Αξέχαστες σκηνές: Η «Στέλλα» υπήρχε πριν από εμάς (vid)
Η σκηνή αυτή δεν είναι μία ακόμη κινηματογραφική στιγμή. Δεν είναι μόνο το τελευταίο πλάνο, είναι η αρχή και το φινάλε μια ζωής, μιας εποχής, μιας «συνομιλίας» που δεν τελειώνει και δεν παλιώνει ποτέ. Η κατάρα και η ευλογία του έρωτα που είναι θεριό ανήμερο, το πάθος για ανεξαρτησία και ατομική ελευθερία, ο χωρισμός που κανείς δεν θέλει και ο θάνατος! Αυτά είναι τα όνειρα και οι εφιάλτες που έγιναν πρώτη ύλη στα χέρια, στα μάτια του Κακογιάννη, του Καμπανέλλη, του Χατζιδάκι της Μερκούρη, του Φούντα. Σε αυτόν τον λίγο κινηματογραφικό χρόνο αντηχεί η επιθυμία και η απελπισία των αιώνων, η ελληνική, παγκόσμια, ψυχή. Και δεν είναι που οι ήρωες δεν ζουν, είναι το γαμώτο που δεν έζησαν, δεν γεύτηκαν, δεν χάρηκαν όπως πρέπει. Κι αν κατά καιρούς είμαστε ωραίοι ως Έλληνες, πάντα είμαι ταπεινοί και καταφρονημένοι, πάντα. Γιατί; Διότι την υπέρβαση μας «έραψαν» στο δέρμα και στον καθημερινό βηματισμό μας. Η συντριβή μας διαλύει και αυτή μας γεννά και πάντα κλαίμε από χαρά και από λύπη που δεν μας αφήνει. Η σκηνή αυτή προϋπήρχε μέσα μας και ήρθε ο Κακογιάννης και την έλουσε με το φως του κινηματογράφου. Γι’ αυτό, «Στέλλα, φύγε! Κρατάω μαχαίρι».
Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη
Η σκηνή αυτή είναι η τελική αναμέτρηση του ανθρώπου με αυτό που αγαπά όσο τίποτα, με αυτό που ποθεί λυσσασμένα, με αυτό που ξέρει ότι θα τον διαλύσει, θα τον σκοτώσει. Σε αυτή τη σκηνή είναι η επιθυμία για το κορμί, τη σάρκα, την καρδιά, την αγκαλιά του άλλου και είναι η άρνηση απέναντι στη μοναξιά και τη μοναχική πορεία. Και όταν ο φακός, το βλέμμα, πάει στην απέναντι μεριά, τότε θα δει την άρνηση απέναντι στη δύναμη του κτήνους, του ατιθάσευτο λαϊκού, του επώδυνα κυριαρχικού. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Η συντριβή η μόνη διαφυγή. Γι’ αυτό και ο ένας λέει «Στέλλα, φύγε!» και η άλλη αρνείται, πεισματικά και βουβά περπατά προς την κατεύθυνση που ορίζει η λάμα του μαχαιριού. Αν η απώλεια, η εγκατάλειψη, η παραίτηση από τον αληθινό έρωτα είναι αναπότρεπτες, τότε καλύτερα ο θάνατος και το ποτέ μαζί! Και όταν τα μάτια «αδειάσουν» και ο γυάλινος κόσμος λάμψει, τότε θα φανερωθούν όλα κρυστάλλινα γράμματα, αυτά που δεν «λυγίζουν» και φωνάζουν Αγάπη! Ζωή! Ελπίδα! Έρωτας!. Τα λόγια του Γιώργου Φούντα είναι η πληγή που μεταφέρεται και δεν κλείνει ποτέ, είναι το συλλογικό παρελθόν που θυμίζει, προειδοποιεί και, ενίοτε, τιμωρεί.
Το τελευταίο φιλί
Η σκηνή διαρκεί σχεδόν 3:10 λεπτά. Σε μια έρημη γειτονιά, αστικής περιοχής, τότε που η Ελλάδα προσπαθούσε να συνέλθει από τον πόλεμο, τότε που οι άδειοι δρόμοι γέμιζαν σίγα-σιγά, τότε που ακόμα υπήρχε ο γείτονας, η κουβέντα από το παράθυρο και η σκόνη «πάλευε» με τα λίγα λουλούδια στις αυλές. Η Στέλλα, αφού αποχαιρετά τον Αντώνη, τον νεαρό που επίσης την αγαπά, βλέπει στην άλλη άκρη του δρόμου τον Μίλτο. Το πλάνο ανοίγει και διαμορφώνει το πεδίο της τελικής αναμέτρησης. Ο Μίλτος θέλει να έχει δικιά του τη Στέλλα και αφού δεν μπορεί να την έχει, σκοπεύει να τη σκοτώσει! Την ίδια στιγμή θέλει και να τη σώσει και της φωνάζει «Στέλλα, φύγε!». Αυτή, ωστόσο, βαδίζει αγέρωχα προς το μέρος του. Αρνείται να υπακούσει και όταν το μαχαίρι μπήγεται στη σάρκα της -εξαιρετική η κίνηση της κάμερας που συλλαμβάνει τη μάχη/ένωση των δύο κορμιών- τότε με παθιασμένη πνοή του λέει «Φίλα με Μίλτο, φίλα με». Το άψυχο κορμί της μένει στα χέρια του αυτού που τη φίλησε για τελευταία φορά και πλέον μια άλλη μέρα ξημερώνει. Οι γείτονες σπεύδουν να δουν τι έχει συμβεί και ξέρουν ότι από δω και πέρα θα μετρούν έναν ακόμη θάνατο. Φινάλε και μια σκηνή παντοτινή.