Θεσσαλονίκη: μια πόλη που βράζει;
Οι περισσότεροι γνωστοί μου, που μου τηλεφώνησαν μετά τη δολοφονία του Άλκη, μου έκαναν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους την ίδια ερώτηση: «Μα επιτέλους τι συμβαίνει στην Θεσσαλονίκη, τι κάνετε εκεί πάνω;» Εννοούσαν προφανώς το κύμα της βίας που έχει ξεκινήσει από τα γεγονότα στα «σκληρά» σχολεία των δυτικών συνοικιών, έπειτα στην υπόθεση των καταγγελιών για βιασμό και μαστροπεία σε πολυτελείς σουίτες και πρόσφατα με τη δολοφονική επίθεση στον Άλκη και στους φίλους του στην περιοχή Χαριλάου.
Δεν είμαι Θεσσαλονικιός ούτε ως γέννημα ούτε ως θρέμμα, ζώντας όμως στην πόλη εδώ και 25 χρόνια μπορώ μόνο να περιγράψω τα εξής. Η Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια «μεγάλωσε» παράταιρα για τις δυνατότητες της σε πλήθος ανθρώπων, χωρίς όμως να ακολουθήσουν οι υποδομές της. Η ψαλίδα της οικονομικής ευμάρειας με την Αθήνα άνοιξε κι άλλο, η διαφορά στις ευκαιρίες της καθημερινότητας άνοιξε κι άλλο. Δεν διαβάζετε την κλάψα ενός Βόρειου που νιώθει κομπλεξικά απέναντι στην Πρωτεύουσα, διαβάζετε την άποψη κάποιου που επέλεξε να ζήσει και να μεγαλώσουν τα παιδιά του σε μια πιο ανθρώπινη πόλη, σε σχέση με την Αθήνα που άφησε πίσω στα 22 του.
Η Θεσσαλονίκη έχει υποδεχτεί πολλούς εσωτερικούς και αλλοδαπούς μετανάστες χωρίς σαν πολεοδομικό συγκρότημα να έχει κάνει μισό βήμα μπροστά για να προσφέρει μια καλύτερη ποιότητα ζωής στους κατοίκους της. Το μοντέλο «επιτυχίας» των νέων ανθρώπων έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό σε μια μαύρη εργασία στα αμέτρητα καφέ της πόλης, για να επιτευχθεί μετά η «πρόοδος» με το να συμμετέχουν ως συνέταιροι του 3 και του 5 τοις εκατό σε ένα νέο καφέ αποτελώντας πια «παράγοντες» της νύχτας και της επιχειρηματικότητας, που στο καλύτερο σενάριο θα σέρνει αυτό το 3% και 5% από την Θεσσαλονίκη στην Χαλκιδική και πάλι πίσω.
Η Τέχνη και ο Πολιτισμός αναμετρώνται με πολύ περιορισμένες δυνάμεις απέναντι στη νεοκαθεστωτική νοοτροπία της νύχτας, είναι μια άνιση μάχη με βαρετή καθημερινότητα και αναμενόμενο αποτέλεσμα. «Τα λεφτά πέφτουν μόνο στην Αθήνα», είναι ίσως μια φράση που ο μέσος Θεσσαλονικιός έχει ξεστομίσει περισσότερες φορές απ’ όσες θα ‘πρεπε, όμως όχι απολύτως άδικα κι αστήρικτα. Και δεν μιλάω μόνο για τα λεφτά του Κράτους αλλά και των ιδιωτών, των ευεργετών, των οργανισμών που έχουν χρήματα να επενδύσουν, τα κατευθύνουν όμως στη Μητρόπολη έναντι άλλων πόλεων βασισμένοι προφανώς στη λογική του business plan που έχουν μάθει λειτουργώντας επιχειρηματικά. Είναι κρίσιμο όμως να υπάρχει και social plan, αν θες να λες ότι δραστηριοποιείσαι στην Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη.
Όσο κι αν ακουστεί παράλογο, παρά τις ειδήσεις που κατά καιρούς διαβάζουμε για αθρόες προσλήψεις νέων αστυνομικών και αγορές νέων περιπολικών, η Θεσσαλονίκη συνολικά υπο-αστυνομεύεται. Ίσως είναι δείγμα του συντηρητικού χαρακτήρα μου αλλά προσωπικά η αστυνομική παρουσία δε με τρόμαζε ποτέ και δεν την εχθρεύομαι ούτε σήμερα στα 47 μου. Περισσότερο με τρομάζει η παντελής απουσία της σε κεντρικά σημεία της πόλης, όπως ας πούμε η Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης, ένα μέτωπο στη θάλασσα με καθημερινό μεγάλο όγκο επισκεπτών.
Δεν αποδείχτηκε μόνο πρόσφατα με τη χουλιγκανική επίθεση στους δύο εφήβους αδερφούς, ο ένας εκ των οποίων κατέληξε στο νοσοκομείο ξυλοκοπημένος. Ούτε αποδείχτηκε από το γεγονός ότι το ρόλο των αστυνομικών έφτασαν να παίζουν υπάλληλοι του Μακεδονία Παλλάς. Αποδεικνύεται από τις επιθέσεις για μικροκλοπές στο παραλιακό μέτωπο με το που πέσει το σκοτάδι, ακόμα και αν το ρολόι δείχνει 21:30 όταν εργαζόμενοι και κυρίως εργαζόμενες περπατούν μετά το σχόλασμα, για να πάνε ως τα αυτοκίνητα που πάρκαραν μακριά, σε δωρεάν θέσεις στάθμευσης.
Φυσικά δεν είναι μόνο αριθμητικό το πρόβλημα, είναι και ποιοτικό. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο που οι ακροδεξιές και φασιστικές οργανώσεις ξεκινούν ή απογειώνουν την καριέρα τους στην Θεσσαλονίκη. Δεν μπορεί να μπαίνουν ανενόχλητοι στα σχολεία κι αυτό να είναι συμπτωματικό. Κάπου υπάρχει λίπασμα για να ανθίσουν αυτά τα «λουλούδια».
Για να μιλήσουμε και για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, η οπαδική βια δεν είναι κι απολύτως αποκομμένη από όλα τα παραπάνω, τα δίχρωμα κασκόλ που σκεπάζουν τα χαρακτηριστικά των δραστών, δεν κρύβουν κάποια ιδεολογία πίσω τους, μόνο οπαδικά ορμητήρια που όπως θα παρακολουθήσατε, πάρα πολύ εύκολα βρέθηκαν και αφοπλίστηκαν, μόνο όμως αφού θρηνήσαμε ένα ακόμα νέο παιδί. Πάντα μετά, ποτέ πριν. Όλοι ήξεραν, κανείς δεν έπραττε.
Για το ότι η Θεσσαλονίκη έγινε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ επιχειρηματικών συμφερόντων δε φταίει η πόλη η ίδια, φταίνε όσοι τη διοικούν και δεν είδαν να έρχεται «ο Άλκης», αλλά νόμιζαν πως το κακό θα περιοριστεί στα γήπεδα. Δεν είχαν όμως το δικαίωμα να το νομίζουν μετά τον Νάσο, τον Τόσκο, τους πυροβολισμούς και τα ραντεβού στις πλατείες. Παρά τις ανιστόρητες αναφορές περί πάταξης του χουλιγκανισμού από την Θάτσερ, εκεί τουλάχιστον τα γήπεδα ηρέμησαν. Εμείς στην Ελλάδα καταφέραμε και να παραχωρήσουμε τα γήπεδα στους χούλιγκαν και να φυλαγόμαστε από αυτούς στους δρόμους. Ολική αποτυχία δηλαδή.
Ηθικοί αυτουργοί και όσοι τροποποίησαν λειτουργικούς νόμους με μόνο κίνητρο τα ψηφαλάκια και όσοι έκαναν τον Ποινικό Κώδικα ελαστικό ανέκδοτο με αποτέλεσμα παρά λίγο δολοφόνοι να ολοκληρώνουν τις δολοφονικές προθέσεις τους περιμένοντας κάποια δίκη. Συγγνώμη αν σας θολώνω τα χρωματιστά γυαλιά σας, αν χάνατε όμως παιδιά κι αδέλφια , πιθανώς να τα σπάγατε μόνοι σας. Η ατιμωρησία όμως δεν είναι σαλονικιώτικη, διατρέχει το σύνολο της χώρας μας, κάτι έχουμε δει όλοι μας ως παράδειγμα, δεν μπορεί.
Η Θεσσαλονίκη ναι, έγινε ένα πεδίο βολής μεταξύ άλλων γιατί στην καθημερινότητά της δεν φυλάσσεται ικανοποιητικά με την απουσία των λεγεώνων που έχουν παραχωρηθεί σε πολιτικά πρόσωπα, δημοσιογράφους και χώρους «υψηλού ενδιαφέροντος» της Αθήνας. Κι επειδή δε στέκει το παραμύθι της «κακιάς πόλης» ή της «κακιάς στιγμής», αν είναι να γίνουν κάποια βήματα μπροστά, πρέπει να ξεκινήσουμε άμεσα να τα κάνουμε. Αλλιώς σε μερικούς μήνες θα δέχομαι τις ίδιες ερωτήσεις, «μα καλά, τι γίνεται εκεί πάνω;»