Ο φόβος της λήθης μετά την οργή
Ήταν ένα Σαββατοκύριακο γεμάτο αγωνιστική δραστηριότητα. Με σημαντικές επιτυχίες ομάδων, αθλητών και προπονητών σε ομαδικό και ατομικό επίπεδο, εντός και εκτός συνόρων. Με θέαμα, ανατροπές, εκπλήξεις και «ακραία» αποτελέσματα. Στον στίβο, στο βόλεϊ, στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ. Ήταν ένα Σαββατοκύριακο το οποίο πιθανότατα θα αφορούσε πολλούς από τους 57 δολοφονημένους συμπατριώτες μας στα Τέμπη. Που θα είχαν να το συζητάνε σήμερα το πρωί πηγαίνοντας στη σχολή ή τη δουλειά τους. Χθες το βράδυ πίνοντας μια μπύρα.
Μπορεί να πείτε ότι πουλάω συγκίνηση επανερχόμενος σε αυτό το θέμα. Ό,τι θέλει ο καθένας λέει πλέον (προφανώς κι εγώ). Απλά αν ήθελα να σας πείσω για κάτι, θα ήμουν ο (επανεμφανιζόμενος μετά το τριήμερο- προτεινόμενης- εθνικής σιωπής) Άδωνης Γεωργιάδης και θα γινόμουν ειδικός και στην τηλεδιοίκηση σιδηροδρόμων. Μακριά από εμένα τόση «υπεργνώση»… εντιμότητα και ανθρωπιά. Ας μείνω στον φτωχό, άσχετο εαυτό μου. Δεν πουλάω συγκίνηση λοιπόν. Είναι όμως καρφωμένη στην ψυχή μου σαν μια κοτρώνα που δεν φεύγει από εκεί. Αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα. Εγώ έχω τους δικούς μου ανθρώπους τριγύρω μου και μπορώ να χαίρομαι γι αυτό. Άλλοι δεν έχουν πια αυτή την ευλογία.
Η αθλητική δραστηριότητα του τριημέρου, θα μπορούσε να μην είχε υπάρξει. Είναι ζήτημα τόσο τεχνοκρατικό, όσο και αντίληψης αυτών που το αποφάσισαν. Είπαμε όμως… «δεν βγαίνουν οι ημερομηνίες», «η ζωή συνεχίζεται» κ.λ.π. Παρ΄όλα είδα πράξεις και άκουσα λόγια που με έκαναν να νιώσω ότι δεν είμαι μόνος μου, ούτε στην πίκρα, ούτε στην οργή, ούτε στην ελπίδα. Αλλά κυρίως στην ανάγκη να γίνει κάτι χειροπιαστό, η οργή μας για τον χαμό των παιδιών και των εργαζομένων στα Τέμπη. Να μη σβήσει η μνήμη τους τυλιγμένη σε λόγια και υποσχέσεις κομματικής ανάγκης. Ο Παπανικολάου, ο Μαυροκεφαλίδης, όσοι αθλητές και προπονητές ειλικρινά και με πόνο στάθηκαν στην ουσία του πράγματος και οι οπαδοί που έντυσαν τα γήπεδα με την άποψή τους, έφτιαξαν ένα μείγμα σχετικής αισιοδοξίας και μέσα από τη συμπεριφορά του αθλητικού κόσμου. Δεν αρκούσαν τρείς (σε ανθρώπινο επίπεδο) ανεπαρκείς διαιτητές μπάσκετ στη Νίκαια (τόσο γραφικοί όσο αυτοί που τους είχαν δώσει την εντολή και μετά κρύφτηκαν) να χαλάσουν την εικόνα.
Και αν κάτι μου έκανε εντύπωση στην έκφραση της «φωνής» των οπαδών στα πανό τους ήταν ότι δεν έβρισαν, δεν χυδαιολόγησαν. Είπαν, «δήλωσαν», ρώτησαν, ότι έπρεπε. Μια αχτίδα αισιοδοξίας όταν το πάνω χέρι παίρνουν αυτοί που σκέφτονται και όχι αυτοί που θεωρούν ότι ανήκουν σε μια αγέλη λύκων. Δεν θα αλλάξουν τα πράγματα ξαφνικά. Το ξέρω. Θα υπάρχουν πάντα (και) οι δολοφόνοι του Άλκη και αυτοί οι…συμπολεμιστές τους που θα πηγαίνουν έξω από τη φυλακή να τους εκφράσουν τον ερωτά τους. Θα υπάρχουν και όσοι χυδαιολογούν στην εξέδρα. Αλλά, ευτυχώς, είδαμε πως δεν υπάρχει μόνο η σαπίλα. Ακούγονται φωνές που τις νιώθεις δίπλα σου. Και αυτό, σε μια περίοδο όπου η διαφθορά, η ανεπάρκεια, η αναξιοκρατία και η… «μούφα» κυριαρχούν, κάπως σώζει την ψυχή μας.
Μετά από τέτοια γεγονότα έχω τον ίδιο φόβο (που επιβεβαιώνεται) και την ίδια πίκρα. Ότι στο επόμενο βήμα, όταν ο πόνος και ο οργή (ημών των πολλών και όχι των συγγενών) καταλαγιάζουν, τίποτα δεν θα αλλάξει και πάλι. Την προηγούμενη εβδομάδα σκεφτόμουν με φόβο την επανεμφάνιση στα ΜΜΕ των πολιτικών που κρύφτηκαν αλλά (νομοτελειακά) θα έβγαιναν να προσπαθώντας αλλάξουν την εικόνα και να βιάσουν την αλήθεια. Άρχισε να συμβαίνει, με το ξημέρωμα αυτής της εβδομάδας. Προηγήθηκαν οι γνωστοί κυνικοί και αναίσθητοι δημοσιογράφοι -«λοχαγοί» στα κανάλια, ακολούθησαν τα ΜΑΤ τα οποία, αντί για τα γήπεδα, αυτό το ΣΚ έριχναν χημικά σε οικογένειες στο Σύνταγμα και ήρθε η σειρά των μικρών Γκέμπελς της πολιτικής μας σκηνής. Οπότε και οι φόβοι έγιναν αλήθεια με μαθηματική ακρίβεια.
Η εύκολη λύση είναι, όλα όσα αναφέρω παραπάνω, να χαρακτηριστούν «αντιπολιτευτικά» και «κομματικά». Δεν κουραστήκατε πραγματικά να μετράμε τη ζωή μας με τέτοιους όρους; Να αναρωτιόμαστε αν θα παραμείνει αναμμένη και για πόσο η φλόγα της οργής ώστε να πιεστούν οι αρμόδιοι να κάνουν τη δουλειά τους; Δεν είναι εφιαλτικό να σκέφτεσαι «δεν θα ανέβει ξανά κανένας σε τρένο» γιατί ουδείς γνωρίζει πότε θα λυθούν όλα τα ζητήματα που οδήγησαν στη μαζική δολοφονία; Δεν είναι εντυπωσιακό ότι δεν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ο Πρωθυπουργός μιας χώρας (ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΠΟΙΑΝΟΥ ΚΟΜΜΜΑΤΟΣ!!!) να στέλνει επιστολή στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να του ζητάει να κάνει άμεσα στη δουλειά του, όταν σε ένα κανονικό κράτος αυτό πρέπει να λογίζεται ως όνειδος και όχι ως ουσιώδης και κομβική παρέμβαση;
Ασφαλώς και θα επανέλθουμε πάλι στα γνωστά. Στα πλέι οφ της Super League, την Euroleague, την 7άρα της Λίβερπουλ, το Champions League και ότι άλλο είναι η βασική μας ενασχόληση. Ούτως ή άλλως όλα τα κείμενα αυτών ημερών αφορούν το ρόλο και τις σκέψεις μου ως πολίτη, αλλά και την υποχρέωση του δημοσιογράφου να καταγράψει (και όχι διαγράψει ή παραχαράξει) αυτά που σκέφτεται πάνω σε ότι συμβαίνει. Η ζωή προχωράει και οφείλουμε να φτιάξουμε το πλαίσιο για να είναι καλύτερη και προστατευμένη από τη δολοφονική (διαχρονική) αμέλεια.
Για το φινάλε ένα απόσπασμα από του άρθρο με τίτλο: «Περί ευθύνης» του Άρη Αλεξανδρή στην «Καθημερινή»: «Στον καιρό της αυτοματοποίησης των πάντων και των έξυπνων εφαρμογών που καλύπτουν κάθε ανθρώπινη ανάγκη, η σύγκρουση δύο τρένων υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι συγγνωστό ατύχημα, ούτε σκοτεινή συνωμοσία, αλλά μια εγκληματικά μπουφόνικη πολιτισμική ανάκρουση. Η Μάνδρα, το Μάτι, τα Τέμπη είναι πάνω απ’ όλα συμβολισμοί κακής εργασιακής ηθικής, ανικανότητας, πολιτικής ολιγωρίας και προβληματικής κοινωνικής συνείδησης: το κακό επήλθε επειδή οι επιφορτισμένοι με το καθήκον αποτροπής του έχουν προαποφασίσει ότι δεν χρειάζεται να κάνουν τη δουλειά τους σωστά κι ότι η απροθυμία τους είναι μάλιστα θεμιτή. Πάντα κάποιος άλλος φταίει πιο πολύ, πιο πολιτικά, πιο τεχνικά, πιο πειστικά. Ετσι, σιγά σιγά ευθύνονται πολλοί για πολλά, κι όμως φαίνεται σαν να μη φταίει κανείς για τίποτα. Και τα χρόνια περνούν, σκεπάζοντας τη μνήμη με τη σκόνη της συλλογικής αμέλειας (...)
(...) Η ευθύνη μπορεί να έχει πολλά πλοκάμια, αλλά έχει και αρκετά κεφάλια· και τα κεφάλια έχουν πρόσωπα και ταυτότητες. Το γεγονός ότι οι Ελληνες αξιωματούχοι τείνουν να βδελύσσονται την προοπτική μιας παραίτησης δεν σημαίνει ότι, όταν συμβαίνει, η παραίτηση είναι πράξη μεγαλειώδης· στοιχειώδης είναι. Η αναζήτηση της ευθύνης δεν εξαντλείται στην παραίτηση. Εκεί είναι που ξεκινάει».
Ας κρατήσουμε αυτό για τη «συλλογική αμέλεια». Γιατί όταν μας τελειώσουν η οργή και τα μπινελίκια στα social media θα κληθούμε σε ένα δύο-μήνες να αποδείξουμε τι μάθαμε από τα (συνεχή) τραγικά διδάγματα.