Ο Καζαντζίδης, και πάνω απ’ αυτόν η φωνή του! (vid)
- Το πορτρέτο του λαϊκού τραγουδιστή-μύθου
- Ο Χρήστος Μάστορας δίπλα στο διαχρονικό έμβλημα «Στέλιος Καζαντζίδης»
Τον Καζαντζίδη τον «κατάπιε» τη φωνή του! Ναι, όπως το διαβάζετε. Το σώμα, οι σκέψεις, τα συναισθήματα ήταν εκεί, αλλά αυτή ήταν πάνω απ’ όλα. Η δύναμή της ισοπέδωσε τον άνθρωπο, φίλο, αδελφό, σύζυγο, τραγουδιστή, εραστή, γιο, Στέλιο, τον Καζαντζίδη. Δεν γινόταν αλλιώς. Ήταν της μοίρας του γραφτό. Κι ας μην πιστεύετε στα ανεξήγητα, κι αν υψώνετε το δάχτυλο έτοιμοι να δικάσετε, αυτά έγιναν από τη φωνή του. Η διέξοδος, η τύχη, η ατυχία, η δοκιμασία και η διαρκής αμφιβολία ήταν η δική της «γλώσσα», ήταν οι εντολές, οι τιμωρίες, οι αγάπες, οι γλυκές συμβουλές της. Ο Καζαντζίδης ανέβηκε στο πιο γερό βάθρο του κόσμου τούτου, στην παντοτινή αγάπη του κόσμου, αλλά μόλις πάτησε γερά σε αυτό η φωνή «πέταξε» και στάθηκε λίγο πιο πάνω απ’ αυτόν. Με κάποιον τρόπο η παντοδυναμία της πέρασε στο μυαλό του και του ψιθύρισε φτιάξε μου ένα τραγούδι που θα μείνει για πάντα, που θα μας ενώνει και θα κλείνει όλον τον κόσμο μέσα του. Και ήρθε η θέληση, το πείσμα, του Πόντιου, η γλυκιά πενιά του Νικολόπουλου και οι στίχοι-ποίηση του Πυθαγόρα και φτιάχτηκε το κομμάτι ταυτότητα, σφραγίδα, φυλαχτό. Για τον ίδιο, για τη μάνα του, για τους φίλους του, για τις γυναίκες που αγάπησε, για τον αδερφό του, για τον κόσμο που τον ακολούθησε και τον αγάπησε. Και τώρα. Το «Υπάρχω» στο πανί του κινηματογράφου.
Το πορτρέτο του λαϊκού τραγουδιστή-μύθου
Η κινηματογραφική βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης. Με άλλα λόγια, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, ο σκηνοθέτης, έκανε καλή δουλειά και μας έδωσε ένα αξιοπρόσεχτο πορτρέτο του λαϊκού τραγουδιστή-μύθου. Το στιβαρό, προσεγμένο σενάριο της Κατερίνας Μπέη έγινε η βάση της αφήγησης. Πάνω εκεί ο Τσεμπερόπουλος πήρε τις «εικόνες» της ζωής του Καζαντζίδη και τις φρόντισε, τις γυάλισε και τις παρέδωσε στο κοινό. Προσοχή. Το στίλβωμα δεν «διόρθωσε» το τσαλάκωμα. Καλός, χρυσός, λεβέντης ο Στέλιος, όμως τα λάθη, τα πάθη, οι εμμονές, οι αδικίες, τα σφάλματά του, δεν μπορούν να αγνοηθούν. Και δεν αγνοούνται. Στα όμορφα, καλά δοσμένα κάδρα του Τσεμπερόπουλου εισβάλλει η ατμόσφαιρα της εποχής και κάθε ανθρώπινη, μεγάλη, μικρή, δυνατή, αδύναμη, στιγμή του κεντρικού ήρωα. Γι’ αυτό και θα πρέπει να επισημάνουμε τη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας, του Γιάννη Δρακουλαράκου. Είτε η δράση εκτυλίσσεται κλειστό χώρο (οι περισσότερες σκηνές) είτε σε εξωτερικό, όλα αναδεικνύονται όμορφα και με αδρές γραμμές. Και ύστερα είναι η στρατηγική επιλογή του Τσεμπερόπολου. Ακολουθεί τη ζωή του Καζαντζίδη με τον ρυθμό που αυτή επιτάσσει. Πότε γρήγορα, πότε σταθερά και πότε χαοτικά. Και σε αυτή την κινηματογραφική εξιστόρηση το «Υπάρχω», τραγούδι και έννοια, είναι ο πυρήνας, ο ήλιος της ταινίας…
Ο Χρήστος Μάστορας δίπλα στο διαχρονικό έμβλημα «Στέλιος Καζαντζίδης»
Και ερχόμαστε στο ερώτημα που «καίει» κάθε φίλο, θαυμαστή, του Καζαντζίδη: Ο Χρήστος Μάστορας είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης; Η απάντηση είναι καταφατική. Ο Μάστορας δείχνει ότι δούλεψε πάρα πολύ για να πλησιάσει τον χαρακτήρα. Δεν είναι μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, οι εκφράσεις, η χροιά της φωνής, η ματιά, είναι και η εξωτερίκευση των συναισθημάτων, των μεγάλων και μικρών αντιδράσεων του Καζαντζίδη. Η διαρκής πάλη του Στέλιου με τον Καζαντζίδη αποτυπώνεται πειστικά από τον Μάστορα. Υπό την καθοδήγηση του Τσεμπερόπουλου, περπατά στις εσωτερικές διαδρομές του χαρακτήρα. Όλο αυτό απαιτεί ισορροπία εκφραστικών μέσων, θέσης στον φακό και εύστοχης μίμησης. Το όριο μεταξύ καλλιτεχνικής αντανάκλασης και κακέκτυπου είναι πολύ λεπτό. Είναι ελάχιστες οι στιγμές που ο Μάστορας μένει στην επιφάνεια και στην ανούσια επανάληψη.
Η γραμμική αφήγηση μας δείχνει την πορεία του Καζαντζίδη από τα παιδικά του χρόνο έως τη στιγμή που ηχογραφεί το «Υπάρχω». Ναι, η τελευταία περίοδος της ζωής του δεν υπάρχει. Συνειδητά. Η βιογραφία, τυπικά, μένει ανολοκλήρωτη, ουσιαστικά, όμως, είναι αυτό ακριβώς που θα ήθελε ο ίδιος ο Καζαντζίδης. Η ταινία παρουσιάζει την ατέρμονη προσπάθειά του να υπάρξει μέσα στον κόσμο. Πρώτα είδε τον πατέρα του να δολοφονείται από «χίτες». Μετά είδε τη μάνα του να τον παίρνει μαζί της στην προσφυγιά και να δίνουν τον αγώνα της επιβίωσης. Ύστερα είδε τον εαυτό του να συναντά τη μουσική, το τραγούδι και τη δημιουργία των πρώτων δικών του ασμάτων. Ακολούθησε η θέαση της ανόδου και των δύο καθοριστικών ερώτων. Αυτών με την Καίτη Γκρέυ (πολύ καλή η Κλέλια Ρένεση) και τη Μαρινέλλα (τα καταφέρνει, αν και δύσκολα, η Ασημένια Βουλιώτη). Και είναι κι άλλα… Τα μάτια του Καζαντζίδη είδαν ένα μουλάρι να τον τραυματίζει άσχημα, την αδυναμία του να κάνει παιδιά, τον υπόκοσμο της νύχτας να τον απειλεί με πιστόλι (γεμάτη ένταση η ερμηνεία του Ηλία Βαλάση ως τραμπούκου-κακοποιού), τον Άκη Πάνου (τον υποδύεται εύστοχα ο Μιχάλης Βαλάσογλου) να συνομιλεί και να συνεργάζεται μαζί του, τον Πυθαγόρα (ήρεμα και αθόρυβα δοσμένο από τον Γιώργο Γάλλο) να του γράφει το τραγούδι-σταθμό μαζί με τον Νικολόπουλο (σεμνά και γλυκά τον απέδωσε ο Περικλής Σιούντας), τον Γιώργο Λιάνη (ο Δημήτρης Καπουράνης εκπέμπει τον σεβασμό και την τόλμη του δημοσιογράφου) να του κάνει συνέντευξη εκεί που του άρεσε να ζει, δίπλα στη θάλασσα και να ψαρεύει με τη βάρκα του και φυσικά τη μάνα του, την κυρά Γεσθημανή (ίσως η δεύτερη πιο απαιτητική ερμηνεία, από την Αγορίτσα Οικονόμου), που ήταν πάντα δίπλα του.
Ο Τσεμπερόπουλος έδειξε με αμεσότητα, ευγένεια και πάθος τον αινιγματικό και δυσεξήγητο Στέλιο Καζαντζίδη. Κι αν αποδόμησε, και σωστά, κάποια κομμάτια του, την ίδια στιγμή αποκάλυψε το αμετακίνητο και απρόσβλητο από τον χρόνο βάθρο του. Ο Καζαντζίδης αφέθηκε στη δύναμη της φωνής του και αυτή του τα έδωσε όλα: δόξα, φήμη, χρήματα, πόνο, δάκρυα, βάσανα, αθανασία. Και αυτήν πλησιάζει, όσο γίνεται φυσικά, ο Χρήστος Μάστορας. Τα τραγούδια, μερικά απ’ αυτά, που σημάδεψαν την καριέρα του Στέλιου, έχουν τον χώρο που τους πρέπει στην ταινία και βοηθάνε σημαντικά στο τελικό αποτέλεσμα.
Το «Υπάρχω» είναι μια καλοφτιαγμένη ταινία που με σεβασμό και αλήθεια αναδεικνύει το λαϊκό είδωλο, έμβλημα, "Στέλιος Καζαντζίδης". Όσοι είστε θαυμαστές θα δείτε αυτό που ξέρετε και περιμένετε. Όσοι δεν τον ξέρετε και έχει σκόρπιες αναφορές γι’ αυτόν, θα καταλάβετε τα «πώς» και τα «γιατί» της ζωής του. Και όσοι δεν τον γουστάρετε, αν πάτε στο σινεμά, θα βρείτε τους λόγους που σας κάνουν να μην τον γουστάρετε.