. Έχει αλλάξει κάτι σε αυτό;
Ναι, είμαστε πια πολύ πιο κοντά. Ούτως ή άλλως, η διαδικασία της μάθησης ενός είδους περνάει πρώτα από τη μίμηση. Το πόσο θα επέμβεις δημιουργικά σε αυτό που έμαθες και μιμήθηκες είναι πια δική σου απόφαση.
Στην ουσία και αυτό που έκανα εγώ, που έπαιζα ρεμπέτικο μόνο με τις κιθάρες, δεν ήταν κάτι καινούργιο. Δεν το ανακάλυψα εγώ. Αν έκανα κάτι είναι ότι επανέφερα αυτό που προϋπήρχε. Είχαν γίνει πάρα πολλές ηχογραφήσεις στο παρελθόν που ήταν μόνο με κιθάρες.
Απλώς όλη η τεχνική που είχε αναπτυχθεί τη δεκαετία του 1930 και έφτασε στην κορύφωσή της το 1935-1937, δεν επανήλθε με τις αναβιώσεις. Πολύ απλά γιατί οι άνθρωποι που πρωτοστάτησαν στις προηγούμενες αναβιώσεις του ρεμπέτικου δεν είχαν την πληροφορία που έχουμε εμείς λόγω και του ίντερνετ. Έτσι, επανέφεραν πολλά στοιχεία του τότε παιξίματος μεν αλλά όχι στην κιθάρα.
Ανακαλύπτοντάς το αυτό εγώ απλώς προσπάθησα να το επαναφέρω. Από εκεί και έπειτα όμως, πάνω σε αυτό το πράγμα που επαναφέραμε, γίναμε και πιο δημιουργικοί. Προσθέσαμε πράγματα, την εξελίξαμε.
Άρα, τεχνικά, δεν υπάρχουν τρομερές διαφορές στον τρόπο που παίζεται σήμερα το ρεμπέτικο σε σχέση με τη χρυσή εποχή του;
Δεν έχει μεγάλες διαφορές, όχι. Σαφώς σήμερα είναι πιο στρογγυλά, πιο γυαλισμένα τα παιξίματα. Ωστόσο, η ουσία είναι ατόφια.
Υπάρχουν και αυτοί που βλέπουν το ρεμπέτικο ως μουσειακό είδος, σωστά;
Αυτή είναι η μεγάλη κόντρα που είχα τόσα χρόνια. Μην φανταστείς, άκουσα και εγώ πολύ μπινελίκι όταν ξεκινούσα. Δεν ήταν όλα ρόδινα. Υπάρχει μία τέτοια λαγνεία να ακολουθήσουμε επακριβώς τις πρώτες εκτελέσεις, ώστε άκουσα και εγώ πολλά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι αυτό που ακούμε εμείς ως ρεμπέτικο είναι αυτό που έρχεται από τις ηχογραφήσεις. Η αναφορά που έχουμε είναι αυτή που έχει δισκογραφηθεί. Δεν αντικατοπτρίζει ούτε το 5% της πιάτσας, εκεί που παίζονταν πραγματικά τα ρεμπέτικα. Ουσιαστικά έχουμε φωτογραφία από μία ολόκληρη εποχή και προσπαθούμε να την ανασυνθέσουμε. Ίσως και με τον τρόπο που θα θέλαμε εμείς.
Είσαι και μελετητής του είδους. Αλήθεια, για να παίξεις καλά, πρέπει να το ξέρεις και καλά;
To ρεμπέτικο το έχω ψάξει πολύ και σε κοινωνικό επίπεδο, όχι τόσο σε πρακτικό: πότε ακριβώς ηχογραφήθηκε το τάδε κομμάτι και ποιοι έπαιζαν. Περισσότερο με ενδιέφερε η κοινωνική συνθήκη. Με άλλα λόγια, το τι λένε αυτά τα τραγούδια και πώς θα μπορούσαν να έχουν νόημα σήμερα. Γι’ αυτό και πριν παίξω, έκανα μεγάλη έρευνα.
Αλήθεια, υπάρχει σήμερα αυτό που λέμε λαϊκό τραγούδι;
Αν πάρουμε τον ευρύ όρο της λαϊκής παράδοσης και πούμε ότι αφορά κάτι που ξεκινάει από τα κάτω προς τα πάνω και αφορά πολύ κόσμο, με αυτή την έννοια το hip-hop είναι σίγουρα λαϊκή μουσική. Υπάρχουν όμως και πολλοί άνθρωποι που γράφουν λαϊκά τραγούδια, με τα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός λαϊκού τραγουδιού.
Με αυτή την έννοια, σαφώς και μπορούν να γραφτούν σήμερα σύγχρονα λαϊκά τραγούδια. Και γράφονται κιόλας. Για παράδειγμα, ο Μιχάλης ο Χανιώτης είναι από τους καλύτερους λαϊκούς συνθέτες αυτή τη στιγμή.
Αφού υπάρχει ακόμα, θεωρείς ότι είναι στα πάνω του ή στα κάτω του;
Αυτή τη στιγμή, αφήνοντας έξω το ποπ τραγούδι που κυριαρχεί στις πίστες αλλά έχει άλλους τρόπους, νομίζω ότι το λαϊκό τραγούδι είναι στα κάτω του.
Σχετίζεται αυτό και με τη φολκλόρ αντιμετώπισή του;
Νομίζω ότι υπάρχει μεν αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με το παρελθόν. Δεν νομίζω ότι αφορά τον ντόπιο πληθυσμό, αφορά κυρίως τους τουρίστες. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι χώροι που παίζουν μουσικοί και ο κόσμος δεν τους σέβεται αλλά δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με την ίδια τη μουσική.
Για παράδειγμα, όταν ένα μεζεδοπωλείο, βάζει τρία πολύ ταλαντούχα παιδιά να παίξουν εκεί που πάει ο άλλος για να φάει, είναι από την αρχή λάθος. Ο ιδιοκτήτης εκεί πρέπει να βάλει εξαρχής το πλαίσιο. Γιατί παίζουμε εμείς εδώ μουσική; Για να ακούσει ο άλλος μουσική ή για να έχει υπόκρουση ο άλλος όταν τρώει.
Στο Γιούργια Φεστιβάλ τι θα δούμε;
Από τη δική μου πλευρά, θα παίξω τραγούδια από τον καινούργιο δίσκο αλλά και τραγούδια που βοηθούν να πω την ιστορία που θέλω να πω. Τραγούδια από τις μεγάλες συνεργασίες μου με τον Θανάση τον Παπακωνσταντίνου και τον Νίκο τον Παπάζογλου αλλά μαζί και άλλα τραγούδια που μπορεί να μην είναι ρεμπέτικα αλλά τα θεωρώ ουσιαστικά.
Φυσικά βέβαια θα υπάρχουν και τα ρεμπέτικα και τα παραδοσιακά τραγούδια. Όχι γιατί έτσι πρέπει αλλά γιατί αξίζει να είναι σε μία τέτοια βραδιά.
ΓΟΥΡΓΙΑ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
10 Μαΐου: Ιουλία Καραπατάκη | Babo Κoro 11 Μαΐου: Δημήτρης Μυστακίδης band | Φώτης Σιώτας band
→ Εισιτήρια 15€ ημερήσιο, 26€ διήμερο!
Προπώληση: • Καφενείο Καραγκιόζης, Κωλέττη 33 Εξάρχεια (μόνο ημερήσια) • more.gr