«Βράζει» η Αυστραλία στην 3η θερμότερη χρονιά στην ιστορία της

Gazzetta team
«Βράζει» η Αυστραλία στην 3η θερμότερη χρονιά στην ιστορία της
Οι επτά από τις δέκα πιο ζεστές χρονιές σημειώθηκαν μετά το 2005 και μάλιστα μόνο το 2011 η Αυστραλία είχε σε γενικές γραμμές μια δροσερή χρονιά.

To 2017 ήταν η τρίτη πιο ζεστή χρονιά που έχει καταγραφεί στην ιστορία της Αυστραλίας.

Ήδη οι συνέπειες του πρωτοφανούς καύσωνα των τελευταίων μηνών έχουν γίνει αισθητές, τόσο στο ζωικό βασίλειο με χιλιάδες νυχτερίδες να πεθαίνουν μαζικά από αφυδάτωση, όσο και στις υποδομές της χώρας, καθώς σε μερικά σημεία του οδικού δικτύου έλιωσε η άσφαλτος από τις υψηλότατες θερμοκρασίες, που άγγιξαν τους 47 βαθμούς Κελσίου.

Οι επτά από τις δέκα πιο ζεστές χρονιές σημειώθηκαν μετά το 2005 και μάλιστα μόνο το 2011 η Αυστραλία είχε σε γενικές γραμμές μια δροσερή χρονιά.

«Παρά την απουσία του Ελ Νίνιο, που συνδέεται με τις πιο ζεστές χρονιές μας, το 2017 χαρακτηρίστηκε από υψηλές θερμοκρασίες», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Καρλ Μπραγκάνζα, επικεφαλής του τμήματος παρατήρησης του κλίματος στο Μετεωρολογικό Γραφείο της Αυστραλίας.

 

«Οι θερμοκρασίες την ημέρα όπως και τη νύχτα ήταν υψηλότερες από τον μέσο όρο, ιδιαίτερα οι μέγιστες θερμοκρασίες, οι οποίες ήταν οι υψηλότερες που έχουν καταγραφεί ποτέ», σημειώνει ο ίδιος.

Οι πολιτείες της Νέας Νότιας Ουαλίας και της Κουίνσλαντ στο ανατολικό τμήμα της χώρας ήταν αυτές που επλήγησαν περισσότερο, καθώς το 2017 ήταν η πιο ζεστή χρονιά που έζησαν.

Παράλληλα, οι ωκεανοί γύρω από την Αυστραλία γνώρισαν θερμοκρασίες «πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο».

Η αύξηση αυτή της θερμοκρασίας του ύδατος προκάλεσε σοβαρά επεισόδια λεύκανσης στον Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο, Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Σύμφωνα με το Μετεωρολογικό Γραφείο της Αυστραλίας, η ετήσια μέση θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά 1,1 βαθμό Κελσίου από το 1910 και η μεγαλύτερη άνοδος της θερμοκρασίας έχει σημειωθεί μετά το 1950.

Η Αυστραλία είναι μια από τις χώρες με τις μεγαλύτερες εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου ανά κεφαλή με δεδομένο τον σχετικά μικρό πληθυσμό της των 24 εκατομμυρίων κατοίκων σε σχέση με το μέγεθος των εδαφών της.