Η ωμή βία και το φινάλε της…

Μιχάλης Τσόχος Μιχάλης Τσόχος
Η ωμή βία και το φινάλε της…
Ο Μιχάλης Τσόχος γράφει για την ανατριχιαστική πράξη αντίδρασης ενός πολίτη σε ένα περιστατικό αστυνομικής βίας και αναρωτιέται που θα μας οδηγήσει όλο αυτό…

Ο νεαρός πλανόδιος πωλητής φρούτων βλέπει τους δύο αστυνομικούς να έρχονται προς το μέρος του. Δεν έχει άδεια για την πραμάτεια που πουλάει. Προσπαθεί να τους γλυκάνει προσφέροντας ένα φρούτο. Με ένα νευρικό χτύπημα στο χέρι, το φρούτο φεύγει μέτρα μακριά και η φράση που ακολουθεί σε αυστηρό ύφος είναι «τι κάνεις εδώ; Έχεις άδεια…».

Η συνέχεια είναι ακόμη πιο σκληρή για τους περαστικούς που βλέπουν το περιστατικό. Ο νεαρός ικετεύει να μην τον καταστρέψουν γιατί έχει μία οικογένεια με πολλά αδέλφια που περιμένουν να τα θρέψει.

Οι αστυνομικοί προχωρούν σε άμεση κατάσχεση όλων των φρούτων και των λαχανικών και αρχίζουν να τα καταστρέφουν μαζί με τον πάγκο και παίρνουν τη ζυγαριά. Ο νεαρός σηκώνεται και ορμάει προς τη ζυγαριά «όχι τη ζυγαριά σας παρακαλώ, όχι τη ζυγαριά είναι ακριβή δεν μπορώ να πάρω άλλη…». Ο αστυνομικός, υποστηρίζει ότι αντιλαμβάνεται την κίνηση του νεαρού ως βίαιη κίνηση εναντίον του και… ανταποκρίνεται στον ρόλο του. Πρώτα τον χαστουκίζει δυνατά, μετά τον κλωτσά δύο τρεις φορές και τον πετάει στο δρόμο. Σκύβει από πάνω του και του φωνάζει «Ησυχα πουτάνας γιε, ήσυχα…»

Ο νεαρός λίγες ώρες αργότερα στέκεται έξω από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως. Οι περαστικοί αντιλαμβάνονται αμέσως την έντονη μυρωδιά της βενζίνης. Ο νεαρός ουρλιάζει. «Θέλω απλώς να μου εξηγήσετε γιατί με χτύπησαν. Γιατί δεν με σεβάστηκαν, γιατί με είπαν πουτάνας γιο, γιατί μου πήραν τη ζυγαριά…». Κανείς δεν απαντά, κανείς δεν συγκινείται. Την επόμενη φορά ο νεαρός προσθέτει στη φράση αυτή και ένα τραγικό φινάλε… «αν δεν μου απαντήσει κανείς, αν δεν μου εξηγήσετε, θα αυτοπυρποληθώ…».

 

Κανείς δεν απαντά, κανείς δεν βγαίνει από το κτίριο. Μετά από δέκα λεπτά ο νεαρός ανάβει το σπίρτο και αυτοπυρπολείται. Οι περαστικοί πέφτουν επάνω του για να τον σώσουν με ότι έχουν, αλλά ο κόπος είναι μάταιος. Ο νεαρός αφήνει την τελευταία του πνοή μερικές ημέρες αργότερα.

Αυτή είναι μία μόνο από τις πολλές ανατριχιαστικές ιστορίες αστυνομικής βίας που προκαλεί την έκρηξη, την απόγνωση ενός πολίτη. Μόνο που αυτό το περιστατικό, το οποίο είναι πέρα ως πέρα αληθινό και ιστορικό, άλλαξε τον κόσμο πριν από μερικά χρόνια. Αν θες περισσότερες λεπτομέρειες για αυτή την πολύ διδακτική και επίκαιρη όσο ποτέ ιστορία, πριν τέσσερα χρόνια, είχα γράψει εδώ στο gazzetta, ένα κείμενο με τίτλο «Ο άνδρας με το σπίρτο…».

Ο νεαρός είναι ο Μοχάμεντ Μπουαζίζι και με την πράξη του αυτή, προκάλεσε ένα ντόμινο αντιδράσεων, πρώτα στο χωριό του, μετά στην πόλη του, μετά στην χώρα του και ακολούθως σε όλο τον πλανήτη. Η δική του αντίδραση, η δική του πράξη απόγνωσης, το δικό του σπίρτο, ξεσήκωσαν εκατομμύρια ανθρώπους σε διαφορετικές χώρες, προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα εξέγερσης, το οποίο στο φινάλε του «έπνιξε» τον Μπεν Αλί, δικτάτορα της Τυνησίας για πολλά χρόνια, τον Μουμπάρακ, τον Καντάφι και προκάλεσε όλο αυτό που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως «αραβική άνοιξη»…

Την ίδια ώρα στην Ελλάδα, οι αστυνομικοί στην πλειοψηφία τους, (από αραβική άνοιξη δεν, μέχρι αραβική πίτα κι… αν), συμπεριφέρονται όλο και πιο συχνά σαν τους αστυνομικούς της ανατριχιαστικής ιστορίας που σας περιέγραψα παραπάνω.

Κάποια στιγμή αυτή η χυδαία, αναίτια, εξοργιστική και απροκάλυπτη χρήση βίας, που έτυχε και τονίζω το έτυχε για το συνάφι μου, να γίνει γνωστή στη Νέα Σμύρνη, αλλά είναι καθημερινό φαινόμενο, όπως και οι αυταρχικές συμπεριφορές του «μαμάω και δέρνω γιατί φοράω την στολή του μπάτσου…» που έχουν αρκετοί στον έλεγχο μάσκας ή εγγράφων κυκλοφορίας, θα ανάψει κάποιο άλλο σπίρτο και τότε θα καούμε όλοι μαζί.

Και αναρωτιέμαι, είναι όλοι οι αστυνομικοί έτσι; Προφανώς και όχι. Αλλά μετά αναρωτιέμαι, γιατί την επόμενη ημέρα οι αστυνομικοί δεν βγήκαν να καταγγείλουν και να καταδικάσουν το περιστατικό κι αυτούς που μετείχαν σε αυτό. Γιατί δεν «φώναξαν» ότι δεν τους εκφράζει, δεν είναι αυτή συμπεριφορά αστυνομικού.

Ακουσα έναν από τους συνδικαλιστές τους στην τηλεόραση να προσπαθεί να με πείσει ότι από αυτό που είδα στη Νέα Σμύρνη, κανένας πολίτης δεν έπαθε τίποτα, αλλά τρεις αστυνομικοί πήγαν βαριά τραυματίες στο νοσοκομείο. Φαινόταν πιο βλάκας και από το επιχείρημά του. Κάτι τέτοιοι σαν αυτόν, ή σαν αυτόν της πλατείας της Νέας Σμύρνης έχουν κάνει τον μέσο Ελληνα πολίτη να βλέπει σήμερα αστυνομικό και να έχει τις εξής αντιδράσεις.

Αρκετοί συνήθως θέλουν να ξεράσουν, τους έρχεται αναγούλα. Κάποιοι άλλοι τρομοκρατούνται κι ας μην έχουν κάνει καμία παρανομία και αλλάζουν δρόμο. Κάποιοι άλλοι, οι οποίοι έχουν διαπράξει τις μισές παρανομίες του ποινικού κώδικα, αυτομάτως όταν τον βλέπουν βάζουν το χέρι στην τσέπη. Το λάδωμα είναι η λύση. Υπάρχουν και αρκετοί που αδιαφορούν και δυστυχώς ελάχιστοι, οι οποίοι αισθάνονται ασφάλεια, όπως δηλαδή θα έπρεπε να συμβαίνει.

Και πώς να αισθάνεσαι λοιπόν σε αυτή τη χώρα ασφάλεια με τέτοιες συμπεριφορές, ή όταν η πίτσα έρχεται σπίτι σου στο μισό χρόνο από αυτήν που έρχεται το περιπολικό όταν το χρειάζεσαι.

Δεν είναι αστείο, είναι εξοργιστικό. Προφανώς και υπάρχει πολιτική ευθύνη, αλλά όπως έχω σημειώσει κι’ άλλες φορές σε κείμενα μου, από τον Μιχάλη Χρυσοχοϊδη δεν περιμένω απολύτως τίποτα διαφορετικό. Αν υπάρχει ένας άνθρωπος ανάμεσα στα 11 εκατομμύρια Ελληνες που δεν έχει δικαίωμα να ασχολείται με την πολιτική, ένας όμως, αυτός είναι ο Χρυσοχοϊδης.

Ο πολιτικός που είπε μέσα στη Βουλή «Δεν διάβασα το μνημόνιο, ήταν και μεγάλο κιόλας δεν πρόλαβα, αλλά ασφαλώς το ψήφισα…», ο πολιτικός που έγινε θέμα σε όλο τον πλανήτη ως ο ορισμός του πολιτικού απατεώνα, όχι απλώς συνεχίζει την καριέρα του, αλλά έκανε και μεταγραφή στο μεγαλύτερο κόμμα εξουσίας της χώρας και είναι Υπουργός.

Η κουβέντα σταματά εκεί, όπως και ο πολιτικός Χρυσοχοϊδης έπρεπε να έχει σταματήσει εκεί, εκείνο το βράδυ και τονίζω ξανά, όχι γιατί ψήφισε το μνημόνιο, αλλά γιατί δεν το διάβασε καν και γιατί δεν είχε ούτε την στοιχειώδη λογική, να μην καμαρώνει κιόλας που δεν το διάβασε…

Του προτείνω αυτή τη φορά να αφήσει σε κάποιον άλλον να «διαβάσει» και να καταλάβει την αγανάκτηση του κόσμου, ενός κόσμου που επί ένα χρόνο, ακούει τη φράση «κάντε δύο εβδομάδες υπομονή και τελειώσαμε…» και έχουμε ξεπεράσει τις 52 εβδομάδες και τώρα τρώει και ξύλο γιατί κάθισε στο παγκάκι της πλατείας της γειτονιάς του.

Ενός κόσμου, που έχει στερηθεί τους γονείς του, τις γιαγιάδες και τους παππούδες του, τους φίλους του, τη δουλειά του, το εισόδημά του, την ελευθερία του, την ζωή του όλη, διότι το επιβάλει η πανδημία και σε γενικές γραμμές έχει πειθαρχήσει απόλυτα, αλλά ταυτόχρονα αδυνατεί να πάει και μία βόλτα στην πλατεία της γειτονιάς του, με τον φόβο ότι θα τον γράψουν ή πλέον ότι θα τον γράψουν και θα τον δείρουν.

Προτείνω λοιπόν στον κύριο Χρυσοχοϊδη να αφήσει άλλον να «διαβάσει» τις σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννήθηκαν στην κοινωνία από τις εικόνες της Νέας Σμύρνης, ο ίδιος δεν θα καταλάβει τίποτα είναι βέβαιο, ο ίδιος μπορεί να διαβάσει το μνημόνιο με δέκα χρόνια καθυστέρηση, καλό θα του κάνει…

Το μήνυμα της κοινωνίας όμως ήρθε η ώρα να το διαβάσουν οι αστυνομικοί, αυτοί οι επαγγελματίες με μισθούς σχεδόν πείνας, οι οποίοι πλέον έχουν φτάσει στο σημείο να μην τους αποκαλούν μπάτσους, μόνο οι μανάδες και τα παιδιά τους. Αν τους ενοχλεί, επιτέλους ας το αλλάξουν, ας αντιδράσουν, ας φωνάξουν ότι ο τύπος στη Νέα Σμύρνη δεν τους εκφράζει, διαφορετικά είναι άξιοι της μοίρας τους. Δεν μπορεί η σχέση πολίτη και αστυνομίας να είναι σχέση ατελείωτου μίσους, οφείλουν οι ίδιοι να την προστατέψουν και να την μετατρέψουν σε σχέση εμπιστοσύνης.

Τύποι σαν αυτόν της Νέας Σμύρνης θα υπάρχουν πάντα, αλλά το πρόβλημα είναι οι υπόλοιποι συνάδελφοί του, οι οποίοι ήταν παρόντες στο περιστατικό και δεν του φώναξαν «τι κάνεις ρε καραγκιόζη…» και δεν τον σταμάτησαν και το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι την επόμενη ημέρα δεν τον καταδίκασαν δημόσια και χωρίς ναι μεν αλλά.

Σήμερα και οι αστυνομικοί θα έπρεπε να κάνουν πορεία, μία πορεία συγγνώμης στις γειτονιές της Νέας Σμύρνης.

Μιχάλης Τσόχος
Μιχάλης Τσόχος

Ο Μιχάλης Τσόχος γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε πιστεύοντας ότι θα γίνει ψυχολόγος. Τελικά η ψυχολογία… γλίτωσε, όχι όμως και η δημοσιογραφία με την οποία ασχολείται επαγγελματικά για 25 χρόνια. Ξεκίνησε από τις εφημερίδες, τις οποίες θεωρεί ακόμη και σήμερα το μοναδικό πραγματικό σχολείο της δημοσιογραφίας και το ραδιόφωνο, το οποίο παραμένει η μεγάλη αγάπη του. Εργάστηκε στο «ΦΩΣ», στο «Βήμα», ενώ υπήρξε αρχισυντάκτης του Sportime και διευθυντής της SportDay. Η πρώτη του δουλειά ήταν ο Bwin ΣΠΟΡ FM, ενώ στο διαδίκτυο παραμένει πιστός στο gazzetta για πάνω από μία δεκαετία. Πέραν όλων των άλλων, τον… αντέχει και η τηλεόραση για πάνω από 10 χρόνια (Cosmote TV) και ο ίδιος αντέχει την ίδια γυναίκα που παντρεύτηκε πριν από 20 χρόνια (ήρωας είμαι!!!). Όλα τα παραπάνω τα… αντέχουν υπομονετικά οι δύο κόρες του.