Το σπίτι σώθηκε, αλλά κάηκε η ψυχή μας
Πέμπτη κατά τις 12 το μεσημέρι φτάνουμε στην παραλία του Αγίου Δημητρίου, μια από τις πιο όμορφες της νότιας Εύβοιας από την μεριά του Αιγαίου.
Μικρή, με καταπράσινα νερά και σπηλιά στις δύο άκρες της.
Εννοείται πως το πρώτο μέλημα ήταν να τις εξερευνήσουμε και να βγάλουμε φωτογραφίες.
Μισή ώρα μετά, πέφτει το πρώτο τηλεφώνημα από φίλο. Ακούω τον Στέλιο «τι;;; αναζωπύρωση»;
Είναι από τις φορές που παρακαλάς να μην έχεις ακούσει σωστά, όμως η λέξη είναι τόσο χαρακτηριστική και τόσο πολυχρησιμοποιημένη αυτές τις μέρες, που ήξερα ότι δεν έκανα λάθος.
Η επικοινωνία σε αυτή την ερημική ακτή ήταν δύσκολη. Μετά από ένα σκάρτο δίωρο αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο (με καλύτερο σήμα) χωριό.
Από εκείνη την στιγμή άρχισε ο καταιγισμός των μηνυμάτων. «Μαρία, τι γίνεται; άκουσα για φωτιά στο Κρυονέρι και σε σκέφτηκα», «Είστε καλά; είστε ασφαλείς;», «Ελπίζω να μην έχετε θέμα», «Αν χρειαστείτε οτιδήποτε στείλε μου μήνυμα». Από φίλους, κολλητούς, συγγενείς, γνωστούς, λιγότερο γνωστούς αλλά και ανθρώπους που απλώς... «δεν σε ξέρω προσωπικά αλλά σε ακούω στο ραδιόφωνο και για μένα είσαι δικός μου άνθρωπος».
Στην αρχή προσπαθούσα να απαντήσω σε όλα τα μηνύματα. Όσο περνούσαν οι ώρες, οι λέξεις αντικαταστάθηκαν με καρδούλα και χεράκια που προσεύχονται. Μετά, ούτε και αυτά.
Όχι γιατί βαρέθηκα. Δεν την βαριέσαι την αγάπη και το νοιάξιμο
Αλλά γιατί στιγμή με τη στιγμή, όσο φούντωνε η πυρκαγιά στο Κρυονέρι, ένιωθα να μου τελειώνει η αισιοδοξία. Και ήρθε εκείνο το τηλεφώνημα, Παρασκευή μεσημέρι (24 ώρες και κάτι ψιλά μετά το προαναφερθέν πρώτο) : «Καίγεται το σπίτι»; Με το που λαμβάνει τους φθόγγους το αυτί, το μήνυμα μεταφέρεται σε κλάσματα δευτερολέπτου στον εγκέφαλο και εκείνος αστραπιαία το μετατρέπει σε εικόνα.
Ναι, «είδα» το σπίτι μου να καίγεται. Κι ένιωσα σαν να είμαι μέσα σε αυτό και να μου κόβεται η ανάσα. Μέσα στις επόμενες 2 ώρες (που ως γνωστόν κρατούν 2 αιώνες) ενημερωθήκαμε πως η έγκαιρη παρέμβαση φίλων, εθελοντών και πυροσβεστικής απέτρεψε την καταστροφή.
Όλα καλά, το σπίτι σώθηκε. Αλλά το βάρος στον λαιμό παρέμενε.
Όταν το βράδυ έβαλα για ύπνο τα παιδιά, κάθισα να ενημερωθώ σχετικά. Έπεσε στο timeline μου ένα βίντεο από κάτοικο της περιοχής.
Στην αρχή μπερδεύτηκα, δεν μπορούσα να αναγνωρίσω το ακριβές σημείο. Οι τεράστιες φλόγες μου τράβηξαν την προσοχή. Ώσπου είδα τις κούνιες! Το γήπεδο! Την πλατεία! Είδα τα απογεύματά μας με το ποδήλατο, είδα τα σαββατιάτικα πρωινά μας με την μπάλα, τις βόλτες, τις κουβέντες.
Όλα τα είδα! Όλα τα είδα να γίνονται ΣΤΑΧΤΗ! Μπροστά στα μάτια μου!
Εκεί ήταν που η - όποια- αισιοδοξία εξατμίστηκε. Δεν έμεινε ίχνος. Και ήρθε ένα τεράστιο κύμα, ένα τσουνάμι απελπισίας να τα σκεπάσει όλα!
Τα μάτια μου θόλωναν από τα δάκρυα που έφευγαν σαν ποτάμι.
Πώς θα εξηγήσω όλο αυτό στα παιδιά; Που θα τα γυρίσω; Σε ποιο νεκροταφείο θα τα πάω και θα τους πω «εδώ ήταν η παιδική χαρά, παίξτε στα καμένα. Εδώ ήταν το δάσος, κάντε ποδηλατο στα αποκαΐδια. Εδώ ήταν το γήπεδο, κάντε προπόνηση στην έρημη γη».
Αφήσαμε πίσω μας, για λίγες μέρες διακοπών, ένα μέρος γεμάτο πράσινο, ζωή, ανάσες και θα επιστρέψουμε σε έναν τόπο μαύρο, άψυχο.
Ξαφνικά μου έμοιαζε ότι για την σωτηρία του σπιτιού, της περιουσίας μας, των αγαπημένων παιχνιδιών των μικρών, των φωτογραφιών, των επίπλων, των ρούχων, των σημαντικών και ασήμαντων πραγμάτων που φυλάμε εκεί, θα έπρεπε να πληρώσουμε ένα μεγάλο τίμημα. Να βγάλουμε όλο το χρώμα από τη ζωή μας και να αρκεστούμε σε όλες τις αποχρώσεις του γκρι.
Έπρεπε να καεί η ψυχή μας.