Αξέχαστες σκηνές: Η κοφτερή λάμα του υπερρεαλισμού (vid)
Η σκηνή αυτή δείχνει από τι είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Όνειρα, λεπτές γραμμές φαντασίας, σκέψεις ξυράφια και δάκρυα που κρατάνε δάκρυα και γυάλινο αίμα. Ναι, όλα αυτά ανήκουν στον αθέατο κόσμο. Ή μήπως όχι; Δεν ξέρω. Ο Μπουνιουέλ και Νταλί πρέπει να το αποφασίσουν αυτό. Ξέρετε, οι άνθρωποι που ζουν μες την εικόνα και για λίγο βγαίνουν στη μάταιη επιφάνεια του κόσμου τούτου. Στη σκηνή αυτή η μνήμη έρχεται από το μέλλον και ο χρόνος αφήνει το χέρι-αλυσίδα που τον κρατά σε ευθεία γραμμή. Σε λίγα λεπτά, σε πολλά δευτερόλεπτα, το μη πραγματικό είναι πιο πραγματικό από το δήθεν πραγματικό. Και ο ήλιος μπορεί να είναι η αρχή, το φεγγάρι, όμως, δεν είναι το τέλος. Είναι το τέλειο γεωμετρικό σχήμα για να περάσει κάθετα η συννεφένια γραμμή. Σεληνιακές πέτρες, ρευστό ασήμι και ένα βλεφάρισμα πάνω στη λάμα του ξυραφιού. Το ανθρώπινο χέρι τραβά απότομα τη λαβή της λεπίδας και ο ήλιος παίρνει το χρώμα του κρόκου. Δεύτερο βλεφάρισμα και όλα καθαρίζουν, όλα γράφονται σε άσπρο-μαύρο, πάνω στο κύμα της βουβής μανίας. Η εμπροσθοφυλακή της τέχνης προχωρά και «Ο ανδαλουσιανός σκύλος» χαμογελά. Η πένα και ο φακός αναπαύονται. Τότε. Τώρα.
Όλα μέσα σε ένα όνειρο
Η σκηνή αυτή είναι όνειρο μέσα στο όνειρο. Η ταινία, εξάλλου, βασίζεσαι σε όνειρα των Μπουνιουέλ, Ντάλι. Οι δημιουργοί έμειναν γνωστοί στο καλλιτεχνικό στερέωμα επειδή η ματιά τους ταξίδεψε μέσα στο φαντασιακό. Εκεί έδρασαν, αυτό επέβαλλαν. Ο «σκύλος» τους, λοιπόν, τυχαίνει να έχει συγκεκριμένη καταγωγή. Αυτό που δεν είναι τυχαίο, είναι το πώς «τρώει» τις λέξεις και τα δήθεν σταθερά νοήματα. Ένα βλέμμα στον νυχτερινό ουρανό, ένας αναστεναγμός και το «μάτι» του ουρανού γίνεται μάτι του ανθρώπου και αυτό μάτι του σκύλο. Και όπως το κινούμενο σύννεφο κόβει το φεγγάρι, έτσι και η λεπίδα του ξυραφιού κόβει το ανθρώπινο μάτι. Το αίμα, όμως, δεν υπάρχει. Αυτό που κυλά μέσα μας, είναι αμνιακό υγρό και γλυκό ζελέ κάτω από τη λαιμαργία του παιδιού που δεν μεγάλωσε. Η σκηνή αυτή είναι η μοναδική διάρρηξη του έξω κόσμου, αυτού που μας φορέθηκε και αυτού με τον οποίο πρέπει να αναμετρηθούμε. Αν κλαίμε και πονάμε εξωτερικά, γιατί να μην δίνουμε και ρευστά χρώματα που αναμειγνύονται μέσα μας; Στη σκηνή αυτή ενώνεται το όνειρο και η παιδιάστική επιθυμία-μανία για το αθέατο μέλλον μας.
Το σύννεφο-μαχαίρι
Η εν λόγω σκηνή ανοίγει την ταινία. Είναι το ισοδύναμο του «μια φορά κι έναν καιρό…». Ένας άντρας, νύχτα, ακονίζει τη λεπίδα της φαλτσέτας του. Καπνίζει. Δοκιμάζει στο νύχι του να δει πόσο καλά έχει ακονιστεί η λάμα. Ανοίγει την πόρτα του μπαλκονιού και βγαίνει έξω. Σαν να ετοιμάζεται να τα βάλει με τον κόσμο, με τον ουρανό που κρύβει αυτό που δεν βλέπουμε. Στέκεται έξω και ακουμπά τα χέρια του στο κάγκελο. Κρατά τη φαλτσέτα. Το τσιγάρο στο στόμα. Σηκώνει το βλέμμα ψηλά και αναστενάζει. Η κάμερα στρέφεται ψηλά και δείχνει ένα λεπτό σύννεφο, σαν μαχαίρι, να «σκίζει» το ολόγιομο φεγγάρι. Αμέσως αλλάζει η εικόνα και βλέπουμε τον άντρα (ή κάποιον άλλο, μια και δεν φαίνεται το πρόσωπό του) να κρατά το πρόσωπο γυναίκας. Της έχει ανοίξει καλά το μάτι και βάζει τη φαλτσέτα ακριβώς δίπλα του. Η γυναίκα είναι ατάραχη. Η λεπίδα κινείται και μαζί και το σύννεφο πάνω στο φεγγάρι. Το μάτι θα κοπεί, αλλά αίμα δεν θα τρέξει. Ένα περίεργο υγρό θα βγει από τον οφθαλμό και θα μείνει στην άκρη του. Ο χρόνος τρέχει και η σκηνή αλλάζει. Οι Μπουνιουέλ, Νταλί μέσα από αλληγορικό πνεύμα και με τον υπερρεαλισμό οδηγό, προσπαθούν να δουν τι κρύβουμε μέσα μας, τι υπάρχει πέρα από ιστούς, αίμα, κόκαλα. Η δύναμη και η αδυναμία του ανθρώπου, η πραγματικά κρυφή του πλευρά, σε λίγα λεπτά. «Ανδαλουσιανός σκύλος», ασύγκριτος.