Έναν χρόνο και μια μέρα μετά…
Από εκείνη τη σοκαριστική είδηση που διαβάσαμε το πρωί της 1ης Φεβρουαρίου έχει περάσει ένας χρόνος και μια μέρα. Δεν θέλησα να γράψω κάτι χτες από σεβασμό σε όλες τις αξιέπαινες πρωτοβουλίες που έλαβαν χώρα, από τη Δομή Εις το Όνομα του Άλκη, από αθλητικά σωματεία, από φιλάθλους, από παιδικές αθλητικές ακαδημίες, από μαθητές.
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες προσπαθούν να απαλύνουν την τραγωδία, να φυτέψουν ένα λουλούδι στο αίμα, έχουν τις καλύτερες των προθέσεων. Στα δικά μου τα μάτια κάθε κοινωνική πρωτοβουλία, ατομική πρωτοβουλία μερικών ανθρώπων τις περισσότερες φορές, πέφτει στο κενό γιατί υπάρχει η διαρκής κρατική έλλειψη ουσιαστικής βούλησης.
Κανένας κίνδυνος δεν έχει απομακρυνθεί, καμιά απονομή δικαιοσύνης δεν είναι εγγυημένη, καμιά γενεσιουργός αιτία δεν έχει καταπολεμηθεί. Θέλετε να μιλήσουμε ειλικρινά για χάιδεμα του φανατισμού, για τη σύγκρουση συμφερόντων, για το σκοτεινό ρόλο μερίδας των ΜΜΕ ;
Αυτό που έγραψα τότε, εξακολουθώ να το υποστηρίζω με πάθος πρώτα προς τα παιδιά μου, μετά σε όλους τους νέους ανθρώπους, που συναντώ. Τα ελληνικά γήπεδα δεν είναι ασφαλή, οι περιβάλλοντες χώροι δεν είναι ασφαλείς, οι οργανωμένοι σύνδεσμοι δεν είναι ασφαλείς, οι ομάδες είναι εταιρίες με χρωματιστά κασκόλ και πάρα πάρα πολλοί βγάζουν λεφτά από τα παραπάνω.
Ναι αν το Κράτος ήθελε, θα μπορούσε, αν όχι να εκμηδενίσει τον κίνδυνο, τουλάχιστον να τον περιορίσει σημαντικά. Αν το Κράτος ήθελε… Τεράστιο Αν.
Διάβασα με πολλή χαρά το χθεσινό άρθρο του Βασίλη Σαμπράκου, ενός ανθρώπου που αντιπροσωπεύει μια μερίδα δημοσιογράφων που θέλουν να ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, την επικαιρότητά του, τις ιστορίες του, τους ήρωές του. Έγραψε πολλά πράγματα που είχα στο μυαλό μου και δεν χρειάζεται να επαναλάβω.
Από όλες τις πτυχές του προβλήματος «Βία» θα προτιμήσω να εστιάσω στα Μέσα και στους έχοντες δημόσιο λόγο. Απολύτως συνειδητά δεν τους ονομάζω δημοσιογράφους για πολλούς λόγους που θα καταλάβετε ελπίζω παρακάτω.
Μετά λοιπόν από το σοκαριστικό γεγονός της οργανωμένης δολοφονίας του αθώου Άλκη, που απλά ένα βράδυ καθόταν στα σκαλοπάτια μιας πολυκατοικίας, γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά. Πόσο όμως άλλαξε η ποιότητα του δημόσιου ποδοσφαιρικού λόγου; Τι διαφορετικό παρατηρήσατε στις δημόσιες αντιδικίες επιχειρηματιών και στελεχών, που πολύ συχνά χρησιμοποιούν τα Μέσα (τους), για να σηκώνουν τους τόνους και να «απαιτούν»; Να απαιτούν τον έλεγχο της Ομοσπονδίας, της Λίγκας, της Διαιτησίας κι όποιον άλλο έλεγχο μπορούν να εξασφαλίσουν. Απαιτούν ισονομία και το 50-50 ισχυρίζονται αλλά ας είμαστε ειλικρινείς, απαιτούν τουλάχιστον το κάτι παραπάνω από τον απέναντι.
Καθώς η παράλληλη επαγγελματική μου δραστηριότητα στον εκπαιδευτικό χώρο με έχει φέρει αρκετές φορές απέναντι σε νέους και νέες, που ονειρεύτηκαν να γίνουν αθλητικογράφοι, συχνά έκανα την ερώτηση «γιατί;»
Άλλες φορές διέκρινα την επιθυμία να γίνουν οι επόμενοι Σωτηρακόπουλοι, Σπυρόπουλοι και Τσόχοι. Άλλες φορές διέκρινα ότι θεωρούν αυτή τη δουλειά διασκεδαστική και εύκολη. Μπορεί να είναι διασκεδαστική δουλειά, δεν είναι πάντα. Μπορεί να είναι ευκολότερη από άλλες δουλειές, εύκολη δεν θα την έλεγα. Μπορεί όμως να είναι μια πολύ όμορφη επαγγελματική σταδιοδρομία, αν σου αρέσει και την κάνεις με αξιοπρέπεια πηγαίνοντας για ύπνο σε ελαφρύ μαξιλάρι με καθαρή συνείδηση.
Αξιοπρέπεια. Δύσκολη λέξη στη δημοσιογραφία, δυσκολότερη στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Η κορυφή ορίζει, αν θέλει την αξιοπρέπεια στους κόλπους της ή την αποβάλλει ως προβληματική. Γνώμη για την κορυφή του ελληνικού ποδοσφαίρου και τους κορυφαίους του, μπορούμε να έχουμε όλοι.
Αρκετά δυστυχώς παιδιά μού απάντησαν, «είμαι οπαδός της τάδε ομάδας και θέλω να γίνω ρεπόρτερ της ομάδας». Προσπάθησα πολλές φορές να διευρύνω τους ορίζοντές τους σε όλα τα αθλήματα, ανεξαρτήτως ομάδων, τις περισσότερες φορές βρήκα τοίχο. Τα παιδιά ονειρεύονταν να ταξιδέψουν με την ομάδα, στην προετοιμασία, στις αποστολές εκτός, να κάτσουν στα δημοσιογραφικά, να μπουν στα αποδυτήρια, να συμμετέχουν στις συνεντεύξεις τύπου, να «την πουν» στον αντίπαλο, να γίνουν viral στα social media, να σχολιάζουν στα αθλητικά ραδιόφωνα. Τους αναγνωρίζετε;
Αναγνωρίζετε πόσο αρνητικό είναι να σηκώνουμε τους οπαδικούς τόνους, εμείς οι επαγγελματίες των αθλητικών Μέσων; Αντιλαμβάνεστε, ότι πολλές φορές δίνουμε απλά όπλα στις φαρέτρες των φανατικών που μεγαλώνουν και πληθαίνουν γύρω μας; Παρακολουθώ space στο twitter ή τις ομαδικές συνομιλίες του γιου μου με φίλους του και τη συντριπτική πλειοψηφία του χρόνου δεν απασχολεί ένα τρομερό γκολ ή ο παικταράς, που έκανε το εξωπραγματικό στο γήπεδο. Σχολιάζουν τον πουλημένο, το μούφα πέναλτι, τη δήλωση του προπονηταρά που σας αποστόμωσε και του διοικητικού στελέχους που σας ξεφτίλισε. Και τελειώνουν, μπες να διαβάσεις εκεί τι γράφει ο τάδε και τι δείχνει το δείνα site…
Είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι θα βρεθούν αρκετοί να διαφωνήσουν, να με χαρακτηρίσουν υπερβολικό, κινδυνολόγο κλπ. Σίγουρα θα διαβάσω και τα «ασχολήσου με την Αρβύλα κι άσε την μπάλα ρε μυρωδιά» κι άλλα τέτοια. Αφήστε λοιπόν εμένα κι ανακαλύψτε τους Σαμπράκους, αυτούς που ασχολούνται μια ζωή με μπάλα. Αλλά ασχολούνται με τον τρόπο του πιτσιρικά που μεγάλωσε και παραμένει ερωτευμένος με αυτό που βλέπει να παίζεται κι όχι με την ισχύ που του δίνει η ένταξη στην αγέλη. Κι όπως υπάρχει η αγέλη στην κερκίδα, υπάρχει και ψηφιακή αγέλη στα Μέσα, που οπλίζει μια άλλη αγέλη πολύ επικίνδυνη, που χαρτζιλικωμένη ή όχι μπουκάρει σε αυτοκίνητα και σκορπίζει τρόμο και θάνατο στις γειτονιές.
Υ.Γ. Ναι, στο πλαίσιο του επαγγελματικού αθλητισμού και του Τύπου ζητούμενο είναι και το κέρδος. Πόσα κέρδη είναι αρκετά; Δεν μπορεί να θέλεις να καταβροχθίσεις όλη την πίτα. Αν αφήνεις πίσω σου νεκρό, δεν ονομάζεται κέρδος, ηθική αυτουργία σε δολοφονία λέγεται.