«Οι πόρνες και οι ψυχίατροι δεν χαιρετούν ποτέ»
Φανταστείτε έναν κεντρικό δρόμο μιας πόλης. Ένας άντρας στέκεται στο πεζοδρόμιο χαζεύοντας στο κινητό του και περιμένοντας. Λίγα λεπτά πριν χτύπησε το κουδούνι μιας πολυκατοικίας αλλά δεν πήρε απάντηση. Λίγα λεπτά μετά ένας άλλος άνδρας φτάνει βιαστικός και λαχανιασμένος, καθυστερημένος στο ραντεβού. Δεν μιλάει, δεν χαιρετάει με λέξεις αυτόν που περιμένει, παρά μόνο με ένα νεύμα και μια υπόγεια χειρονομία τρίβοντας τον δείκτη του με τον αντίχειρα. «Δώσε μου δύο λεπτά να ανέβω», σήμαινε η χειρονομία και αυτός που περίμενε στο πεζοδρόμιο, μάζεψε το εγκάρδιο χαμόγελο σε ένα επίσης αδιόρατο νεύμα συγκατάβασης.
Λίγα λεπτά αργότερα στο γραφείο – ιατρείο η υποδοχή ήταν αρκετά διαφορετική. «Μη με παρεξηγείς αλλά στο συνάφι μας λέμε, οι πόρνες και οι ψυχίατροι δεν χαιρετούν ποτέ, είναι θέμα διακριτικότητας, για να μην έρθεις σε δύσκολη θέση». Κρίμα σκέφτηκα, μια που ο άνδρας που περίμενε στο πεζοδρόμιο ήμουν εγώ, αν βρεθούμε ποτέ τυχαία έξω, δεν μπορώ να σε κεράσω ένα κρασί ή να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι. Εκτός από το επαγγελματικά ασυμβίβαστο, είναι μάλλον ντροπή να χαιρετάω τον ψυχίατρό μου.
Για δικούς μου προσωπικούς λόγους ξεκίνησα τις συναντήσεις μου με ψυχίατρο πριν μερικούς μήνες. Δεν «υπέφερα» από κάτι, φοβόμουν κάτι κι αυτό ήταν ισχυρό κίνητρο για τον πατέρα, σύντροφο, συνάδελφο. Επέλεξα έναν συγκεκριμένο άνθρωπο κι επιστήμονα κατόπιν σύστασης μιας γνωστής μου ψυχιάτρου, στην οποία απευθύνθηκα. Δεν χρησιμοποιώ τον όρο, «κάνω ψυχοθεραπεία» γιατί να σας είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι ακριβώς περιλαμβάνει η φράση. Το περιγράφω συνήθως πιο απλοϊκά, «έχω συνάντηση με τον ψυχίατρο», «συζητάω με έναν ψυχίατρο» και άλλα τέτοια.
Οι παραπάνω παράγραφοι δεν είναι για μένα ένα «coming out», δεν θεωρώ εξάλλου την επίσκεψη σε ψυχίατρο κάτι πιο σημαντικό από μια επίσκεψη στον ενδοκρινολόγο, δεν υπάρχει γενναιότητα στο να «αποκαλύπτεις» ότι βλέπεις ένα ψυχίατρο, ο συγκεκριμένος επιστήμονας δε διαφέρει ως χρησιμότητα από οποιονδήποτε επιστήμονα μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής σου. Δεν είναι κάποιου είδους παραδοχή η επίσκεψη σε οφθαλμίατρο ή ουρολόγο, δεν θα έπρεπε να είναι παραδοχή η επίσκεψη σε επιστήμονα για την ψυχική υγεία.
Είναι όμως μεγάλο ταμπού τελικά κι αυτό εξηγεί πολλά σχετικά με όσα διαβάζουμε καθημερινά, για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Αυτός που επισκέπτεται ψυχίατρο, κρεμάει στο λαιμό του την ταμπέλα του προβληματικού, ενώ βλέπετε η συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας, που δεν είχαν ποτέ επαφή με επαγγελματία της ψυχικής υγείας είναι «φυσιολογικοί». Αυτοί λοιπόν οι φυσιολογικοί, ευυπόληπτοι, πλήρως λειτουργικοί άνθρωποι κάνουν σχέσεις, κάνουν οικογένεια, γεννούν και μεγαλώνουν παιδιά, αλληλεπιδρούν με συνανθρώπους τους, συναλλάσσονται με κοινό, οδηγούν στο δρόμο, διδάσκουν ανηλίκους ή ενηλίκους, προπονούν μικρά ή μεγάλα παιδιά, αστυνομεύουν τις πόλεις μας και άλλα πολλά.
Δεν ξέρω αν συμπίπτουν οι απόψεις μας αλλά στις παραπάνω ανθρώπινες δραστηριότητες διακρίνω πολλές, που η ψυχιατρική αξιολόγηση θα έπρεπε να είναι θεσμοθετημένη, πριν καν αναλάβει κάποιος τα καθήκοντά του. Αντίθετα κυνηγάμε τις εξελίξεις της εποχής μας και ρωτάμε κατόπιν εορτής και δυσάρεστων συμβάντων, πως ο τάδε μπήκε σε τάξη, πως ο δείνα προπονεί παιδιά, ποιος, έκρινε ότι αυτός έπρεπε να χρεωθεί όπλο. Η ψυχική υγεία ελάχιστα έχει μπει στα σχολεία μας, στα σπίτια μας, στην κοινωνία μας. Γιατί πάνω απ’ όλα παραμένει ταμπού και συχνά δυσφημείται.
Κάθε εγκληματική δράση δεν μπορεί στο όνομα μιας «υπεράσπισης» κι ενός «νομικού πολιτισμού» να συνδυάζεται με την ψυχική υγεία. Η ψυχιατρική δεν μπορεί να εργαλειοποιείται, γιατί όταν αυτό συμβαίνει ευτελίζεται και απαξιώνεται. Βιαστές και παιδοβιαστές, γυναικοκτόνοι, δολοφόνοι και βασανιστές ζώων, ηλεκτρονικοί βασανιστές και εκβιαστές, προαγωγοί και μαστρωποί, κατά συρροή δολοφόνοι, δεν μπορεί όλοι να βαφτίζονται «άρρωστοι» και μάλιστα για νομικούς σκοπούς, στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα και το δικαίωμα υπεράσπισης είναι ιερό αλλά ιερή είναι και η υποχρέωση στην ανάδειξη της αλήθειας. Στο κάτω κάτω «άρρωστο» δεν μπορεί να χαρακτηρίσουν κάποιον οι δικηγόροι και οι δημοσιογράφοι. Υπάρχουν καταρτισμένοι επιστήμονες για αυτό και συγκεκριμένη επιστήμη. Δυστυχώς τις περισσότερες φορές αυτοί καλούνται να επιληφθούν εκ των υστέρων. Υπάρχουν οι αντικοινωνικές συμπεριφορές, οι εγκληματικές πράξεις, τα ειδεχθή εγκλήματα και υπάρχουν και οι Νόμοι. Πολύ μεγάλη συζήτηση η νομοθετική εξουσία και η λειτουργία της, ο εκσυγχρονισμός των νόμων, η επικαιροποίηση εν όψει παραβατικών συμπεριφορών που δεν έχουν καμιά σχέση με το παρελθόν και δεν μπορούν να εκδικάζονται με νόμους του περασμένου αιώνα. Ο εκσυγχρονισμός θα καταπολεμήσει και την ανομία και την ατιμωρησία. Θα καταπολεμήσει ακόμα και μια άλλη υφέρπουσα αρρώστια της κοινωνίας μας. Αυτούς που κραυγάζουν δυνατά, «να πεθάνει», «να τον αυτοκτονήσουν στο κελί του», «να τον βιάσουν και να τον κομματιάσουν». Αλήθεια σε ποια ανθρώπινα όντα αναθέτουν την ευθύνη του δήμιου, του εκτελεστή; Δεν ξέρω αν μόνο εγώ βλέπω «άρρωστες» τιμωρητικές ορέξεις πίσω από αυτές τις προτροπές από μικροφώνου σε ώρες που παρακολουθούν τηλεόραση - ΜΜΕ παιδιά μεταξύ άλλων.
Υπάρχουν και οι φωνές που μιλούν για «αμερικανιές», προβλήματα του ανεπτυγμένου κόσμου, περιττές ενδοσκοπήσεις. «Γιατί οι παλιοί δεν ασχολούνταν με αυτά, εκείνοι πως έζησαν, πως μεγάλωσαν παιδιά;» Πρώτα πρώτα το πως έζησαν οι παλιοί, σε πόσο υγιείς κοινωνίες και πως μεγάλωσαν τα παιδιά τους, το βλέπουμε τώρα που τα παιδιά τους έγιναν γονείς. Ας αφήσουμε καλύτερα την αγιογραφία του παρελθόντος. Έπειτα αν δεν αναγνωρίζουμε τις μεγάλες αλλαγές συνθηκών ζωής όπως τη διαρκή απομάκρυνση από τη φύση, την καθημερινά αυξανόμενη αγκίστρωση στον ψηφιακό κόσμο ακόμα και τον απάνθρωπο εγκλεισμό της πανδημίας, μάλλον δεν κάνουμε χρήσιμα βήματα προς την αναγνώριση του προβλήματος.
Πριν διαιωνίσουμε μια κενή περιεχομένου συζήτηση περί «αρρώστων» έχει περισσότερο νόημα να συζητήσουμε για μια κοινωνία νομικά άρρωστη, πολιτικά ασθενή κι αν όντως μας απασχολεί σοβαρά η ψυχική υγεία των συνανθρώπων μας πριν γίνουν θύτες ή θύματα ας αναρωτηθούμε: Θέλουμε να πάψει να χρησιμοποιείται η ψυχική ασθένεια ως καταφύγιο του κοινού εγκλήματος; Πόσοι έχουμε πραγματικά πρόσβαση στους επιστήμονες ψυχικής υγείας και πόσο έγκαιρα; Είναι προνόμιο μόνο των ευκατάστατων και γιατί; Μπορεί να αλλάξει αυτό άμεσα; Και τελικά μια που στην υγεία η μαγική λέξη είναι η πρόληψη έναντι της θεραπείας, γιατί να μην ισχύει το ίδιο για την ψυχική υγεία;