Το σκοτεινό μυστικό των αμερικανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Η τρέχουσα εικόνα στρατοπέδου συγκέντρωσης του Β’ Παγκοσμίου έχει σφραγιστεί από τη δολοφονική σβάστικα των Ναζί.
Εκεί μετέφερε μυστικά ο γερμανός κατακτητής κάθε ιδεολογικό και πολιτικό εχθρό του Γ’ Ράιχ, σε έναν αστερισμό κολαστηρίων θανάτου διασκορπισμένων στη γερμανική ζώνη κατοχής, μέσα σε τραγικές συνθήκες κράτησης.
Ο θάνατος ήταν εξάλλου ο τελικός σκοπός, η «τελική λύση», όπως την ήθελαν τα δολοφονικά μυαλά της ανίερης παρέας που αιματοκύλησε την Ευρώπη, κι έτσι οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων υπηρετούσαν απλώς τον σκοπό της μαζικής εξόντωσής τους.
Αυτό που παράλειψαν ωστόσο να αναφέρουν τα εγχειρίδια ιστορίας των νικητών ήταν το πρόγραμμα των Συμμάχων για την κράτηση και τη μαζική δολοφονία των γερμανών αιχμαλώτων πολέμου μετά τη συνθηκολόγηση του Γ’ Ράιχ το 1945. Εκατομμύρια γερμανοί στρατιώτες φυλακίστηκαν στα στρατόπεδα των νικητών το καλοκαίρι του 1945 και αφέθηκαν να λιμοκτονήσουν τουλάχιστον το 1/4 αυτών.
Αυτή είναι επιγραμματικά η ιστορία του Rheinwiesenlager, των «στρατοπέδων των λιβαδιών του Ρήνου», που πέρασε στο περιθώριο του Β’ Παγκοσμίου και απαλείφθηκε βολικά από την ιστορική καταγραφή για δεκαετίες, μέχρι να ηλικιωθούν τουλάχιστον οι επιζήσαντες και να καταστραφεί κάθε ίχνος μητρώων.
Τα στρατόπεδα του Ρήνου ήταν ένας σχηματισμός 19 κέντρων κράτησης γερμανών αιχμαλώτων πολέμου που φτιάχτηκαν από τον αμερικανικό στρατό στην κατακτημένη Γερμανία στα τέλη του πολέμου. «Προσωρινές Περιφράξεις Αιχμαλώτων Πολέμου» ήταν το επίσημο όνομά τους και στέγασαν από ένα ως δύο εκατομμύρια στρατιωτών της Βέρμαχτ από τον Απρίλιο ως τον Σεπτέμβριο του 1945 χοντρικά.
Οι κρατούμενοι χαρακτηρίστηκαν μάλιστα «αφοπλισμένες εχθρικές δυνάμεις» και όχι «αιχμάλωτοι πολέμου», μια ιδέα του ίδιου του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ -επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων- από τον Μάρτιο του 1943, κι αυτό για να μην εμπίπτει η κράτησή τους στις διατάξεις τόσο των Συνθηκών της Χάγης (1899 και 1907) όσο και των Συμβάσεων της Γενεύης (και ιδίως του Πρωτόκολλου της Γενεύης του 1929), των ίδιων των βάσεων δηλαδή του Διεθνούς Δικαίου για την ανθρωπιστική διαχείριση των ανυπεράσπιστων και των θυμάτων του πολέμου.
Μη χαρακτηρίζοντάς τους αιχμαλώτους πολέμου, οι εκατοντάδες χιλιάδες παραδομένοι στους Συμμάχους Γερμανοί δεν ενέπιπταν στις διεθνείς δεσμεύσεις για επαρκείς συνθήκες κράτησης, κι έτσι μπορούσαν να στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο καταπατώντας κάθε έννοια πολιτισμού και ανθρωπιάς.
Οι αριθμοί για τη ρεβανσιστική κράτηση των γερμανών στρατιωτών στα αμερικανικά κολαστήρια δεν συμφωνούν καθόλου. Χωρίς μητρώα και με την επίσημη ιστορία να κρατά το στόμα της κλειστό, το πόσοι πέθαναν στα στρατόπεδα του Ρήνου είναι αντικείμενο διαμάχης. Οι πιο φειδωλοί αριθμοί κάνουν λόγο για 3.000-10.000 γερμανούς στρατιώτες, ενώ υπάρχουν και αναφορές, όπως η έρευνα-σταθμός «Other Losses» (1989) του καναδού ιστορικού James Bacque, που μίλησε ακόμα και για 1 εκατ. νεκρούς.
Όλοι πάντως συμφωνούν πως οι αιχμάλωτοι πολέμου ζούσαν κάτω από τραγικές συνθήκες και πέθαιναν μαζικά από την πείνα, την αφυδάτωση, τις επιδημίες και την έκθεση στα καιρικά στοιχεία, καθώς τα στρατόπεδα δεν είχαν καν στρατώνες εντός τους…
Rheinwiesenlager, οι τελευταίες κινήσεις ενός χαμένου πολέμου
Την άνοιξη του 1945 άρχισε να γράφεται ο επίλογος για τη ναζιστική Γερμανία. Εκατομμύρια συμμαχικών στρατευμάτων εισέβαλλαν στη Ρηνανία από τα δυτικά, την ίδια ώρα που οι δυνάμεις της Βέρμαχτ έκαναν ό,τι μπορούσαν στη Βιέννη και το Βερολίνο για να ανακόψουν την προέλαση του Κόκκινου Στρατού από τα ανατολικά.
Η κατάρρευση ήταν προ των πυλών και ο στρατηγός Άλφρεντ Γιοντλ, επικεφαλής του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, καθυστερούσε τη συνθηκολόγηση αγοράζοντας χρόνο. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, κάπου 3 εκατ. γερμανοί στρατιώτες έφευγαν προοδευτικά από το Ανατολικό Μέτωπο και μετακινούνταν δυτικά κατά μήκος της Γερμανίας ώστε να παραδοθούν στους Αμερικανούς και τους Βρετανούς, ελπίζοντας πως θα είχαν λιγότερο εκδικητικές διαθέσεις απέναντί τους από τους θριαμβευτές Σοβιετικούς.
Η εισροή των παραδομένων γερμανών στρατιωτών άγγιξε τέτοια μαζικότητα που οι Βρετανοί σταμάτησαν να δέχονται αιχμάλωτους πολέμου, παραθέτοντας λογιστικά προβλήματα διαχείρισής τους. Διαισθανόμενος πως οι Γερμανοί παραδίδονταν μόνοι τους, αν και μαζικά, για να καθυστερήσουν απλώς την επίσημη και αναπόφευκτη παράδοση της χώρας τους, ο αμερικανός στρατηγός Αϊζενχάουερ απείλησε τον Γιοντλ πως θα διατάξει τις δυνάμεις του να πυροβολούν τους εχθρούς με τη λευκή σημαία επί τόπου.
Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Γιοντλ παραδόθηκε επισήμως στις 8 Μαΐου, κάτι που δεν σταμάτησε φυσικά το ανθρώπινο γερμανικό κοπάδι να τρέχει να καταφύγει στους Συμμάχους για να γλιτώσει τον ρεβανσισμό των Σοβιετικών. Το πρόβλημα έγινε κολοσσιαίο για τον αμερικανικό στρατό, ο οποίος έπρεπε τώρα να τους καταμετρήσει και να τους «επεξεργαστεί», πριν αποφασίσει τη μοίρα τους.
Λόγω του επιτακτικού χαρακτήρα του πράγματος, δεν ήταν και πολλά αυτά που μπορούσαν να κάνουν. Έκλεισαν μεγάλα κομμάτια χωραφιών με συρματοπλέγματα και τους έριξαν μέσα, μέχρι να κριθεί τι θα απογίνονταν. Το ίδιο είχαν κάνει εξάλλου με τους δικούς τους ανεπιθύμητους οι Γερμανοί στην Πολωνία.
Δεκάδες τέτοια αυτοσχέδια στρατόπεδα ξεπετάχτηκαν στη δυτική Γερμανία εκείνη τη μοιραία άνοιξη του 1945 και μέχρι και το καλοκαίρι συνέχισαν να γεμίζουν από μπαρουτοκαπνισμένους στρατιώτες με φθαρμένες στολές. Οι αμερικανοί αξιωματούχοι ξεδιάλεγαν προσεκτικά όσους τους φαίνονταν ύποπτοι, το προσωπικό των SS δηλαδή ή ανθρώπους με χαρακτηριστικά τατουάζ που παρέπεμπαν σε τάγματα θανάτου, και τους έστελναν στους εισαγγελείς που διερευνούσαν τα εγκλήματα πολέμου για περαιτέρω ανάκριση.
Ο αμερικανικός στρατός άφηνε τα μέλη των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων να επιλέγουν το κομμάτι γης που τους αναλογούσε μέσα στο περιφραγμένο κτήμα και να κάθονται στο χώμα, μέχρι να αποφασίσουν οι ανώτεροι πότε και αν θα μπορούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν!
Κι αυτό γιατί δεν ήταν αιχμάλωτοι πολέμου που προστατεύονταν από τις διεθνείς συμβάσεις, μιας και με το στρατήγημα του Αϊζενχάουερ, ανήκαν σε μια χώρα που απλά έπαψε να υπάρχει. Τώρα ήταν αφοπλισμένες εχθρικές δυνάμεις και δεν είχαν τίποτα και κανέναν να τους υπερασπιστεί…
Το νέο καθεστώς του αιχμαλώτου πολέμου
Τόσο οι Συνθήκες της Χάγης (1899 και 1907) όσο και τα τρία Πρωτόκολλα -τότε- της Γενεύης (1864, 1906, 1929), που μεταπολεμικά θα μετατρέπονταν στις γνωστές μας τέσσερις συνθήκες των Συμβάσεων της Γενεύης (1949), είχαν ήδη καθορίσει τους πυλώνες του Διεθνούς Δικαίου του Πολέμου, θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα των αμάχων και της συμπεριφοράς των στρατιωτικών δυνάμεων απέναντί τους, αλλά και ζητήματα αιχμαλώτων, περίθαλψης τραυματιών, κατοχής ξένης επικράτειας και πολλά ακόμα.
Ειδικά η Σύμβαση της Γενεύης για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου (27 Ιουλίου 1929), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουνίου 1931, ρύθμιζε επακριβώς τον τρόπο κράτησης και διαχείρισης των αιχμαλώτων πολέμου, απαγορεύοντας βασανιστήρια και εκτελέσεις, φτάνει να φορούσαν τη στρατιωτική στολή της χώρας τους όταν πιάνονταν.
Το Διεθνές Πολεμικό Δίκαιο απαγόρευε κάθε εξευτελισμό ή τιμωρία των αιχμαλώτων πολέμου, επιβάλλοντας ταυτοχρόνως όρους για τις συνθήκες διαβίωσής τους: επαρκής τροφή και στέγαση, ίδια μάλιστα με αυτή που είχαν οι δεσμοφύλακές τους. Κι αν, για παράδειγμα, δεν μπορούσαν να διαθέτουν θέρμανση τα καταλύματα των αιχμαλώτων, τότε θα έπρεπε να μένει κλειστή και η θέρμανση στους στρατώνες των φυλάκων!
Για πρώτη φορά στη σύγχρονη στρατιωτική ιστορία, ο αμερικανικός στρατός πήρε πολύ στα σοβαρά αυτές τις δεσμεύσεις, στις πρώτες φάσεις του πολέμου τουλάχιστον. Σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων, για παράδειγμα, οι Αμερικανοί ανάγκασαν τους στρατιώτες τους να κοιμούνται επί τρεις μέρες στο πάτωμα, μέχρι να αποπερατωθούν και να εξοπλιστούν δηλαδή τα καταλύματα των αιχμαλώτων.
Ήταν αυτή η φήμη που απέκτησαν οι ΗΠΑ για καλές στρατιωτικές πρακτικές που έκανε κάθε γερμανό στρατιώτη να θέλει να παραδοθεί σε αμερικανικά χέρια. Το Δυτικό Μέτωπο φάνταζε πια παράδεισος, μέσα στην πλήρη κατάρρευση της ναζιστικής πολεμικής μηχανής, και πολλοί ήταν αυτοί που επέλεγαν την ατιμωτική παράδοση παρά την αυτοθυσία τους για την επεκτατική μανία του Φύρερ.
Αυτό που δεν ήξερε βέβαια κανένας γερμανός φαντάρος ήταν ότι ο στρατηγός Αϊζενχάουερ, σε αγαστή συμφωνία τόσο με τον βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσόρτσιλ όσο και τον αμερικανό πρόεδρο Φράνκλιν Ρούσβελτ, είχαν προαποφασίσει ήδη από το 1943 να χρησιμοποιήσουν τη διαφαινόμενη γερμανική συνθηκολόγηση με τέτοιον τρόπο που να κουτσουρέψουν αποφασιστικά κάθε ικανότητα της χώρας να διεξαγάγει πόλεμο στο μέλλον.
Στις αρχές εξάλλου του 1943, στη Διάσκεψη της Τεχεράνης, Ρούσβελτ και Στάλιν είχαν υψώσει τα ποτήρια τους στην πρόποση για την εκτέλεση 50.000 γερμανών αξιωματικών μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Ήταν αστείο, ήταν σοβαρό, κανείς δεν ξέρει, στις αρχές όμως του 1944 ο Αϊζενχάουερ διόρισε έναν ειδικό επίτροπο, τον στρατηγό και δεξί του χέρι Everett Hughes, να διαπραγματευτεί τους όρους της παράδοσης.
Εκείνο το καλοκαίρι, ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Χένρι Μοργκεντάου ο Νεότερος, έφτιαξε το μεταπολεμικό πλάνο των Συμμάχων, το οποίο εγκρίθηκε τόσο από τον Ρούσβελτ όσο και τον Τσόρτσιλ. Το Σχέδιο Μοργκεντάου, όπως έγινε γνωστό, ήταν όσο πιο εξοντωτικό γινόταν, καθώς ο σκοπός του ήταν να αφοπλίσει τη Γερμανία και να εξαφανίσει κάθε μελλοντική απειλή της: χώριζε τη Γερμανία σε ζώνες κατοχής, κατέστρεφε ολοσχερώς τη βιομηχανία της, επέβαλλε επαχθείς πολεμικές αποζημιώσεις και ανάγκαζε σε ραγδαίες και μαζικές επαναγκαταστάσεις γερμανικών πληθυσμών, απαλλάσσοντας στα χαρτιά την οικουμένη από το «πρόβλημα Γερμανία» μια για πάντα.
Με σύγχρονους όρους, το Σχέδιο Μοργκεντάου θα λογιζόταν μια ηθελημένη απόπειρα καταστροφής ενός έθνους, καθώς εκατομμύρια θα έπρεπε να πεθάνουν ή να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για να δουλέψει το μεταπολεμικό συμμαχικό πλάνο για την επόμενη μέρα της Γερμανίας.
Ο Everett Hughes ήταν μεγάλος υπέρμαχος του Σχεδίου και μετά την αποκάλυψη κάποιων διατάξεών του εκείνο τον Οκτώβριο, που προκάλεσαν τεράστια κατακραυγή όσο να πεις, ήταν τώρα όσο πιο προσεκτικός μπορούσε. Στις 4 Νοεμβρίου απέστειλε ένα ραβασάκι στον Αϊζενχάουερ που τον καλούσε να διαβαθμίσει ως απόρρητες τις μερίδες φαγητού των αιχμαλώτων πολέμου. Ο Αϊζενχάουερ προθυμοποιήθηκε τάχιστα…
«Εκτεταμένη κακομεταχείριση»
Εκατομμύρια γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου κρατήθηκαν κάτω από τόσο απάνθρωπες συνθήκες που θα ανάγκαζαν τον αμερικανό γενικό εισαγγελέα να παρομοιάσει τα στρατόπεδα του Ρήνου με τη φυλακή Andersonville του 1864, το διαβόητο στρατόπεδο αιχμαλώτων του Νότου κατά τον αμερικανικό εμφύλιο, ο διοικητής του οποίου κρεμάστηκε κατόπιν για εγκλήματα πολέμου!
Το ενδιαφέρον του Hughes για τις μερίδες των γερμανών τροφίμων εδραζόταν στη νομικίστικη διάσταση που είχε εισαγάγει ο Αϊζενχάουερ. Οι Γερμανοί που είχαν παραδοθεί δεν ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά κάτω από τη νέα και πρωτόγνωρη στα χρονικά κατηγοριοποίηση χαρακτηρίζονταν τώρα «αφοπλισμένες εχθρικές δυνάμεις». Ως τέτοιες, δεν δικαιούνταν καμία προστασία από τις διεθνείς συμβάσεις.
Ο αμερικανικός στρατός, κάτω από τον καινούριο διακανονισμό, δεν ήταν καν υποχρεωμένος να τους τρέφει. Αν ήθελε μάλιστα, μπορούσε νομικά να απαγορεύσει ακόμα και στον Ερυθρό Σταυρό να μπει στα στρατόπεδα του Ρήνου ή να στείλει ανθρωπιστική βοήθεια. Ουσιαστικά, οι γερμανοί οπλίτες και αξιωματικοί ήταν ανυπεράσπιστοι και δεν είχαν καν μια κυβέρνηση να τους προστατεύσει.
Και βέβαια ο μόνος λόγος για να αποστερήσεις από έναν αιχμάλωτο πολέμου κάθε νομικό ή ανθρώπινο χαρακτηριστικό του είναι για τον κακομεταχειριστείς. Ο καναδός ιστορικός James Bacque, που ξεψάχνισε ό,τι πληροφορία μπόρεσε να βρει, μίλησε για τουλάχιστον 800.000 γερμανούς αιχμαλώτους, «και πιθανότατα πάνω από ένα εκατομμύριο», που έχασαν τις ζωές τους στα αμερικανικά στρατόπεδα του Ρήνου εκείνη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1945.
Ακόμα και ο Stephen Ambrose, ο παγκοσμίου φήμης ιστορικός που είχε φιλικές σχέσεις με τον Αϊζενχάουερ και προσλήφθηκε κατόπιν από την οικογένεια του εκλιπόντος προέδρου για να ερευνήσει τους ισχυρισμούς του Bacque, παραδέχθηκε σε άρθρο του στους «New York Times» το 1991:
«Υπήρξε εκτεταμένη κακομεταχείριση των γερμανών αιχμαλώτων πολέμου την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1945. Οι άντρες ξυλοκοπούνταν, τους αρνούνταν το νερό, τους ανάγκαζαν να ζουν σε ανοιχτά στρατόπεδα χωρίς στέγη, τους έδιναν ανεπαρκείς μερίδες φαγητού και πλημμελή ιατρική φροντίδα. Το ταχυδρομείο τους παρακρατούνταν. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι κρατούμενοι έφτιαχναν μια ‘‘σούπα’’ από νερό και χορτάρι για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Άνθρωποι όντως πέθαναν άσκοπα και αδικαιολόγητα»…
Άρνηση και ανατροπή
Οι άβολες αλήθειες που αναγκάστηκε να ομολογήσει ο Ambrose για τα στρατόπεδα Rheinwiesenlager δεν ήταν παρά η κορυφή του παγόβουνου. Οι αμερικανοί και βρετανοί αξιωματικοί που εκτελούσαν τις ανακρίσεις τις έκαναν να μοιάζουν στα μάτια των πεινασμένων, εξοντωμένων και άυπνων Γερμανών ως δίκες για τη ζωή τους. Πίστευαν δηλαδή πως μόνο αν παραδέχονταν όσα τους καταμαρτυρούσαν θα μπορούσαν να σώσουν τις ζωές τους και αυτές των οικογενειών τους, μη γνωρίζοντας τίποτα για το βρετανικό ή αμερικανικό ποινικό σύστημα.
Δεν διέμεναν εξάλλου σε στρατόπεδα αιχμαλώτων, παρά σε κομμάτια καλλιεργήσιμης γης περιφραγμένης με συρματοπλέγματα, όπου τους έριχναν και τους παρατούσαν στην τύχη τους. Το νερό και το φαγητό σπάνιζαν, πόσο μάλλον η ιατρική φροντίδα ή τα καθαρά ρούχα. Για καταφύγιο είχαν τις τρύπες που μπορούσαν να σκάψουν με τα χέρια τους. Ο τύφος και η χολέρα τούς θέριζαν, όπως και πολλές ακόμα αρρώστιες που πήραν τη μορφή πανδημίας στα στρατόπεδα του Ρήνου.
Τόσο η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ICRC) όσο και απλοί γερμανοί πολίτες έστελναν ό,τι μπορούσαν στους ταπεινωμένους και πεινασμένους αιχμαλώτους, μόνο και μόνο για να συναντούν την άρνηση των ιθυνόντων για οποιαδήποτε ανθρωπιστική βοήθεια. Ο Ερυθρός Σταυρός είχε καταγγείλει το γεγονός ότι δεν άφηναν τα μέλη του να μπουν στα στρατόπεδα, παίρνοντας τη διαβεβαίωση από τις δυνάμεις κατοχής ότι όλα πήγαιναν καλά στο εσωτερικό των σιδερόφραχτων χωραφιών.
Κανείς δεν ήξερε τι γινόταν με τις μερίδες φαγητού των αιχμαλώτων και οι δεσμοφύλακες δεν ανέφεραν ποτέ ελλείψεις σε τρόφιμα. Πηγές της εποχής ήθελαν πάντως ένα καλό ποσοστό τους να παραδίδεται στους πεινασμένους γάλλους πολίτες στην άλλη πλευρά των συνόρων.
Ο θάνατος ήταν στην ημερήσια διάταξη των στρατοπέδων του Ρήνου, αν και δεν σώζεται κανένα επίσημο μητρώο για τον αριθμό των Γερμανών που πέθαναν στο Rheinwiesenlager. Ο αμερικανικός στρατός ισχυρίστηκε απλώς πως δεν ήταν δυνατόν να φροντίσει επαρκώς τα εκατομμύρια των αιχμαλώτων μέσα στις τραγικές συνθήκες ανέχειας του Β’ Παγκοσμίου ή να κρατήσει καταγραφές για τον αριθμό τους. Δεν αποπειράθηκαν καν να τους καταμετρήσουν, είπαν επισήμως.
Αργότερα αποκαλύφθηκε όμως ότι ο συμμαχικός στρατός κρατούσε όντως αρχεία, και μάλιστα έφταναν στα 8 εκατ. ντοκουμέντα, τα οποία καταστράφηκαν ωστόσο όταν έκλεισαν τα στρατόπεδα της ντροπής. Οι «άλλες απώλειες» των κιταπιών του αμερικανικού και του βρετανικού στρατού είναι το μόνο ερευνητικό στοιχείο που έχουν στα χέρια τους οι ιστορικοί για να συνάγουν συμπεράσματα για τα νούμερα.
Εκεί έχουν βρει αποκλίσεις στην εβδομαδιαία καταμέτρηση των αιχμαλώτων, στις οποίες κάποιες φορές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι χάνονταν από τη μια καταμέτρηση στην άλλη. Και πάλι όμως δεν είναι σαφές αν μιλάμε για θανάτους ή για απελευθερώσεις, μεταφορές και αποδράσεις, καθώς η στήλη των «άλλων απωλειών» δεν είχε τέτοιες κατηγοριοποιήσεις: μετρούσε απλώς τον συνολικό αριθμό των παρευρισκόμενων τροφίμων κάθε βδομάδα.
Ακόμα και σήμερα, δεν υπάρχει επίσημη γραμμή για το πού πήγαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου εκείνους τους τραγικούς μήνες του 1945. Η ιστορία των νικητών δεν μίλησε εξάλλου ποτέ για δαύτους, αν και παραδέχεται σήμερα με το κεφάλι κατεβασμένο πως δεν είναι εύκολο να κρύψεις εφταψήφια νούμερα θανάτων ή εξαφανίσεων στη Ρηνανία.
Γαλλία και Γερμανία έχουν επιβάλει μάλιστα από το 1945 γενικές απαγορεύσεις σε κάθε ανασκαφική απόπειρα στα σύνορά τους. Εκεί ακριβώς που ήταν δηλαδή τα αμερικανικά στρατόπεδα του ολέθρου.
Όσο για τον αμερικανικό στρατό, χρησιμοποίησε αυτές τις ζώνες κατ’ αποκλειστικότητα στα τέλη του πολέμου, τις χρησιμοποίησε μάλιστα για «αδιευκρίνιστους σκοπούς», και κατόπιν τις σφράγισαν οι κυβερνήσεις Γαλλίας και Γερμανίας ως «πολεμικούς τάφους». Κανείς δεν μπορεί να σκάψει σε κείνα τα μέρη, αν και είναι σίγουρο πως εκεί βρίσκεται η ιστορική απάντηση για το τι ακριβώς συνέβη στους γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: κάτω από τα ψηλά δέντρα της κοιλάδας του ποταμού Ρήνου, εκεί που πήγε ο δυτικός πολιτισμός για άλλη μια φορά να πεθάνει…
Πηγή: newsbeast.gr