Ράτκο Μλάντιτς: Ο πιο αδίστακτος άνθρωπος μετά τον Χίτλερ (vids & pics)

Gazzetta team
Ράτκο Μλάντιτς: Ο πιο αδίστακτος άνθρωπος μετά τον Χίτλερ (vids & pics)
Χαιρέτησε τις οικογένειες και τους επιζώντες στο δικαστήριο της Χάγης από την άλλη πλευρά του αλεξίσφαιρου γυαλιού με ένα σαρκαστικό αργό χειροκρότημα, ψιθυρίζοντας μπράβο, θέλοντας να τους δείξει πως η «νίκη» τους είναι μια προσωρινή οπισθοδρόμηση, που σύντομα θα αντιστραφεί.

Κι όταν η εξαγριωμένη μητέρα ενός από τους 8.000 άντρες και νεαρά αγόρια που σκοτώθηκαν το 1995 στη Σρεμπρένιτσα, μη μπορώντας να συγκρατήσει τον θυμό της έκανε μια κίνηση με το χέρι δείχνοντας την περιφρόνηση της, εκείνος έβαλε ένα δάχτυλο το λαιμό τραβώντας το αργά από την μία άκρη στην άλλη. Υπενθυμίζοντας της πως έτσι σκότωσε το παιδί της.

Οι παρευρισκόμενοι στο παλιό ολλανδικό κτήριο, όπου το δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα πολέμου ασκεί τις δραστηριότητές του, πάγωσαν. Ακόμη και μια φαινομενικά κενή χειρονομία είχε τη δύναμη να σοκάρει όταν προέρχεται από τον άνθρωπο που αντιμετωπίζει 11 κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, μεταξύ των οποίων και δύο κατηγορίες γενοκτονίας.

Και μπορεί ο Ράτκο Μλάντιτς να απαλλάχθηκε από την κατηγορία της μίας γενοκτονίας, αλλά βρέθηκε ένοχος όλων των άλλων κατηγοριών. Κατηγορίες που αφορούσαν τις επιχειρήσεις «εθνοκάθαρσης» στη Βοσνία, τις επιθέσεις εναντίον πολιορκημένων αμάχων στο Σαράγιεβο, τη σφαγή μουσουλμάνων ανδρών και αγοριών στη Σρεμπρένιτσα και την κράτηση ομήρων από το προσωπικό του ΟΗΕ σε μια προσπάθεια αποτροπής των αεροπορικών επιθέσεων του ΝΑΤΟ.

 

Ο 74χρονος πρώην στρατηγός βρέθηκε ένοχος και θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του στη φυλακή.


Φυλακισμένοι στρατοπέδου στη Βοσνία

Χαρακτηρίζεται από πολλούς ως «ο πιο αδίστακτος άνθρωπος που γνώρισε η Ευρώπη μετά τον Χίτλερ». Δίκαια, με βάση τα εγκλήματα για τα οποία δικάστηκε και καταδικάστηκε.

Γεννήθηκε στα βουνά νοτιοανατολικά του Σεράγεβο. Ο πατέρας του, Νεντζα, σκοτώθηκε το 1945, όταν ο Μλάντιτς ήταν μόλις δύο ετών, σε μια μάχη με τις δυνάμεις του υποστηριζόμενου από τους Ναζί, Ουστασά. Η μητέρα του έμεινε μόνη να μεγαλώσει τρία παιδιά.

Η ζωή δεν ήταν εύκολη και ο Μλάντιτς κατατάχθηκε σύντομα στον στρατό, πηγαίνοντας στο σχολείο αξιωματικών του γιουγκοσλαβικού στρατού στη ΦΥΡΟΜ και το Κοσσυφοπέδιο.

Μέχρι τη στιγμή που η χώρα διαλύθηκε το 1991, ο Μλάντιτς είχε γίνει συνταγματάρχης και εστάλη για να πολεμήσει για τον γιουγκοσλαβικό στρατό εναντίον των κροατικών αποσχιστικών δυνάμεων.

Σύντομα η φήμη του εξαπλώθηκε. Το θάρρος που επιδείκνυε συνόρευε συχνά με την απερισκεψία, αφού συνήθιζε να ηγείται ο ίδιος τις ριψοκίνδυνες αποστολές. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Βοσνία το επόμενο έτος, ο Μλάντιτς και οι συνάδελφοί του Σερβοβόσνιοι αξιωματικοί άλλαξαν στολές και διακριτικά και δήλωσαν επίσημα την αφοσίωση τους από τη Γιουγκοσλαβία στη αποσχισθείσα Δημοκρατία Σέρπσκα. Αλλά η αποστολή και ο τελικός ηγέτης παρέμειναν ίδια: Η κατάκτηση εδάφους για τους Σέρβους υπό την διοίκηση του Πρόεδρου Μιλόσεβιτς στο Βελιγράδι.

Ως νέος στρατηγός, ο Μλάντιτς βοήθησε στον αποκλεισμό και τον βομβαρδισμό των πρώην γειτόνων του στο Σεράγεβο το Μάιο του 1992, αρχίζοντας τη μακρύτερη πολιορκία πόλης στην ιστορία των σύγχρονων πόλεμων. Τρεισήμισι χρόνια αργότερα, 10.000 από τους κατοίκους της πόλης ήταν νεκροί. Εκείνος βρισκόταν πάντα στο πλευρό του Ράντοβαν Κάραζιτς, που ως επικεφαλής του Σερβοβόσνιου στρατού, προκάλεσε μια άγρια ​​εκστρατεία για την εγκαθίδρυση μιας εθνικά καθαρής Δημοκρατίας Σέρπσκα.

Ο θάνατος που άλλαξε τα πάντα

Ο στρατηγός Μλάντιτς ωστόσο ποτέ δεν ήταν τόσο απασχολημένος με τον πόλεμο ώστε να μην πάρει άδεια το Σαββατοκύριακο για να παίξει επιτραπέζια παιχνίδια και να χαλαρώσει με τη σύζυγό και τα δύο παιδιά του, τον Ντάρκο και την Άννα, τους οποίους κρατούσε ασφαλείς στο Βελιγράδι.

Σε αυτές τις νύχτες παιχνιδιών, δεν επέτρεπε σε κανέναν να μιλήσει για την πολιτική ή τον πόλεμο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον πόλεμο να δημιουργήσει συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια του. Η Άννα ήταν 22 ετών και είχε ερωτευτεί έναν νεαρό γιατρό - έναν ακτιβιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πίστευε ότι ο Μλάντιτς ήταν εγκληματίας πολέμου. Θα παντρευόταν την Άννα μόνο αν αποκηρύσσε τον πατέρα της. Εκείνη δεν μπόρεσε όμως να το κάνει, όπως δεν μπόρεσε και να παραιτηθεί από τα όνειρα της αγάπης και του γάμου. Έτσι πήρε το αγαπημένο πιστόλι του πατέρα της μετά από μια νύχτα επιτραπέζιων παιχνιδιών τον Φεβρουάριο του 1994 και αυτοκτόνησε.

Ο Μλάντιτς δεν μπόρεσε να δεχτεί την αυτοκτονία της κόρης του. Βρήκε παρηγοριά δημιουργώντας θεωρίες συνωμοσίας που έριχναν την ευθύνη για τον θάνατο της στους εχθρούς του. Ήταν μια πεποίθηση που πήρε από πάνω του το βάρος της ενοχής και έγινε μια δεξαμενή μίσους προς τους μη Σέρβους.


Με τη σύζυγο του και την κόρη του, Άννα

Οι φρικαλεότητες που διεπράχθησαν από στρατεύματα, υπό την άμεση εντολή του Μλάντιτς κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, συγκλονίζουν. Το κατηγορητήριο που παρουσιάστηκε στην Χάγη περιελάμβανε μαζικές δολοφονίες, βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς και βιασμούς, στα στρατόπεδα στην Ομάρσκα, το Τρνοπολιέ και το Κέρετεμ στη βορειοδυτική Βοσνία. Στα ανατολικά, στο Βίσεγκραντ, πολίτες - συμπεριλαμβανομένων και μωρών - κλείστηκαν ζωντανοί σε σπίτια στα οποία οι στρατιώτες έβαλαν φωτιά, ή μεταφέρθηκαν κάτω σε μια γέφυρα για να πυροβοληθούν ή να τεμαχιστούν σε κομμάτια, τα οποία πετάχτηκαν στον ποταμό Drina. Στη συνέχεια υπήρξε η καθολική κατεδάφιση αμέτρητων πόλεων και χωριών και ο «καθαρισμός» όλων των μη Σέρβων, με θάνατο ή απέλαση. Του καταλογίζεται η καταστροφή τζαμιών και καθολικών εκκλησιών. Η συγκέντρωση γυναικών και κοριτσιών σε καταυλισμούς όπου βιάζονταν όλο το βράδυ. Κάθε βράδυ.

Στα έξι χρόνια κράτησής του στο παραθαλάσσιο προάστιο της Χάγης, το Scheveningen, και μέσα σε περισσότερες από 500 ημέρες που πέρασε στο διεθνές ποινικό δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, ο Μλάντιτς παρουσίαζε τον εαυτό του ως θύμα ξένων συνωμοσιών που είχαν στόχο να καταστρέψουν τους Σέρβους. Αυτή η πεποίθηση άλλωστε αποτέλεσε το καύσιμο για τη σκληρότητα του.

Ο ίδιος είχε μιλήσει επανειλημμένα για την εκστρατεία «εθνοκάθαρσης» στη Βοσνία, στοχεύοντας κυρίως στους μουσουλμάνους Βόσνιους, μιλώντας για εκδίκηση προς την οθωμανική αυτοκρατορία. Τον Ιούλιο του 1995, όταν πήγε με τους στρατιώτες του στη Σρεμπρένιτσα, που υποτίθεται ότι ήταν ένα «ασφαλές καταφύγιο» υπό την προστασία των Ηνωμένων Εθνών, χαρακτήρισε τη «νίκη» του ως εκδίκηση για μια αρχαία σφαγή Σέρβων από τα χέρια «των Τούρκων». Εκτελέστηκαν περισσότεροι από 7.000 Βόσνιοι. Άντρες και έφηβα αγόρια.

Η δίκη του Μλάντιτς στη Χάγη ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2011. Ωστόσο, ένας δικαστής του Βελιγραδίου, έκανε δεχτό το τελευταίο αίτημα του ηττημένου στρατηγού στο σερβικό έδαφος, που ήταν να επισκεφτεί τον τάφο της κόρης του, Άννας, που είχε σκοτωθεί επτά χρόνια νωρίτερα με το αγαπημένο του πιστόλι.

Δόθηκαν 45 λεπτά στον Μλάντιτς και τα πέρασε όλα, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, δίπλα στον τάφο. Οι άντρες που τον συνόδευαν απομακρύνθηκαν σε μια σεβαστή απόσταση, σχηματίζοντας έναν κύκλο γύρω του. «Μπορούσαμε να δούμε τα χείλη του να κινούνται», είπε ένας από αυτούς «Μιλούσε μαζί της».

«Δεν θα γίνω ποτέ Σινάτρα»

Ο Μλάντιτς ήταν ένας σκληρός άνθρωπος και είναι δεδομένο πως ο χαμός της νεαρής του κόρης τον έκανε ακόμα σκληρότερο. Αυτό δεν σημαίνει πως για κάποιους δεν υπήρξε και δεν αντιμετωπίζεται ακόμη και σήμερα ως «εθνικός ήρωας». Το πορτρέτο του κοσμεί μπαρ και τοίχους γραφείων στη Βοσνία και τη Σερβία, το όνομά του τραγουδιέται σε ποδοσφαιρικούς αγώνες. Χιλιάδες βιντεάκια στο You Tube τον αποθεώνουν.

Ιδιαίτερα συμπαθής άλλωστε υπήρξε και στην Ελλάδα. Όχι επίσημα. Αλλά στον λαό περνούσε το μήνυμα: Ο ορθόδοξος Σέρβος «αδελφός» εκδικούταν και για τα 400 χρόνια σκλαβιάς από τους Τούρκους.

«Είμαι σούπερ στρατηγός», έλεγε κάποτε. «Εάν ήμουν χειρούργος, θα ήμουν ένας υπερ-χειρουργός. Εάν είχα την ιδιότητα του δικηγόρου, θα ήμουν υπερ-δικηγόρος, αλλά ποτέ δεν θα ήμουν ένας Φρανκ Σινάτρα γιατί δεν διαθέτω μια σούπερ φωνή».

Η δίκη στη Χάγη, η οποία διήρκεσε 530 ημέρες, είναι αναμφισβήτητα η πιο σημαντική υπόθεση εγκλημάτων πολέμου στην Ευρώπη μετά τις δίκες της Νυρεμβέργης, εν μέρει λόγω της κλίμακας των σχετικών θηριωδιών. Σχεδόν 600 άτομα κατέθεσαν για τη δίωξη και την υπεράσπιση, συμπεριλαμβανομένων των επιζώντων της σύγκρουσης.

Διαβάζοντας τις ετυμηγορίες, ο δικαστής Alphons Orie δήλωσε ότι τα εγκλήματα του Μλάντιτς «κατατάσσονται μεταξύ των πιο φρικιαστικών στην ανθρωπότητα και περιλαμβάνουν γενοκτονία και εξόντωση».

Συγγενείς των θυμάτων πήγαν στην Ολλανδία για να παρευρεθούν στην δίκη, αποφασισμένοι να δουν να αποδίδεται δικαιοσύνη. Να δουν την καταδίκη ενός προσώπου «κλειδί» σε έναν πόλεμο, όπου σκοτώθηκαν περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι.

«Όταν τον κοιτάω σήμερα, βλέπω τον άνθρωπο που είδα τότε, το 1995. Ήμουν ένα μέτρο μακριά από αυτόν», θυμάται μια από τις γυναίκες που έχασε τον γιο της.

«Ήταν εκεί με τα μανίκια ανασηκωμένα και μας έλεγε ότι όλα ήταν εντάξει. Έδωσε σοκολάτα στα παιδιά και είπε ότι έπρεπε απλώς να κρατήσει μερικούς από τους άνδρες για μια ανταλλαγή κρατουμένων, αλλά ότι όλοι θα ήταν μαζί μας ξανά σύντομα. Και στη συνέχεια τους σκότωσε όλους».

Πηγή: reader.gr