Η Ντορίνα Παπαλιού στο Gazzetta: «Αυτό από το οποίο δυσκολότερα απελευθερωνόμαστε είναι τα κατασκευάσματα του νου»
- «Θέλησα να γράψω κάτι πολύ διαφορετικό, να μην νιώσω ότι επαναλαμβάνομαι»
- «Εδώ έχουμε να κάνουμε περισσότερο με ένα ψυχογράφημα»
- «Δεν με απασχολεί τι ζητά η αγορά»
Η ζωή ζητά από σένα να επιβιώσεις και να αντέξεις τις απαιτήσεις της. Και οι άνθρωποι, κάποιοι, θέλουν από σένα το καλύτερο, το τέλειο! Δημιούργησε, παιδέψου, κάνε τα πάντα για να διακριθείς, να τα καταφέρεις κι αν μπορείς να συνομιλήσεις με το θείο, το υψηλό. Λέξη «κλειδί η «Δημιουργία». Τόπος καθοριστικός «η χαμένη παιδική ηλικία». Η Ντορίνα Παπαλιού μας βάζει στον κόσμο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, μας δείχνει την αξεδιάλυτη σχέση ζωής-μουσικής και τους κινδύνους που ενέχει η άνευ όρων αφοσίωση στην τέχνη. Το μυθιστόρημα της «Η φωνή στα χέρια της» (Εκδόσεις Ίκαρος) σε σαγηνεύει, σε συνοδεύει και σε ταξιδεύει σε μέρη που αγαπάς και σε αυτά που άφησες πίσω. Η συγγραφέας δέχτηκε να μιλήσει στο Gazzetta και την ευχαριστούμε πολύ.
Ποια ήταν η αιτία να γραφτεί αυτό το μυθιστόρημα;
Ξεκινώ πάντα από τους χαρακτήρες. Αφετηρία ήταν η ηρωίδα του, το «κορίτσι», όπως αποκαλείται η νεαρή σολίστ στο μυθιστόρημα, με τα βασανιστικά της ερωτήματα που έγιναν αμέσως και δικά μου: Τι πραγματικά γυρεύεις μέσα από την επιτυχία; Τι σε ορίζει και καθορίζει τις επιλογές σου; Ποιες ξένες φωνές τραβούν τα νήματα; Που κρύβεται η αυθεντικότητα και η δική σου φωνή, μέσα και έξω από την τέχνη; Γιατί όμως επέλεξα τη συγκεκριμένη ηρωίδα; Πριν λίγα χρόνια, ένα πρωί, χωρίς κανένα λόγο, σταμάτησα να παίζω βιολί. Έπαιζα 25 χρόνια, αλλά όχι σε κοινό, έπαιζα για μένα. Κοίταξα τη θήκη του βιολιού και δεν μπορούσα να την ανοίξω. Πέρασαν δυο χρόνια. Η θήκη παρέμενε κλειστή πάνω στο πιάνο, σαν να μην ήταν εκεί, έξω από το οπτικό μου πεδίο. Και μια μέρα, όταν ο μικρός μου γιος, που είναι μουσικός, πήρε το πιάνο από το γραφείο μου, η θήκη με το βιολί έπρεπε να βρει τη θέση της. Την άρπαξα και τη φύλαξα σε μια ντουλάπα. Αναρωτήθηκα γιατί δεν άντεχα ούτε να αντικρίσω το βιολί μου. Δεν είχε συμβεί τίποτα. Ή μήπως είχε συμβεί; Και τότε ξεπήδησε στο μυαλό μου η εικόνα μιας κοπέλας που τρέχει σε έναν πολυσύχναστο δρόμο με τη θήκη του βιολιού στον ώμο της σαν κυνηγημένη. Που πηγαίνει; Τι της έχει συμβεί; Θέλει κάτι να προλάβει ή από κάτι να ξεφύγει; Μαζί με την εικόνα ξεφύτρωσαν το ένα μετά το άλλο τα ερωτήματα, οδηγώντας με σε νέους χαρακτήρες, στη δράση τους, στις καταστάσεις που θα ορίσουν την πλοκή της ιστορίας στη Φωνή στα χέρια της.
Έχει κάτι πολύ δικό σου αυτό το μυθιστόρημα.
Ταυτίζομαι με τις αγωνίες της και τις σκέψεις για την τέχνη, τη δημιουργία, με την ανάγκη της να διαλευκάνει αυτό που κρύβεται πίσω από τις κρίσιμες επιλογές στην προσωπική της ζωή και την καλλιτεχνική πορεία, με τον περφεξιονισμό της, με την μοναχικότητα και την πάλη της να ισορροπήσει την εγκεφαλική προσέγγιση στα πράγματα με την συναισθηματική, με τον αυθορμητισμό της.
Το βιβλίο μιλά για μια απώλεια.
Πράγματι, στο επίκεντρό του βρίσκεται η απώλεια. Όταν ο Μετρ, όπως αποκαλεί η ηρωίδα τον μεγάλο σολίστ που της έχει παραχωρήσει το ιδιαίτερο βιολί με το οποίο παίζει, της το παίρνει πίσω χωρίς να της δώσει καμία εξήγηση, είναι τα βαθύτερα ψυχικά της τραύματα που βγαίνουν στην επιφάνεια, και η απώλεια ενός βιολιού παίρνει τις διαστάσεις ενός απέραντου κενού, πολύ μεγαλύτερου αυτού του μικρού κενού μέσα στη θήκη της που καλείται να διερευνήσει και να διαχειριστεί.
Την περίοδο που άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα, υπήρξαν δύο περιστατικά που έχουν να κάνουν με την απώλεια και που με επηρέασαν σημαντικά στην προσέγγιση της ψυχοσύνθεσης της ηρωίδας. Θα στα πω σαν μικρές ιστορίες. Η πρώτη αφορά μια Κορεάτισσα σολίστ που γνώρισα σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ στην Αγγλία, όπου παρουσίασε την αυτοβιογραφία της που είχε μόλις εκδοθεί. Στο επίκεντρο της ομιλίας της ήταν η περίοδος που είχε καταρρεύσει και σταματήσει να παίζει, όταν στα τριάντα της, μέσα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Λονδίνου, της έκλεψαν το πολύ διάσημο Stradivarius με το οποίο έπαιζε. Μίλησε για τη σχέση της με το βιολί, το μουσικό όργανο ως προέκταση του είναι σου και τις προβολές που κάνεις πάνω του αλλά και τη σημασία του για έναν ερμηνευτή. Μίλησε για το πόσο δυσκολεύτηκε να ξανασταθεί στα πόδια της και να βρει το βιολί που θα το αντικαταστήσει και θα ξαναπαίζει όπως έπαιζε με κείνο. Κι όταν στο τέλος με χαρά δήλωσε πως πια το είχε βρει και με το καινούργιο της βιολί, ένα εξίσου αξιόλογο βιολί, θα μας έπαιζε ένα κομμάτι, εγώ, μέσα στην αίθουσα, αυτό που άκουσα καθώς έπαιζε ήταν η μουσική μιας γυναίκας που είχε χάσει την ψυχή της. Ήταν απλά η εντύπωσή μου, επειδή έγραφα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα; Ή ο κλέφτης είχε πράγματι αρπάξει μαζί με το βιολί της και κάτι άλλο ζωτικό από μέσα της; Που φυσικά δεν είχε να κάνει με το βιολί ή τη μουσική. Η εικόνα της, όμως, και η ιστορία της μου έδωσαν την ψυχική ενέργεια να μπω πιο βαθιά στη δική μου ιστορία.
Και η άλλη ιστορία ποια είναι;
Η άλλη έχει να κάνει με τον τενίστα Αντρέ Αγκάσι. Την ίδια περίοδο που συνάντησα την Κορεάτισσα σολίστ, διάβαζα την αυτοβιογραφία του, το Open. Η πρώτη του σελίδα με τράνταξε. Έχει μόλις ξυπνήσει ξαπλωμένος στο πάτωμα του δωματίου ενός ξενοδοχείου. Δεν κοιμόταν σε κρεβάτι γιατί υπέφερε από σωματικούς πόνους. Είναι, εκείνη την περίοδο, ο νούμερο ένα παίχτης στον κόσμο. Κι όμως, ανοίγοντας τα μάτια του δεν ξέρει ποιος είναι ή που βρίσκεται. Δεν είναι ασυνήθιστο, έχει περάσει τη μισή του ζωή, λέει, δίχως να το γνωρίζει. Φωνάζει το όνομά του δυνατά, το όνομα της γυναίκας του, λέει πως είναι τενίστας και σε λίγη ώρα θα παίξει στο US Open, κι όπως βάζει την ταυτότητά του σε τάξη, «παίζω τένις επαγγελματικά», ψιθυρίζει «κι ας μισώ το τένις, με ένα βαθύ και σκοτεινό πάθος». «Σε ικετεύω, ας τελειώσει επιτέλους όλο αυτό», παρακαλεί, ενώ την ίδια στιγμή λέει «Ξέρω πως δεν θέλω να τελειώσει».
Την περίοδο που είναι στην ακμή του.
Είναι νούμερο ένα στον κόσμο. Ποια, όμως, είναι η δική του βαθύτερη απώλεια; Φυσικά διάβασα όλη την αυτοβιογραφία του και έχει τρομακτικό ενδιαφέρον και αμέτρητες αντιστοιχίες με τη ζωή της σολίστ. Ο ρόλος των γονιών, των μάνατζερ, ο σωματικός πόνος, το ταλέντο, όλα αυτά που συνοδεύουν έντονα τον πρωταθλητισμό, συνοδεύουν και τον επαγγελματία μουσικό. Ποια είναι η δική του απώλεια; Αυτό που δεν μπορεί να σου αντικαταστήσει κανείς είναι η απώλεια της παιδικής ηλικίας. Και τελικά, αναρωτιέσαι, είσαι καλός σε κάτι επειδή το αγαπάς, ή αγαπάς κάτι επειδή είσαι καλός; Ποιο έρχεται πρώτο; Ως «παιδί θαύμα» έχεις επιλογή; Κι αν το μισείς; Αυτό το ταλέντο σου; Κανένα ταλαντούχο παιδί δεν ξυπνά ένα πρωί και λέει θέλω να γίνω επαγγελματίας μουσικός, αθλητής. Ξεκινά από μια αγάπη ίσως, ή κάποιος…
…το εκμεταλλεύεται.
Καταρχήν το καλλιεργεί. Κάποιος άλλος, ίσως θα το εκμεταλλευθεί, είτε με καλό σκοπό είτε για να λύσει δικά του θέματα ψυχικά, ή να κερδίσει χρήματα.
Εμένα μου έρχεται στο μυαλό η περίπτωση του Μάικλ Τζάκσον. Δεν έζησε παιδική ηλικία.
Έτσι μοιάζει! Ούτε η Κορεάτισσα, ούτε ο Αγκάσι υπήρξαν παιδιά. Το ίδιο ισχύει και για την ηρωίδα του βιβλίου μου. Γι’ αυτό και στέκεται τόσο πολύ σε μια φωτογραφία από τα παιδικά της χρόνια. Στη χαμένη παιδικότητα και πως θα βρει αυτά που πήρε μαζί της, όταν την έδιωξε από μέσα της η απότομη ενηλικίωση.
«Θέλησα να γράψω κάτι πολύ διαφορετικό, να μην νιώσω ότι επαναλαμβάνομαι»
Το ταλέντο είναι κατάρα ή ευλογία;
Και τα δυο συγχρόνως. Σου ορίζει την ταυτότητά σου αλλά και σε εγκλωβίζει σε αυτήν. Στη μουσική όμως ή στον αθλητισμό, το ταλέντο σε σπρώχνει προς μια συγκεκριμένη πορεία από πολύ μικρή ηλικία. Δεν γίνεται να γίνεις μεγάλος αθλητής η μουσικός αν δεν ξεκινήσεις από παιδάκι.
Μήπως πρέπει συνεχεία να το αποδεικνύεις;
Και αυτό! Οι αγώνες σε βάζουν σε μια κατάταξη. Το συναυλιακό σου πρόγραμμα και οι συνεργασίες σου σε μια άλλη. Δεν είναι, όμως, το ίδιο για όλους τους χώρους. Στη λογοτεχνία, ας πούμε, βγάζεις ένα βιβλίο, μπορεί να σκίσει, ένα άλλο να πάει άπατο, αλλά θα συνεχίσεις να γράφεις, κάποια βιβλία θα εκδοθούν άλλα θα στα απορρίψουν, η καριέρα σου ωστόσο δεν μετριέται με πόντους, υπάρχει μια ανοχή και χαλαρότητα ως προς το χρόνο.
Στη δική σου περίπτωση, στη λογοτεχνία, αν έχεις γράψει ένα καλό βιβλίο σε αγχώνει το επόμενο;
Καλό για μένα είναι να έχω κάνει το καλύτερο που μπορώ. Δεν σκέφτομαι το τελικό αποτέλεσμα, τους αναγνώστες του, όταν ξεκινώ, αλλά εστιάζω στο ξεκίνημα, εκεί αγχώνομαι, στην αρχή του, να βρω έναν νέο κόσμο που θα βυθιστώ και ήρωες με τους οποίους θα ταυτιστώ και θα έχουν κάτι να πουν, σε μένα καταρχήν.
Σε αυτό το μυθιστόρημα τι σε άγχωσε;
Με άγχωσε η δομή του, το πώς θα διαχειριστώ τη μουσική, ως αλληγορία, πώς θα γίνουν οι χαρακτήρες κατανοητοί στον αναγνώστη και πώς θα βγει αυτό που θέλω να πω.
Δεν σε άγχωσε η σκέψη του προηγούμενου βιβλίου.
Όχι, όχι, αυτό καθόλου. Θέλησα όμως να γράψω κάτι πολύ διαφορετικό, να μην νιώσω ότι επαναλαμβάνομαι.
«Εδώ έχουμε να κάνουμε περισσότερο με ένα ψυχογράφημα»
Σε προβλημάτισε πώς θα στήσεις την πλοκή, τους χαρακτήρες;
Όχι τόσο, όσο το να βρω τη φωνή, το ύφος και το τέμπο που θα ειπωθεί αυτή η ιστορία. Όπως είπα είναι ένα διαφορετικό μυθιστόρημα από το προηγούμενο. Το Απαραίτητο Φως, που τώρα γίνεται και τηλεοπτική σειρά, θα βγει στο Μάρτιο του 25 στο ertflix, έχει μια πολύ σύνθετη πλοκή, πολλούς χαρακτήρες, εξελίσσεται σε δύο χρονικές περιόδους, το διάστημα 1940-44 και το σήμερα, έχει σασπένς, ερωτικές ιστορίες, και πολύ ιστορία. Εδώ έχουμε να κάνουμε περισσότερο με ένα ψυχογράφημα. Αυτό, όμως, δεν αποκλείει τη δράση και μια πλοκή που κάπου σε πηγαίνει.
Και εδώ υπάρχει δράση.
Η ηρωίδα χάνει το βιολί της…
…της το παίρνει ο μετρ.
Ναι, της το παίρνει πίσω χωρίς να της εξηγεί γιατί. Γιατί; Και όλα παίρνουν μπρος…
Αυτό της προκαλεί εσωτερική αναταραχή και έτσι κυλά η ιστορία.
Είναι η αφορμή.
Σε πολλά σημεία διαβάζουμε την εσωτερική φωνή της πρωταγωνίστριας. Είναι μια καθαρή φωνή, δεν έχει να κάνει με συνειδησιακή ροή. Μοιράζεται τις ανησυχίες της, αυτές που δεν μπορεί να εκφράσει σε κάποιον άλλο, ούτε στον Άρη με τον οποίο έχει καλή σχέση. Πιστεύεις ότι αυτό μπορεί να δυσκόλεψε τους αναγνώστες;
Δεν θέλω να το πιστέψω. Δεν είναι ένα δύσκολο μυθιστόρημα. Μια ερωτική ιστορία είναι στ’ αλήθεια…
«Δεν με απασχολεί τι ζητά η αγορά»
Θεωρείς ότι οι χαρακτήρες του βιβλίου, το κορίτσι, ο Άρης, ο μετρ, αλληλοσυμπληρώνονται;
Ο καθένας έχει τη δική του οπτική στα πράγματα και τον ξεχωριστό του ρόλο στη ζωή της. Με προβλημάτισε πολύ το θεατρικό έργο του φίλου της, του Άρη, και ο ρόλος του στην πλοκή, ο διάλογος που ανοίγει μαζί του η ηρωίδα. Είναι ο καθρέπτης της; Είναι το κορίτσι μέσα στο έργο ή μήπως ο Άρης μέσα στο κορίτσι; Αναρωτιέται η ηρωίδα. Ο Μετρ τι πιστεύει για κείνην; Γιατί της έδωσε το βιολί, κι έπειτα γιατί της το πήρε πίσω; Το κορίτσι προβληματίζεται, σκέφτομαι κι εγώ μαζί της: Σε οποιαδήποτε ανθρώπινη συναναστροφή, σωματική ή πνευματική επαφή, τι σε ταράζει πιο πολύ; Ο άλλος να μην είναι αυτός που έχεις φανταστεί εσύ, ή ο άλλος να μην έχει δει σ’ εσένα αυτό που πιστεύεις πως είσαι εσύ;
Και, έχεις καταλήξει κάπου;
Ως μουσικός, η ηρωίδα είναι εθισμένη στην καθημερινή ενασχόληση με αυτό που προβάλλει στους άλλους. Αυτό, όμως, είναι και το πρόβλημά της. Ποια είναι εντέλει πίσω από τη μάσκα που φορά; Ποιες οι φωνές που πνίγουν τη δική της, τον αυθεντικό της εαυτό, μέσα και έξω από την τέχνη, στο βωμό της επιτυχίας, την ανάγκη να είσαι αρεστός.
Πώς πιστεύεις ότι «συνομιλεί» η μουσική με τη λογοτεχνία;
Ευκολότερα γράφεις για μια εικόνα παρά για έναν ήχο, για έναν πίνακα ζωγραφικής απ’ ότ,ι για ένα κοντσέρτο.
Στην ιστορία παρεμβάλλονται διάφορα κομμάτια κλασικής μουσικής. Αυτό δημιουργεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, μπαίνεις σ’ έναν άλλο κόσμο.
Προσπάθησα τα κομμάτια να έχουν άμεση σχέση με την πλοκή και τη δραματουργία.
Δεν ήταν τυχαίες επιλογές.
Άκουσα πολλή μουσική για να καταλήξω στα κομμάτια που αναφέρονται ή αναλύονται. Μελέτησα πολύ για να μπορέσω να καταλάβω την εμμονή της με τη Σακόν, το πέμπτο μέρος της δεύτερης παρτίτας του Μπαχ σε ρε ελάσσονα, ένα έργο άρρηκτα συνδεδεμένο με την απώλεια.
Στην ποίηση ορισμένοι ποιητές βγάζουν μουσικότητα στον τρόπο που δομούν την ποιητική τους αφήγηση. Μήπως αυτό υπάρχει και στην πεζογραφία;
Κάθε φράση κρύβει μέσα της μια μουσικότητα. Η αφήγηση μπορεί να έχει σταθερό τέμπο ή να αλλάζει, π.χ. από andante ξάφνου να γίνεται allegro. Κάποιες φράσεις, αν τις σκεφτείς ως δοξαριές, μπορεί να ακούγονται σαν staccato.
Λειτούργησες και σαν μαέστρος.
Όλοι οι συγγραφείς.
Μου έκανε εντύπωση και η φράση που υπάρχει προς το τέλος.
Η φράση που λέει ο μετρ στην κοπέλα στο μάστερκλας. Δεν έχει κανένα νόημα να παίζεις αν δεν έχεις κάτι ιδιαίτερο να πεις.
Το δικό σου βιβλίο τι έχει να πει;
Είναι μια πολύ σκληρή φράση, που σηκώνει πολλές ερμηνείες. Την ηρωίδα μου τη στοιχειώνει. Ως προς το ίδιο το μυθιστόρημα, το μόνο σίγουρο που έχει να πει, είναι μια ιστορία, κι αν η ιστορία αυτή λέει κάτι σε μένα, για μένα αρκεί. Ξεκινάμε από εκεί.
Λειτουργεί και σε σένα ως δημιουργό το «τι θα πω τώρα; Έχω κάτι ιδιαίτερο να πω αυτή τη στιγμή και να το δώσω;».
Σίγουρα! Ωστόσο δεν με απασχολεί τι ζητά η αγορά, ποιες θεματικές είναι της μόδας, πώς θα γίνεις αρεστός, γιατί έτσι κινδυνεύεις να είσαι ψεύτικος.
Στο βιβλίο φαίνεται πολύ καλά η έννοια της δημιουργίας. Αποτυπώνεται η δυσκολία αυτής και πώς βιώνεται στο υψηλότερο επίπεδο.
Εδώ μπορούμε να κάνουμε πάλι τη σύνδεση με τον αθλητισμό. Η δεξιοτεχνία στο δημιουργικό κομμάτι είναι σαν αυτή που βλέπουμε στο αθλητικό, η εμμονή με την ακρίβεια, που όμως έχει και μια σωματική διάσταση, αφορά τον συντονισμό μυϊκού και νευρικού συστήματος, εξ’ ου και κανείς δεν γίνεται μεγάλος αθλητής ή μουσικός αν αρχίσει ως ενήλικας. Το σώμα σου δεν είναι εύπλαστο πια.
Όταν ολοκληρώνονται τα έργα και τα παραδώσουμε, αυτονομούνται.
Πώς το αντιμετωπίζεις αυτό; Λες «Δεν μπορώ να το ακουμπήσω πια»;
Όταν ένα βιβλίο εκδοθεί έχει τελειώσει και μέσα σου. Προχωράς στο επόμενο.
Ο περφεξιονισμός σταματά τη μέρα που το κείμενο θα φύγει για το τυπογραφείο.
Από τους ήρωες του βιβλίου τι αγαπάς περισσότερο;
Αγαπώ τα ερωτήματά τους και τους στόχους τους.
Κάτι που σε εκνευρίζει σε αυτούς;
Να μην τους καταλαβαίνω (γέλια).
Υπάρχει ωραία διάδραση μεταξύ τους. Η συνδιαλλαγή τους είναι ουσιαστική.
Κάποιοι φίλοι με ρώτησαν τελικά τι είναι ο Μετρ στη ζωή της; Δυνάστης ή απελευθερωτής; Δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αυτό που είναι για το κορίτσι, το αφήνω ανοιχτό στην ερμηνεία του καθενός. Μονάχα τούτο θα πω, ίσως λίγο αινιγματικά, πως αυτό από το οποίο δυσκολότερα απελευθερωνόμαστε είναι τα κατασκευάσματα του νου.
Μπορεί να είναι και προβολή του μυαλού της.
Ο άλλος είναι μια ξεχωριστή οντότητα, αλλά μέσα μας γίνεται αυτό που τον θέλουμε εμείς να είναι, και συχνά αλλάζει μορφές.
Οι τρεις χαρακτήρες καθρεφτίζουν το ερμηνευτικό σχήμα «Εκείνο, Εγώ, Υπερεγώ» που υπάρχει στην Ψυχολογία;
Ναι, υπάρχει αυτό.
Ο καθένας αντιπροσωπεύει κάτι. Ο Άρης είναι στο κομμάτι του υποσυνείδητου;
Με τον Άρη είναι ερωτευμένη. Είναι η οικογένεια που δεν έχει. Δεν θα αντέξει να τον χάσει, γι’ αυτό και την τρομάζει να γίνει η σχέση τους ερωτική. Είναι ο άνθρωπος από τον οποίο περιμένει την απόλυτη κατανόηση, να βλέπει χωρίς να χρειάζεται να του εξηγεί.
Την καταλαβαίνει καλύτερα απ’ όλους.
Σε μεγάλο βαθμό. Γι’ αυτό και είναι δύσκολη η αποδέσμευση απ’ αυτόν. Το ότι κάποιος βλέπει μέσα σου, δεν σημαίνει όμως πως γνωρίζει και αυτό που είναι το καλύτερο για σένα. Τα μεγαλύτερα λάθη γίνονται από αυτούς που νομίζουν πως ξέρουν τι είναι για το καλό σου.
Όταν έγραφες το βιβλίο, υπήρχε κάποια εσωτερική φωνή να σε οδηγεί; Είχες και συ στα χέρια σου μια εσωτερική φωνή;
Τη φωνή της.
Την καταλαβαίνεις, έτσι;
Θέλω να το πιστεύω.
Ετοιμάζεις κάτι άλλο σύντομα;
Έχω ξεκινήσει κάτι, αλλά το πότε είναι μια επικίνδυνη δέσμευση. Το «σύντομα», πάντως, το αποφεύγω στο λεξιλόγιό μου. Μου προκαλεί άγχος. Θα τελειώσει μόλις τελειώσει!
Ευχαριστώ.
Κι εγώ.
*Το βιβλίο το βρίσκετε σε όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία και ΕΔΩ