Τώρα που τα παράθυρα έγιναν καθρέφτες
Το πιο τρομακτικό απ’ όλα όσα συνειδητοποιούμε τον τελευταίο καιρό είναι το πόσοι πολλοί άνθρωποι διέλυαν τις ζωές των άλλων κατά συρροή, πιστεύοντας ότι κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να μιλήσει. Ήταν βέβαιοι ότι θα κλείσουν το στόμα του θύματος που πάει να ψελλίσει κάτι με τόση βιαιότητα, θα του ενσταλάξουν - από την αρχή - μέσα του τόσο φόβο που θα μείνει για πάντα σιωπηλό.
Λόγω των άγραφων κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν μέχρι πρότινος, το θύμα πριν μοιραστεί την ιστορία του θα «παγώσει», όπως τη στιγμή της επίθεσης – χαρακτηριστική αντίδραση, σύμφωνα με τους ειδικούς - και θα καταπνίξει την απόγνωση και τον θυμό του, για να συνεχίσει να ζει.
Οι θύτες από την άλλη φαίνεται να πίστευαν βαθιά ότι η κοινωνική ισχύς, η αποδοχή του κόσμου, το «κληρονομικό δικαίωμα», ένα πλέγμα γνωριμιών που φροντίζει πριν από σας για σας και ο φόβος - των άλλων - για τις συνέπειες, τους έδινε το ελεύθερο να ποδοπατούν ζωές και νόμους.
Η νέμεσις για τους ανθρώπους αυτούς – για τους λίγους που θα τιμωρηθούν στο τέλος - άργησε εγκληματικά πολύ να έρθει. Και γι’ αυτή την εγκληματική αργοπορία μονάδα μέτρησης δεν είναι ο χρόνος αλλά τα θύματα.
Βγαίνουν γείτονες του Δημήτρη Λιγνάδη, άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου και λένε «εγώ ήξερα, πολλοί το ξέραμε». Μάλλον δεν συνειδητοποιούν τι λένε, μακάρι δηλαδή. Πώς βλέπεις ανήλικα παιδιά να μπαινοβγαίνουν όλες τις ώρες στο σπίτι ενός άνδρα και γυρίζεις το κεφάλι απ’ την άλλη; Γιατί δεν έκαναν έστω μια ανώνυμη καταγγελία στην αστυνομία; Κι ας μην οδηγούσε πουθενά. Τα βράδια θα κοιμόνταν λίγο καλύτερα. Ο φόβος όμως μεταδίδεται σαν ιός.
Όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης. Όλοι σταθήκαμε λίγοι. Όλοι, εκτός από τα θύματα. Οι δημοσιογράφοι σίγουρα απογοητεύσαμε για άλλη μια φορά τους πολίτες. Η υπόθεση Γουάινστιν στην Αμερική ήρθε στο φως μετά από έρευνα χρόνων τριών δημοσιογράφων που συγκέντρωσαν μαρτυρίες πολλών γυναικών και τις δημοσίευσαν συντονισμένα.
Στην Ελλάδα, η παραβατική σεξουαλική συμπεριφορά ορισμένων γνωστών ανθρώπων ήταν κοινό μυστικό. Αντί να περιοριζόμαστε στις «καλογυαλισμένες» συνεντεύξεις δεν θα έπρεπε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατό για να συγκεντρώσουμε μαρτυρίες και να βοηθήσουμε τα θύματα να βγουν μπροστά; Τουλάχιστον, για τα μέσα που ασχολούνται με την έρευνα, αυτό σίγουρα λογίζεται ως αποτυχία.
Φυσικά, φταίει και η έλλειψη πόρων, το νομικό πλαίσιο που δένει τα χέρια των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ με ένα απλό εξώδικο, αλλά δεν είναι εκεί το ζήτημα. Την περίοδο των social media και των κλειστών γκρουπ στο Facebook που θύματα κακοποιητικής συμπεριφοράς μοιράζονται σε ασφαλές πλαίσιο τις ιστορίες τους, όποιος θέλει να κάνει έρευνα, κάνει. Και οι περισσότεροι από εμάς δεν έκαναν, για τον οποιοδήποτε λόγο. Το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Αντίθετα, τώρα τρέχουμε πίσω από τα social media και δημοσιεύουμε καταγγελίες από «δεύτερο χέρι».
Οι αισιόδοξοι πιστεύουμε ότι αυτό που ζούμε τώρα είναι τέλος εποχής. Πέρα από τις μεμονωμένες περιπτώσεις, ήρθαν στο φως οι μηχανισμοί επιβολής και κυριαρχίας στον λιγότερο ισχυρό και οι μέθοδοι διαιώνισης της σιωπής. Κι αυτό δεν αλλάζει.
Τώρα είναι η στιγμή που μεταβάλλονται, μπροστά στα μάτια μας, τα κοινωνικά ήθη και οι τρόποι που σχετίζονται τα δύο φύλα, αλλά και αυτός που έχει την οποιασδήποτε μορφής εξουσία και ο αδύναμος, σε όλες τις εκφάνσεις ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Ο κόσμος που ένας επιβιώσας σεξουαλικής κακοποίησης, όπως ο Δημήτρης Μοθωναίος, «κουβαλάει πάνω του την ενοχή όλων των ανθρώπων» και την ίδια στιγμή οι θύτες νιώθουν αθώοι, πρέπει να «πεθάνει».
Ο σπουδαίος συγγραφέας Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ γράφει στο “The Gift”:
«Στο σπίτι μας τα παραθύρια έχουν αντικατασταθεί από καθρέφτες», περιγράφοντας το αδιέξοδο. Βρήκαμε τοίχο, λοιπόν. Ως κοινωνία, δεν μπορούμε να αποφύγουμε πια τον καθρέφτη. Ήρθε η στιγμή να πάρουμε όλοι θέση για το είδος της κοινωνίας που θέλουμε να ζούμε.