Η Γερμανία προνοεί και ήδη παραγγέλνει εμβόλια και για το 2022.
Η Γερμανία παραγγέλνει εμβόλια για το 2022 στην περίπτωση που χρειαστούν κανονικές ή ενισχυτικές δόσεις προκειμένου να παραμείνει άνοσος ο πληθυσμός έναντι των μεταλλάξεων της COVID-19, δήλωσε σήμερα ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν.
Σε ομιλία που εκφώνησε διαδικτυακά ενώπιον επαγγελματιών υγείας, ο Σπαν υπερασπίστηκε την πρόοδο που έχει καταγραφεί στην προμήθεια και χορήγηση των εμβολίων, λέγοντας πως 2,3 εκατομμύρια Γερμανοί εκ των συνολικά 83 εκατομμυρίων έχουν ήδη λάβει μία δόση.
«Τώρα παραγγέλνουμε επιπλέον εμβόλια για το 2022, για να έχουμε τουλάχιστον μερικά στη διάθεσή μας», είπε ο Σπαν.
«Κανείς δεν ξέρει εάν θα χρειαστούμε μια ενισχυτική δόση… Με τις δυνατότητες παραγωγής να έχουν τώρα διευρυνθεί, θα παραγγείλουμε εμβόλια προληπτικά. Εάν δεν τα χρειαστούμε, καλώς, όμως, εάν τα χρειαστούμε θα είναι διαθέσιμα».
Την ίδια ώρα, η γερμανική κυβέρνηση δεν θέλει να δώσει προτεραιότητα στους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών για να έχουν πρόσβαση στο εμβόλιο κατά της Covid-19 της AstraZeneca, υιοθετώντας τη γνώμη των ειδικών της που εκφράζουν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητά του για αυτές τις ηλικίες, είπε ο Γενς Σπαν.
«Θα πρέπει τώρα να επανεξετάσουμε τη σειρά των εμβολιασμών», λόγω των «ηλικιακών περιορισμών του εμβολίου AstraZeneca», επισήμανε ο Γερμανός υπουργός Υγείας.
Έπειτα από μια πρώτη γνώμη την Πέμπτη, η γερμανική αρχή εμβολιασμών επανέλαβε χθες τη σύστασή της να μην επιτραπεί το εμβόλιο της AstraZeneca για τα άτομα 65 ετών και άνω.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι «δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να αποφασίσουν για την αποτελεσματικότητα» του εμβολίου στους ηλικιωμένους.
Η γνώμη των Γερμανών ειδικών έρχεται σε αντίθεση με εκείνη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, που ενέκρινε χθες τη χρήση στην ΕΕ για τους πολίτες άνω των 18 ετών, χωρίς ηλικιακό όριο.
Ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν επιβεβαίωσε πως θέλει «να εφαρμόσει» την απόφαση των Γερμανών ειδικών.
Το εμβόλιο του βρετανικού εργαστηρίου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά προτεραιότητα στον εμβολιασμό των νεότερων πολιτών και κυρίως του «νοσηλευτικού προσωπικού», συμπλήρωσε.