Αξέχαστες σκηνές: Ένας κόμπος στον λαιμό (vid)

Αξέχαστες σκηνές: Ένας κόμπος στον λαιμό (vid)
Το Gazzetta θυμίζει στους παλαιότερους και μαθαίνει στους νεότερους μεγάλες κινηματογραφικές σκηνές. Σήμερα, ο μονόλογος της Εύας Κοταμανίδου από τον «Θίασο».

Η σκηνή αυτή είναι λαϊκό μνημείο και προσωπική γωνιά προσευχής και μνήμης. Και είναι πυκνή, γεμάτη από πικρούς χυμούς, δάκρυα που δεν στέγνωσαν και μνήμες που δεν πάλιωσαν. Η γυναικά-Ιστορία στέκεται απέναντι από το σώμα της Ιστορίας και αντικρίζει το δέρμα που έραψαν οι «νικητές» πάνω στο κορμί που λέγεται «Ελλάδα». Τα λόγια της δεν φωνάζουν, αλλά σπάνε ήχους, έτοιμες εικόνες και τακτοποιημένες ζωές. Η ηρωίδα αυτή πάτα στα συντρίμμια της διάτρητης ελευθερίας και στους κρίκους των «σωστών» επιλογών. Θα την ακούσετε να λέει «νιώσαμε πως μας πρόδωσαν…» και μόλις το ακούσετε, δείτε, θα καταλάβετε γιατί το όπλο έμεινε παρά πόδα, γιατί τα διλήμματα τύπου «Καραμανλής ή τανκς» δεν έφυγαν ποτέ και γιατί η άνοδος του βιοτικού επιπέδου δεν έγινε ανέξοδα. Σε αυτή τη σκηνή καταλαβαίνεις πώς άρχισε να υφαίνεται το νήμα των σύγχρονων λαϊκών ηρώων και γιατί είναι το μόνο που μας κρατά δεμένους με την πιο κρίσιμη, ίσως, ιστορική, στα νεότερα χρόνια, στιγμή της Ελλάδας. Στη σκηνή αυτή διασταυρώνονται η αντίσταση και ο ηρωισμός και η προδοσία με τη θυσία. Ο μονόλογος της Εύας Κοταμανίδου, από τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, πάντα θα καθηλώνει.

Μια γυναίκα ταλαιπωρημένη μιλάει και κοιτάει την ψυχή μας


Η σκηνή αυτή δεν έχει τίποτα το εντυπωσιακό. Δεν υπάρχει τίποτα το περίπλοκο. Μια γυναίκα, μέσα από καπνούς και σκόνες, με τη ρόμπα της, κάπως βρώμικη, ταλαιπωρημένη, κοιτά την κάμερα και μιλάει. Ο φακός, όμως, είναι μόνο ένα μέσο, ένας δρόμος και η ηρωίδα που ενσαρκώνει η Κοταμανίδου αναζητά τα μάτια και την ψυχή. Γι’ αυτό και μιλά σταθερά. Ο λόγος της σεμνός και θαρραλέος την ίδια στιγμή. Η μελαγχολία στο βλέμμα, στις μικρές σιωπές. Το ωστικό κύμα του πόνου που δεν περνά και δεν χάνεται στην τελευταία αντοχή και στον καλά κρυμμένο αναστεναγμό. Η Κοταμανίδου γίνεται ο Άγνωστος Στρατιώτης που δεν αναπαύεται και ξέρει ότι η κλίνη που μένει κενή θα είναι για τη χαμένη Δημοκρατία, Ελευθερία, Ειρήνη, Δικαιοσύνη. Ο μονόλογος αυτός δείχνει πώς ποτέ δεν υπήρξαν δύο όχθες. Μία ήταν και ήθελε τους Έλληνες να παλεύουν, να μάχονται και να διεκδικούν τη ζωή τους, το είναι του. Οι Έλληνες έψαχναν τον άνθρωπο για να του δώσουν το χέρι, όχι για να του το δαγκώσουν ή να οδηγήσουν τα βήματά του στον βάλτο. Η θέση της Ελλάδας, όμως, είχε προαποφασιστεί και ήταν στην κλίνη, έρημη και μόνη. Γι’ αυτό και όποτε βλέπουμε/ακούμε τον μονόλογο, πάντα θα ανατριχιάζουμε.

Όλα σε μια κλωστή


Η σκηνή περιλαμβάνεται στον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Αποτελεί μέρος της συνολικής, φιλμικής, τοιχογραφίας του μεγάλου σκηνοθέτη και είναι η πιο αιχμηρή κίνησή του στο μουδιασμένο κοινωνικό σώμα της χώρας. Η Κοταμανίδου κρατά τα πάντα από μια κλωστή. Η ηρωίδα της είναι η γυναίκα που πάλεψε, έδωσε τα πάντα στην Αντίσταση και μετά… προδόθηκε. Και τώρα πρέπει να παλέψει ξανά. Πρέπει να συνεχίσει να ζει με την απειλή του θανάτου, της ατίμωσης, της τυραννίας. Στα 7:10 που διαρκεί η σκηνή, η κάμερα μένει σταθερή, το πλάνο, στο θολωμένο παρασκήνιο, περιλαμβάνει μια σιδερένια γέφυρα κι ένα εγκαταλειμμένο επαρχιακό πεδίο. Οι συμβολισμοί είναι εκεί. Ο γοργοπόταμος, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, τα ερείπια και η αποκοπή του σώματος (μαχητές) από την καρδιά (λαός). Η γυναίκα που μιλά στην κάμερα βρίσκεται στο μεταίχμιο ελευθερίας-τυραννίας. Με μια ανάσα σχεδόν εξομολογείται μπροστά στους ανθρώπους που έσωσε, προσπάθησε και δεν κατάφερε και σε αυτούς που θα έβρισκε στο μέλλον. Η φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη συλλαμβάνει το ομιχλώδες και πεισματάρικο εσωτερικό τοπίο. Όταν θα ακούσετε το «νιώσαμε ότι μας πρόδωσαν…» θα σταθείτε για λίγο, ένας κόμπος στον λαιμό θα έρθει και μια ανατριχίλα για όλα όσα έμειναν στη μέση και στον πυκνό χρόνο της ζωής περιμένουν να ολοκληρωθούν.

@Photo credits: imdb