Ένα βιβλίο που δεν σε αφήνει να φύγεις
Οι καλές ιστορίες δεν φεύγουν. Μένουν, επιμένουν, πιάνονται από το συναίσθημα και τη μνήμη και μεταφέρονται από στόμα σε στόμα. Διαιωνίζονται, αναπαράγονται, πολλαπλασιάζονται και πολλαπλασιάζουν. Μερικές φορές διαιρούνται κιόλας. Εσύ κρατάς μία, εσύ άλλη μία και κάποιος μία τρίτη. Και όταν ο χρόνος επιβάλλει το γοργό του βήμα, εσύ, ο αναγνώστης, ο ακροατής, ο δημιουργός, κρατάς την ουσία και είσαι σίγουρος γι’ αυτήν. Ξέρεις πως αν έρθει η ώρα θα μπορείς να την προσφέρεις. Κι αν δεν έρθει, την ευχαρίστηση της θα βιώνεις για πολύ καιρό. Σπάνιο πράγμα η ψυχαγωγία, ειδικά στη λογοτεχνία. Υπάρχει όμως και όταν τη βρίσκεις πρέπει να αναδείξεις την πηγή της, να τη μοιράσεις σε όλους όσους θέλουν να ακούσουν ιστορίες που αγγίζουν ψυχή και δέρμα. Τα Χριστούγεννα είναι ιδανική περίοδος για να αφηγηθείς, για να πλάσεις μύθους και για να τιμήσεις τους παλιούς. Αν, λοιπόν, σας ρωτήσει κανείς «έχεις να μου προτείνεις ένα καλό βιβλίο;», γιατί τα βιβλία είναι οι ιστορίες μας, εσείς θα του πείτε «ναι. Σου προτείνω να διαβάσεις τα διηγήματα της Αταλάντης Ευριπίδου». Κι αν το όνομα δεν πείσει, γιατί όλοι θέλουν τα «σίγουρα», να επιμείνετε με δύο επιχειρήματα: το ταλέντο της συγγραφέως και ο τίτλος του βιβλίου της. «Εκείνοι που δεν έφυγαν», από τις εκδόσεις Πόλις.
Απολαυστικό
Το πρώτο βιβλίο της Ευριπίδου είναι απολαυστικό. Είναι αυτό που ρωτάει ο Ντενζέλ Ουάσιγκτον τον Ίθαν Χοκ στην ταινία Ημέρα Εκπαίδευσης. «Πες μου μια ιστορία Χόιτ». Και όταν αυτός παρεξηγεί και ξεκινά να λέει την ιστορία του, αυτός του διευκρινίζει. «Όχι την ιστορία σου. Μια ιστορία». Ε, αυτό ακριβώς συμβαίνει με το «Εκείνοι που δεν έφυγαν». Οι εφτά ιστορίες είναι μικροί-μεγάλοι κόσμοι που χάνεσαι μέσα τους, που αναζητάς την κουνελότρυπα της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, που δεν θες το τέλος να σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Η φαντασία «σκάβεται» ως το μεδούλι και η λαϊκή παράδοση χαίρεται που δίνει τροφή σε μια συγγραφέα που της αρέσει να αφηγείται ιστορίες για όλους. Διαβάζοντας αυτές που μας δίνει, καταλαβαίνουμε ότι η ηλικία δεν παίζει απαγορευτικό ρόλο. Το παιδί θέλει παραμύθι, ο έφηβος περιπέτεια, ο νεαρός ενήλικας γοητεία, ο νέος άντρας, η νέα γυναίκα ταξίδι στον χρόνο, ο μεσήλικας το ενθύμιο που του λείπει και ο ηλικιωμένος τη νοσταλγία που αντέχει. Η Ευριπίδου μέσα από τα διηγήματά της τα δίνει όλα αυτά και κάνει τον αναγνώστη συνοδοιπόρο με εκείνους που δεν έφυγαν. Και πώς να φύγει η δικαίωση του μύθου, πώς να σβήσει η φλόγα του θρύλου;
Φρεσκάδα και ζωντάνια
Ο τρόπος που αφηγείται η Ευριπίδου είναι συναρπαστικός. Επιβεβαιώνει το πολύ απλό, μα και δύσκολο, δεν έχει σημασία τι ιστορία λες, αλλά πώς την λες. Η συγγραφέας εστιάζει στο δυσδιάκριτο, στο θολωμένο περιθώριο και σε κομμάτια Ιστορίας και μύθου που καλύπτονται, αποκρύπτονται και «προχωρούν» μεταμφιεσμένα. Η αλήθεια και η επιβεβλημένη παραδοχή αρμονικά συνυπάρχουν και μας δίνουν επτά ιστορίες με φόντο μια ολοένα και λιγότερο μυθική Ελλάδα. Η δύναμη του θρύλου, των διαχρονικών αιτημάτων, μηνυμάτων, αυτών που μιλούν για ελευθερία, αλληλεγγύη, η σοφία του παραμυθιού και η σαγήνη του αλλοκότου, το αλληγορικό και σαφές πολιτικό σχόλιο, αυτά είναι τα βασικά συστατικά των διηγημάτων που περιμένουν να μοιραστούν. Και να πώς σε βρίσκει ο λόγος της Ευριπίδου, να πώς σε κερδίζει η φρεσκάδα και η ζωντάνια του: Έτσι, όταν ξέσπασε ο καβγάς στο χάνι, βούλιαξε όσο βαθύτερα στην καρέκλα του γινόταν, κι αφοσιώθηκε στο φαΐ μπροστά του. Δεν ήθελε μπλεξίματα, αλλά την τύχη ούτε που τη νοιάζει τι θέλει ο ένας και ο άλλος. Κι η απόφαση του ν’ αγνοήσει τον σαματά τργύρω εξανεμίστηκε στη στιγμή που έπεσε στα πόδια του το Αγόρι, μουγκό και με μάτια όλο δροσιά (σ.9). Η Αταλάντη Ευριπίδου κάνει εντυπωσιακό ντεμπούτο και τιμά με τον καλύτερο τρόπο τη γοητεία του υπαινιγμού, του κενού χώρου και του εύστοχου σχολίου που ζητά και δίνει το διήγημα.