Μια βαλίτσα από το Άουσβιτς

Θάνος Σαρρής Θάνος Σαρρής
Μια βαλίτσα από το Άουσβιτς
Ο Θάνος Σαρρής επισκέφτηκε το Άουσβιτς – Μπιρκενάου και είδε μια βαλίτσα που είχε συναντήσει ξανά.

Δεν ξέρω αν στο Άουσβιτς έχει ποτέ λιακάδα. Ακόμα κι αν το επισκεφτείς καλοκαίρι, έχεις την αίσθηση ότι η ομπρέλα της οδύνης κρατά μακριά κάθε αχτίδα φωτός από τα τούβλινα μπλόκια και τα μπουντρούμια. Οι ψυχές φωλιάζουν στους τοίχους, ακούς τους ψίθυρους σε κάθε βήμα. Βλέπεις τα συρματοπλέγματα κι έχεις την αίσθηση ότι όπου να 'ναι φτάνει το επόμενο τρένο, γεμάτο νεκρούς και ζωντανούς. Γεμάτο ζωντανούς νεκρούς.

Από τον Ιούνιο του 1940 μέχρι τον Ιανουάριο του 1945 μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς τουλάχιστον 1.3 εκατ. άνθρωποι. 1.100.000 Εβραίοι, 140.000 Πολωνοί, 23.000 Ρομά, 15.000 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου και 25.000 κρατούμενοι από άλλες χώρες, κυρίως Τσέχοι, Γερμανοί, Ρώσοι, Λευκορώσοι, Ουκρανοί, Γιουγκοσλάβοι. Σχεδόν 900.000 Εβραίοι δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίου άμεσα. Πέραν αυτών, έχασαν τη ζωή τους στο στρατόπεδο τουλάχιστον 100.000 ακόμα Εβραίοι, 70.000 Πολωνοί, 21.000 Ρομά, 14.000 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου και 10.000 άλλων εθνικοτήτων.

Είναι πολλές οι εικόνες που επιστρέφουν. Η πινακίδα της εισόδου, που γράφει πως «η δουλειά απελευθερώνει». Την έχεις δει σε φωτογραφίες, σε ταινίες, σε ντοκιμαντέρ, όμως από κοντά είναι αλλιώς. Τα κελιά σε μέγεθος τηλεφωνικού θαλάμου, που οι φυλακισμένοι έμπαιναν τέσσερις μαζί και έπρεπε να στέκονται για μέρες ολόκληρες όρθιοι. Ο πρώτος θάλαμος αερίου και τα κρεματόρια. Τα συντρίμμια τους στο Μπιρκενάου, που πρόλαβαν να γκρεμίσουν οι ναζί. Η αγχόνη και ο τοίχος του θανάτου. «Ο θάνατος ήταν το εύκολο. Δεν ήθελαν απλά να τους σκοτώσουν. Ήθελαν να τους βασανίσουν, για να σταλεί το μήνυμα», μας λέει η ξεναγός. Πεινασμένοι, άρρωστοι, τιμωρούνταν με αμέτρητες ώρες ορθοστασίας σε ένα ανήλιαγο κελί κι έπειτα έπρεπε να πάνε για δουλειά. Κι αν τους έπεφτε ένας σωλήνας, αν η αρρώστια οδηγούσε σε ατυχήματα, ξανά τιμωρία. Ξανά στο κελί. Μέχρι ο θάνατος να γίνει απελευθερωτικός. Ακόμα και για τα παιδιά, που η μοίρα τούς επιφύλασσε να θανατωθούν στο στρατόπεδο. Μια ένεση φαινόλης ή ένας κουβάς με νερό.

Είναι πολλά τα αντικείμενα που γυρίζουν για μέρες στη μνήμη. Τα μαλλιά. Τα παπούτσια. Τα γυαλιά. Οι πατερίτσες. Τα τεχνητά μέλη. Τα σκεύη φαγητού. Τα παιδικά ρουχαλάκια. Και οι βαλίτσες. Γιατί τόσο πολύ οι βαλίτσες;

 

Ίσως γιατί στο δικό μας μυαλό η βαλίτσα σηματοδοτεί όμορφες μέρες. Διακοπές, ταξίδια, ηλιοβασιλέματα και εμπειρίες. Δεν είναι, ωστόσο, έτσι για όλους. Δεν ήταν τότε, δεν είναι τώρα. Έμεινα γι' αρκετά λεπτά να κοιτάζω τις βαλίτσες, κάθε μεγέθους, με τα μισοσβησμένα ονόματα και τις ημερομηνίες πάνω τους. Τις βαλίτσες που γέμισαν με ό,τι βρήκαν μπροστά τους, για να μπουν σ' ένα τρένο χωρίς γυρισμό. Για να τις παρατήσουν πριν μπουν στη σειρά της διαλογής, η οποία καθόριζε αν θα ζήσουν μερικές εβδομάδες ακόμα δουλεύοντας ή αν θα δολοφονηθούν επιτόπου. Εστίασα σε μία συγκεκριμένη, στο χρώμα του δέρματος και στο σχήμα του μπαούλου, με δύο ζώνες για να σφραγίζει μέσα της αντικείμενα και ιστορίες. Κι ύστερα θυμήθηκα ότι τη βαλίτσα αυτή κάπου την έχω ξαναδεί.

Ήταν ίσως σε μια φωτογραφία από την καταστροφή της Σμύρνης. Την είδα ξεβρασμένη σε κάποιο ελληνικό νησί, στο πλάι ενός άψυχου παιδικού σώματος. Δίπλα σε ένα τοίχο που είχε καταρρεύσει στη Σρεμπρένιτσα. Στο πάτωμα ενός συμμαθητή μου, που είχε έρθει περπατώντας από την Αλβανία. Στην αυλή των παιδιών που ήρθαν μόνα τους από τη Σερβία. Έξω από το κοντέινερ μιας οικογένειας Κούρδων. Κάτω από τα συντρίμμια ενός σπιτιού στο Χάρκοβο. Φουσκωμένη από όνειρα στα χέρια των φίλων μου, του Ρέζα και του Χουσεΐν, που ήρθαν στα κρυφά από Αφγανιστάν και Παλαιστίνη.

Μια βαλίτσα πεταμένη δίπλα σε κάθε κεφάλαιο παραλογισμού και πόνου, στην παρανοϊκή ιστορία της ανθρωπότητας. Συντροφιά στους εκτοπισμένους και στα θύματα. Ακόμα και σ' αυτά που αργότερα έγιναν θύτες. Πώς μπορείς ν' ασπάζεσαι τη φρίκη, όταν λίγα χρόνια πριν την είχαν βιώσει οι πρόγονοί σου; Πώς χαίρεσαι για ναυάγια, νάρκες και φράχτες; Πώς χαιρετάς ναζιστικά, γνωρίζοντας για τα Άουσβιτς τούτου του κόσμου;

Πώς να εξηγήσεις τον παραλογισμό στα παιδιά;

- Γιατί έχουν φούρνους εδώ μπαμπά;

- Θα σου εξηγήσω όταν μεγαλώσεις. Να θυμάσαι, όμως, τη βαλίτσα κι εκείνους που τη σφίγγουν στην αγκαλιά τους.

Θάνος Σαρρής
Θάνος Σαρρής

O Θάνος Σαρρής γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Πάρο. Ερωτεύτηκε από μικρή ηλικία τη μαγεία του αθλητισμού και το γράψιμο. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ και έκανε το master του στο Πολιτικό της Νομικής. Λατρεύει τα ταξίδια σε ποδοσφαιρικές γειτονιές του εξωτερικού, τις ιστορίες που γεννά το ποδόσφαιρο εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου και θυμάται την ατμόσφαιρα του γηπέδου σχεδόν απ' όταν θυμάται τον εαυτό του. Τα βιβλία του, «Η Μπάλα στην Κερκίδα» και «30 θεοί του ελληνικού ποδοσφαίρου», κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΟΞΥ και Brainfood αντίστοιχα.