Η Ρωσία έκλεισε από σήμερα την «κάνουλα» του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη
Η ρωσική ενεργειακή εταιρεία Gazprom ανακοίνωσε σήμερα ότι οι εξαγωγές αερίου προς την Ευρώπη μέσω της Ουκρανίας σταμάτησαν από τις 08:00 (ώρα Μόσχας, 07:00 ώρα Ελλάδας) καθώς εξέπνευσε η ισχύς της συμφωνίας διαμετακόμισης.
Το κλείσιμο της παλαιότερης οδού του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη βάζει τέλος σε μια δεκαετία τεταμένων σχέσεων μετά την κατάληψης της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014.
Η Ρωσία εξακολουθεί να εξάγει αέριο μέσω του αγωγού TurkStream που βρίσκεται στο βυθό της Μαύρης Θάλασσας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διπλασίασε τις προσπάθειές της να μειώσει την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια μετά το ξέσπασμα της στρατιωτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία το 2022 αναζητώντας εναλλακτικές πηγές.
Η ισχύς της πενταετούς συμφωνίας διαμετακόμισης αερίου ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία εξέπνευσε τις πρώτες ώρες της 1ης Ιανουαρίου 2025 και το Κίεβο έχει επανειλημμένα δηλώσει πως δεν πρόκειται να παρατείνει τη συμφωνία όσο διαρκεί ο πόλεμος.
«Λόγω της επανειλημμένης και σαφώς εκφρασμένης άρνησης της ουκρανικής πλευράς να ανανεώσει αυτές τις συμφωνίες, η Gazprom δεν έχει από την 1η Ιανουαρίου 2025 την τεχνική και νομική δυνατότητα να προμηθεύει αέριο για διαμετακόμιση μέσω του εδάφους της Ουκρανίας», αναφέρει η Gazprom σε δήλωση που δημοσιοποίησε μέσω του Telegram.
«Από τις 8:00 ώρα Μόσχας, η προμήθεια ρωσικού αερίου για μεταφορά μέσω του εδάφους της Ουκρανίας δεν πραγματοποιείται».
Η κρατική εταιρεία Gazprom, που υπήρξε κάποτε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου παγκοσμίως, μόνο το 2023 υπέστη απώλειες της τάξεως των 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων και ήταν οι πρώτες ετήσιες απώλειες που έχει καταγράψει από το 1999.
Για την Ευρώπη, η απώλεια του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου συνέβαλε σε σημαντική οικονομική επιβράδυνση, σε έξαρση του πληθωρισμού και σε επιδείνωση της κρίσης κόστους ζωής.
Παρόλο που η Ευρώπη έσπευσε να βρει εναλλακτικές πηγές ενέργειας, η απώλεια του ρωσικού φυσικού αερίου επιδείνωσε τις μακροπρόθεσμες ανησυχίες σχετικά με τη μείωση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητάς της και ιδίως για το βιομηχανικό μέλλον της Γερμανίας.